ὑποχωρέω

Revision as of 11:53, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

A fut. ὑποχωρήσομαι Luc.Tox. 11:—go back, retire, withdraw, Il.6.107, 22.96; χώρησαν δ' ὑπό τε πρόμαχοι.. 4.505; ὑποχωρέω ἐς τὴν Σάμον, ὑποχωρέω εἰς Σικυῶνα, Th.8.79, Is.6.20; πρὸς αἱμασιάν Th.4.43; παρὰ Τισσαφέρνην Id.8.45; freq. in part., ὑποχωρῶν ᾤχετο, ὑποχωρήσαντες φεύγουσι, Is.4.28, D.22.66; of a lion, βάδην ὑποχωρέω Arist.HA629b14; of long-horned kine, νέμεσθαι ὑποχωροῦντας Id.PA659a20; εἰς τὰ βαθέα ὑποχωρέω, of eels, Id.HA592a27, etc.
2 c. gen., withdraw from, ὑποχωρέω τῆς χώρης Hdt.1.207; ὑποχωρέω τοῦ πεδίου X.Cyr.2.4.24; τοῦ βίου IG12(7).395.9 (Amorgos): c. dat., τὸ δημοκρατικὸν ὑπεχώρησε τῷ ὀλιγαρχικῷ = gave way to, Pl.R. 560a; τὸν ἥσσω τῷ κρατοῦντι ὑποχωρέω Th.1.77; but ὑποχωρέω τῷ δαίμονι try to escape from... Plu.Brut.40.
b κἀκεῖνος ὑπεχώρησεν αὐτῷ τοῦ θρόνου he (Aeschylus) gave Sophocles a share of the throne, Ar.Ra. 790 (not surrendered it, which would be παρεχώρησεν) ; τοὺς πρεσβυτέρους ἐντρέπεσθαι.. ὁδῶν ὑποχωροῦντας making way for them on the streets (not 'retiring from the streets'), Plu.2.237d.
3 c. acc., avoid, shun, μηδένα ὄχλον [νεῶν] Ἀθηναῖοι ὄντες ὑποχωρεῖν Th. 2.88; so perhaps to be taken in Il.13.476, μένεν... οὐδ' ὑπεχώρει, Αἰνείαν ἐπιόντα; cf. Pl.Sph.240a, D.H.6.93, Luc.Tox.36.
b cede, yield, τὴν δεσποτίαν αὐτοῖς POxy.67.19 (iv A. D.).
II pass off below, esp. by way of stool, σάρκες Hp.Aph.4.26, etc.; εἰ ταχέως ὑποχωρεῖ τῶν ὑποχονδρίων Gal.6.56, cf. 253:—in Med., Hp.Aph. 7.67.
III go on steadily, εἰρεσία ὑπεχώρησεν ἐκ παλαμᾶν the rowing went on, stroke after stroke, Pi.P.4.202.
IV Ἡγέλοχος οὕτω προηνέγκατο (sc. γαλην ὁρῶ) ὥστε μὴ ὑποχωρῆσαι ἐκ τῆς συναλοιφῆς τὸ γαληνά, ἀλλὰ διαχωρῆσαι μᾶλλον, ὥστε δόξαι τὴν γαλῆν εἰπεῖν Sch.Ar.Ra.305 (dub. sens.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ὑπεχώρησα;
litt. céder la place (pour se retirer ou pour s'avancer) :
I. (se retirer);
1 s'éloigner, se retirer : τῆς χώρης HDT quitter le pays ; ὑπ. τινι se retirer devant qqn ou qch ; ὄχλον νεῶν THC devant une multitude de vaisseaux ; τινι τοῦ θρόνου AR céder le siège à qqn;
2 t. de méd. sortir par le bas : ὑποχωρεῖ αὐτῷ πάμπολλα ÉL il a d'abondantes évacuations;
II. (avancer) avancer peu à peu.
Étymologie: ὑπό, χωρέω.

German (Pape)

zurückgehen, sich zurückziehen; Il. 6.107, 13.476, 22.96; auch εἰρεσία ὑπεχώρησεν ἐκ παλαμᾶν, Pind. P. 4.202; τῆς χώρης Her. 1.207, wie τοῦ πεδίου, aus dem Felde weichen, Xen. Cyr. 2.4.24; ὑποχωρεῖν τινι τοῦ θρόνου, vor Einem vom Sitze aufstehen, ihm den Sitz einräumen, Ar. Ran. 790; oft Plat. und sonst in Prosa; auch μηδένα ὄχλον, vor keiner Menge, Thuc. 2.88; vgl. Luc. Tox. 36; ὑποχωρῶν ᾤχετο Isae. 4.28, wie Dem. 24.173, von denen, die ins Exil gehen; Isae. 6.20; Pol. und Sp., wie Plut. Thes. 27; – heruntergehen, unten weggehen, ἡ γαστὴρ ὑποχωρεῖ, der Leib hat Öffnung nach unten durch den Stuhlgang, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχωρέω:
1 отходить, отступать, удаляться, уходить, Hom. (ὑ. εἴς и πρός τι Thuc., ἔκ τινος Pind. и τινος Her., Xen.): ὑ. ἐπιόντας Luc. отступать перед нападающими; μηδένα ὄχλον νεῶν ὑ. Thuc. не отступать ни перед каким множеством кораблей; ὑ. παρά τινα Thuc. бежать к кому-л.; ὑποχωρήσαντες φεύγουσιν Dem. они бежали;
2 уступать место (τινι Thuc., Plat.): ὑ. τινί τινος Arph. уступать кому-л. что-л.;
3 постепенно продвигаться Pind., Xen.;
4 физиол. быть выделяемым, выделяться (χολὴ ὑποχωρεῖ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχωρέω: μέλλ. -ήσομαι, Λουκ. Τόξ. 11. Ὡς καὶ νῦν, χωρῶ ὀπίσω, ἀπομακρύνομαι, Ἰλ. Ζ. 107., Χ. 96· χώρησάν τ’ ὑπό τε πρόμαχοι… Δ. 505· ὑπ’ ἐς τὴν Σάμον, εἰς Σικυῶνα Θουκ. 8. 79, Ἰσαῖ. 58. 19· πρὸς αἱμασιὰν Θουκ. 4. 43· παρὰ Τισσαφέρνην ὁ αὐτ. 8. 45· συχν. ἐν τῇ μετοχ., ὑποχωρῶν ᾤχετο, ὑποχωρήσας φεύγει Ἰσαῖ. 49. 25, Δημ. 613, ἐν τέλ.· ἐπὶ λέοντος, βάδην ὑποχωρεῖ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3· περὶ τῶν ὀπισθονόμων βοῶν, νέμονται ὑποχωροῦντες ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 39, κλπ. 2) μετά γεν., ὑπ. τῆς χώρης Ἡρόδ. 1. 207· ὑπ. τοῦ πεδίου, ἀποχωρῶ ἐκ τῆς πεδιάδος, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 4, 24· ὑπ. τινὶ τοῦ θρόνου, ἀποσύρομαι ἐκ τῆς καθέδρας μου παραχωρῶν αὐτὴν εἰς ἕτερον εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ καὶ τιμῆς πρὸς αὐτόν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 790, πρβλ. ὑπανίστημι· τὸ δημοκρατικὸν ὑπεχ. τῷ ὀλιγαρχικῷ πλάτ. Πολ. 560Α· ὑπ. τῷ κρατοῦντι Θουκ. 1. 77. 3) μετ’ αἰτ., ἀποφεύγω, δὲν πλησιάζω, μηδένα ὄχλον [νεῶν] Ἀθηναῖοι ὄντες ὑποχωρεῖν ὁ αὐτ. 2. 88· δυνατὸν να ἔχῃ οὕτως, ἀλλ’ οὐχὶ ἀναγκαίως ἐν Ἰλ. Ν. 476, ὣς μένων Ἰδομενεὺς δουρικλυτός, οὐδ’ ὑπεχώρει, Αἰνείαν ἐπιόντα, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 240Α, Διονύσ. Ἁλ. 6. 93, Λουκ. Τόξ. 36. ΙΙ. ἐξέρχομαι κάτωθεν ὡς ὑποχώρημα, ἢν ὑπὸ δυσεντερίης ἐχομένῳ ὀκοῖαι ἂν σάρκες ὑποχωρήσωσι, θανάσιμον Ἱππ. Ἀφορ. 1250, κλπ.· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ τὰ ἀπὸ τῆς κύστιος διαχωρέοντα ὁρᾶν δεῖ, εἰ οἵα τοῖς ὑγιαίνουσιν ὑποχωρέεται Ἱππ. 1261Α· πρβλ. ὑποχώρημα. ΙΙΙ. προβαίνω εὐσταθῶς, σταθερῶς, συνεχῶς, εἰρεσία δ’ ὑπεχώρησε ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν, «ἡ δὲ κωπηλασία ἐχώρει ἐκ τῶν ταχειῶν χειρῶν τῶν Ἀργοναυτῶν» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 360.

English (Autenrieth)

ipf. ὑπεχώρει, aor. ὑπεχώρησαν: retire before one, retreat. (Il.)

English (Slater)

ὑποχωρέω proceed from under met. εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος (cf. Morrison, C. R., 1950, 5.) (P. 4.202)

English (Strong)

from ὑπό and χωρέω; to vacate down, i.e. retire quietly: go aside, withdraw self.

English (Thayer)

ὑποχώρω; 1st aorist ὑπεχώρησα; from Homer down; to go back (see ὑπό, III:1 at the end); to withdraw: εἰς τόπον ἔρημον, ἐν and a dative of the place (see ἐν, I:7), Winer's Grammar, § 50,4a.; Buttmann, 312 (268)).

Greek Monotonic

ὑποχωρέω: μέλ. -ήσομαι,
I. 1. οπισθοχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· συχνά σε μτχ., ὑποχωρήσας φεύγει, σε Δημ.
2. με γεν., αποχωρώ από ένα μέρος, σε Ηρόδ., Ξεν.· ὑποχωρέω τινὶ τοῦ θρόνου, αποσύρομαι από την θέση μου σε ένδειξη τιμής απέναντι σε κάποιον άλλο, παραχωρώ την θέση μου σε αυτόν, σε Αριστοφ.· και, ὑποχωρέω τινί, υποχωρώ σε, εγκαταλείπω σε, σε Θουκ.
3. με αιτ., αποφεύγω, δεν πλησιάζω, στον ίδ., σε Πλάτ.
II. βαίνω, συνεχίζω, εξακολουθώ σταθερά, σε Πίνδ.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
I. to go back, retire, recoil, Il., Thuc.; often in part., ὑποχωρήσας φεύγει Dem.
2. c. gen. to retire from a place, Hdt., Xen.; ὑπ. τινὶ τοῦ θρόνου to withdraw from one's seat in honour of another, give it up to him, Ar.; and, ὑπ. τινι to give way to another, Thuc.
3. c. acc. to avoid, shun, Thuc., Plat.
II. to go on in succession, Pind.

Chinese

原文音譯:Øpocwršw 虛坡-何雷哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在下-地方
字義溯源:離去,離開,退,退去;由(ὑπό)*=被)與(χωρέω)=進到)組成,其中 (χωρέω)出自(χώρα)=地方), (χώρα)出自(χάσμα)=深坑),而 (χάσμα)出自(χάσμα)X*=裂開)
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編
1) 離開(1) 路9:10;
2) 退(1) 路5:16