κομιδή

Revision as of 17:31, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist. ''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, (κομίζω)
A attendance, care, Hom., etc.; in Il., of care bestowed on horses, 8.186, 23.411; in Od., of care bestowed on men, 8.453, 14.124; also, care bestowed on a garden, οὐ πρασιή τοι ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον 24.247, cf. 245: hence dat. κομιδῇ used as adverb (q.v.).
2 provision, supplies, ἐπεὶ οὐ κ. κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός 8.232.
II carriage, conveyance, especially of supplies and provisions, τῶν ἐπιτηδείων τὴν περὶ τὴν Πελοπόννησον κ. Th.4.27; ὅθεν ῥᾴδιαι αἱ κ. ὧν προσέδει Id.6.21, cf. Isoc.11.14, etc.; λίθων IG42(1).103.75 (Epid.); gathering in of harvest, τοῦ καρποῦ, καρπῶν κ., X.Cyr.5.4.25, Arist.Pol.1335a21; σίτου κ. Plb.5.95.5.
b Medic., removal, extraction, ὀδόντων Sor.2.62 (pl.); ἡ διὰ τομῆς κ. (sc. of stone in bladder) Gal. 1.391.
2 (from Med.) carrying away for oneself, rescue, recovery, κατὰ Ἑλένης κομιδήν Hdt.9.73; esp. recovery of a debt, D.38.9, Arist.EN1167b31, Oec.1349a7; μὴ ἔστω αὐτῷ κ. PHal.1.259 (iii B.C.).
3 (from Pass.) going or coming, ποιεύμενοι ταύτῃ τὴν κ. endeavouring to pass this way, Hdt.6.95; escape, safe return, κομιδῆς πέρι… αὐτῷ μελήσειν ὥστε ἀσινέας ἀπικέσθαι ἐς τὴν Ἑλλάδα Id.8.19; οὔτε τις κ. τὸ ὀπίσω φανήσεται ib.108, cf. 4.134, al.; μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός Pi.P.6.39, cf. A.R.3.1140, 4.1275.

German (Pape)

[Seite 1477] ἡ (s. κομίζω), 1) Sorge, Wartung, Pflege; οὐ σφῶϊν κομιδὴ παρὰ Νέστορι ἔσσεται, zu Pferden gesagt, ihr werdet nicht gepflegt werden (s. κομέω). Il. 23, 411, wie νῦν μοι τὴν κομιδὴν ἀποτίνετον 8, 186; κομιδῆς κεχρημένοι ἄνδρες ἀλῆται Od. 14, 124, vgl. 8, 453; auch von der Bestellung des Gartens u. der Gartengewächse, 24, 245. 247; ἐπρίατο θανάτοιο κομιδὰν πατρός, er erkaufte mit seinem Tode die Erhaltung des Vaters, Pind. P. 6, 39; Sp.; τεκέων, von den Delphinen gesagt, Opp. Cyn. 3, 113. – S. auch κομιδῇ. – 2) Zufuhr, herbeigeschaffter Vorrath von Lebensmitteln; ἐπεὶ οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός Od. 8, 232. – Das Herbeischaffen, Einführen, bes. von Lebensmitteln; ὅθεν ῥᾴδιαι αἱ κομιδαὶ ἐκ τῆς φιλίας ὧν προσδεῖ Thuc. 6, 21, wie Isocr. 11, 14; καρπῶν, das Einbringen der Feldfrüchte, Xen. Cyr. 5, 4, 24; Pol. 5, 95, 5. – 3) der Rückzug, Her. 4, 134. – Das Wiedererlangen, z. B. des Geliehenen, Arist. Oec. 2, 29, wie Eth. 9, 7.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. 1 soin, entretien;
2 vivres, provisions;
II. transport :
1 apport, transport, importation;
2 transport de moissons, de fruits (dans la grange) ; récolte;
3 recouvrement ; particul. recouvrement d'une dette, paiement;
4 action d'aller ; particul. retour.
Étymologie: cf. κομίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομιδή -ῆς, ἡ [κομίζω] zorg, verzorging:. οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός er was geen toereikende verzorging aan boord Od. 8.232. transport, toevoer:. ῥᾴδιαι αἱ κομιδαὶ... ὧν προσέδει het transport van de benodigde goederen was gemakkelijk Thuc. 6.21.2; ἡ τοῦ καρποῦ κομιδή het binnenhalen van de oogst Xen. Cyr. 5.4.25. het terugbrengen, het terugkrijgen:; κατὰ Ἑλένης κομιδήν om Helena terug te krijgen Hdt. 9.73.2; inning (van schuld). expeditie:; ποιεύμενοι ταύτῃ τὴν κομιδήν de expeditie daarlangs makend Hdt. 6.95.2; terugtocht:. κομιδῆς δὲ πέρι ten aanzien van de terugtocht Hdt. 8.19.2.

Russian (Dvoretsky)

κομῐδή: дор. κομιδά
1 забота, уход (τὴν κομιδὴν ἀποτίνειν τινί Hom.): κομιδῆς κεχρημένος Hom. получающий заботливый уход;
2 питание, продовольственные запасы (κατὰ νῆα Hom.);
3 снабжение, доставка, подвоз (τῶν ἐπιτηδείων περὶ τὴν Πελοπόννησον Thuc.; τῶν ἐλλειπόντων Isocr.);
4 уборка, сбор (καρπῶν Xen., Arst.; σίτου Polyb.);
5 возвращение (обратный привоз) домой или на родину (Ἑλένης Her.; τῶν λειψάνων Plut.);
6 обратное получение: τῆς κομιδῆς ἕνεκα Arst. ради взыскания (долга);
7 возвращение домой (βουλῆς ἀγαθῆς δεῖ, ὅκως ἀσφαλέως ἡ κ. ἡμῖν ἔσται τὸ ὀπίσω Her.);
8 поездка, путешествие (ποιεῖσθαι κομιδήν τινα Her.).

English (Autenrieth)

care, attendance, bestowed on persons, horses, garden, Od. 24.245, 247.

Greek Monolingual

(I)
κομιδή, ἡ (Α)
1. φροντίδα, μέριμνα («οὐ πρασιὴ ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον», Ομ. Οδ.)
2. τα αναγκαία («οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός», Ομ. Οδ.)
3. τροφή
4. μεταφορά εφοδίων
5. συγκομιδή και αποθήκευση καρπών (α. «ὁρῶντες τῶν τε ἐπιτηδείων τὴν περῖ τὴν Πελοπόννησον κομιδήν ἀδύνατον ἐσομένην», Θουκ.
β. «ἔχων τοὺς ἐπιλέκτους ἐφήδρευε τῇ τοῦ σίτου κομιδῇ περὶ τὴν Ἀργείαν», Πολ.)
6. μεταφορά
7. ιατρ. εξαγωγή («κομιδὴ ὀδόντων», Σωρ.)
8. σωτηρία, απελευθέρωση («τὸ πάλαι κατὰ Ἑλένης κομιδὴν Τυνδαρίδαι ἐσέβαλον ἐς γῆν τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.)
9. πληρωμή χρέους («οὐκ ἔνι τὴν κομιδὴν γεγενῆσθαι τούτων τῶν χρημάτων», Δημοσθ.)
10. μετάβαση ή ερχομός
11. ασφαλής επιστροφή («οὐτε τις κομιδὴ τὸ ὀπίσω φανήσεται», Ηρόδ.)
12. διαφυγή από θάνατο («μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. κομίζω.
(II)
κομιδῇ (AM)
επίρρ. εντελώς, παντελώς («ἀσθενῆ τὰ Φιλίππου πράγματα καὶ κομιδῇ μικρά», Δημοσθ.)
αρχ.
1. ακριβώς («ἀλλ' ἐστίν... κομιδῇ μεσημβρία», Αριστοφ.)
2. φρ. (σε απαντήσεις) α) «κομιδῇ μὲν οὖν» — και πολύ μάλιστα
β) «κομιδῇ γε» — βεβαιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. κομιδῇ (του τ. κομιδή) που χρησιμοποιούνταν ως επίρρ. (πρβλ. πεζῇ)].

Greek Monotonic

κομῐδή: ἡ (κομίζω),·
I. 1. φροντίδα, περιποίηση, στην Ομήρ. Ιλ.· λέγεται πάντα για φροντίδα που προσφέρεται στα άλογα· στην Ομήρ. Οδ., λέγεται για φροντίδα που δίνεται στους άνδρες στα λουτρά, κ.λπ.· επίσης, η φροντίδα του κήπου, σε Ομήρ. Οδ.
2. πρόβλεψη, προμήθεια, στο ίδ.
II. 1. μεταφορά, συγκομιδή, σε Θουκ.· συγκομιδή θερισμού, σε Ξεν.
2. (από τη Μέσ. επίσης), αποκόμιση, ανάκτηση, ελευθέρωση, σε Ηρόδ.· αποπληρωμή, εξόφληση χρέους, σε Δημ.
3. (από την Παθ.), απομάκρυνση-επιστροφή, σε Ηρόδ.· διαφυγή, ασφαλής επιστροφή, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κομῐδή: ἡ (κομέω, κομίζω) φροντίς, περιποίησις, Ὅμ.· ἐν τῇ Ἰλ., ἀείποτε ἐπὶ φροντίδος ἢ περιποιήσεως γινομένης εἰς τοὺς ἵππους, Θ. 186., Ψ. 411· ἐν τῇ Ὀδ., ἐπὶ περιποιήσεως γινομένης εἰς ἀνθρώπους, οἷον διὰ θερμῶν λουτρῶν καὶ τῶν τοιούτων, Θ. 453., Ξ. 124· ὡσαύτως, περιποίησις κήπου, οὐ πρασίη τοι ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον Ω. 247, πρβλ. 245. ― Ἐκ ταύτης τῆς ἐννοίας ἔχομεν τὴν δοτ. κομιδῇ ἐν χρήσει ἀντὶ Ἐπιρρ., ἴδε ἐν λ. 2) τὰ ἀναγκαῖα, τὰ ἐπιτήδεια, ζωοτροφίαι, ἐπεὶ οὐ κομιδή κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανὸς Θ. 232, ἔνθα ἴδε Nitzsch. ΙΙ. μεταφορά, ἰδίως ζωοτροφιῶν καὶ τῶν ἐπιτηδείων, συγκομιδή, τῶν ἐπιτηδείων τὴν περὶ τὴν Πελοπόννησον κ. Θουκ. 4. 27· ὅθεν ῥᾴδιαι αἱ κ. ὧν προσέδει ὁ αὐτ. 6. 21, πρβλ. Ἰσοκρ. 224Β, κτλ.· συγκομιδὴ τοῦ θερισμοῦ, τῶν καρπῶν, καρπῶν κ. Ξεν. Κύρ. 5. 4, 25, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 16, 7. 2) (ἐκ τοῦ μεσ. ὡσαύτως) ἀποκόμισις, ἀνάκτησις, ἐλευθέρωσις, κατὰ Ἑλένης κομιδῆς Ἡρόδ. 9. 73· ― πληρωμὴ χρέους, Δημ. 987. 13, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 7, 2, κ. ἀλλ. 3) (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ ὑπάγειν ἢ ἔρχεσθαι, ποιεῖσθαι ταύτῃ τὴν κ. Ἡρόδ. 6. 95· ἐκφυγή, διαφυγή, ἀσφαλὴς ἐπιστροφή, κομιδῆς πέρι... αὐτῷ μελήσειν ὥστε ἀσινέας ἀπικέσθαι ἐς τὴν Ἑλλάδα ὁ αὐτ. 8. 19· οὔτε τις κ. τὸ ὀπίσω φανήσεται αὐτόθι 108, πρβλ. 4. 134., 7. 170, 229· μένων δ’ ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρὸς Πινδ. Π. 6. 39.

Middle Liddell

κομῐδή, ἡ, κομίζω
I. attendance, care, in Il., always of care bestowed on horses; in Od., of care bestowed on men, by means of baths, etc.; also, care bestowed on a garden, Od.
2. provision, supplies, Od.
II. carriage, conveyance, importation, Thuc.: a gathering in of harvest, Xen.
2. (from Mid. also) a carrying away for oneself, a recovery, Hdt.:— the recovery of a debt, payment, Dem.
3. (from Pass.) a going or coming, Hdt.: an escape, safe return, Hdt.

English (Woodhouse)

carrying, conveyance, recovery of debts

Mantoulidis Etymological

(=φροντίδα, περιποίηση, μεταφορά). Ἀπό τό κομίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

transvectio, conveying across, transport, 4.27.1, 6.21.2, 7.34.1.