διαστρέφω

English (LSJ)

A turn different ways, twist about, τὰ σώματα, as in the dance, X.Smp.7.3; διαστρέφω τὸ πρόσωπον to distort it, Plu.2.535a:—mostly Pass., to be distorted or be twisted, of the eyes, limbs, etc., Hp.Aph.4.49; ἡ ῥὶς δ. Id.Art.38; μέλη διεστραμμένα Pl.Grg. 524c; to be warped, τὰ διεστραμμένα τῶν ξύλων Arist.EN1109b6: also of persons, to have one's eyes distorted, or to have one's neck twisted (Scholl. give both interprr.), εὐδαιμονίζω δ' εἰ διαστραφήσομαι; Ar.Eq.175; so ἀπολαύσομαί τί γ' εἰ δ. Id.Av.177; of the eyes, διεστράφην ἰδών Id.Ach.15; τὰ ὄμματα διαστρέφεσθαι Arist.Pr.960a13; without ὄμματα, ib.9, cf. 957b7; ὁ διεστραμμένος, opp. ὁ τυφλός, Eup.276.3; διεστραμμένος τοὺς πόδας with the feet twisted, Paus.5.18.1, cf. Arist.Pr.896b5: of torture, τῇ κλίμακι διαστρέφονται Com.Adesp.422; διεστράφησαν τὸν στόμαχον had their stomachs turned, Jul.Or.6.190d.
2 metaph., distort, pervert, [τρόπον χρηστόν] E.Fr.597; τοὺς νόμους Is.11.4; τὸν δικαστήν Arist.Rh.1354a24; ὑπόληψιν Id.EN1140b14; τῶν διαστρεφόντων (sc. παθῶν) Phld.Lib.p.32 O.; διαστρέψαντες τἀληθῆ having misrepresented the truth, D. Prooem. 46.2:—Pass., διαστραφῆναι τὴν διάνοιαν Luc.Vit. Auct.24; γενεὰ διεστραμμένη = perverse, LXX De.32.5.
II turn aside, divert, ἴχνος τὸ πρόσθεν φρενῶν A.Supp.1017.
III sens. obsc., = βινεῖν, Eup.7 D.

Spanish (DGE)

A tr.
I 1torcer, retorcer
a) c. ac. del cuerpo o partes del mismo διαστρέφοντας τὰ σώματα καὶ τροχοὺς μιμουμένους contorsionando sus cuerpos e imitando ruedas X.Smp.7.3, αἱ γὰρ βαρεῖαι πλησμοναὶ τῶν σκυλακίων διαστρέφουσι τὰ σκέλη X.Cyn.7.4, διαστρέψαντα τὸ πρόσωπον haciendo una mueca Plu.2.535a, cf. 535d, τὼ ὀφθαλμώ Luc.Philops.16, Ach.Tat.4.9.1, πρὸς ἑκατέραν πλευρὰν τὸ σῶμα διαστρέφουσα girando el cuerpo hacia uno y otro costado Hld.7.9.3, cf. Macho 16., en v. pas. διεστράφθαι τὴν ῥῖνα que la nariz quede torcida Hp.Art.38, μέλη διεστραμμένα Pl.Grg.524c, cf. Arist.Po.1449a36, c. ac. de rel. δέκα μυριάδες ὑπὸ τῆς ναυτίας ... διεστράφησαν τὸν στόμαχον a cien mil se les revolvió el estómago por efecto del mareo Iul.Or.190d
refl. ἑαυτὸν ... διαστρέφων Luc.Symp.18;
b) c. otros ac. τὴν ἐντεριώνην Thphr.CP 1.21.6, τὰ ξύλα Thphr.HP 5.5.4
c. ac. int. κυκλώματα διαστρέψει dará vueltas LXX Ib.37.12;
c) como procedimiento de tortura retorcer, torturar εἰ ... οἱ θεοὶ ... ἐθέλοιεν ἡμᾶς καὶ κακοῦν καὶ διαστρέφειν Plu.2.1048e, ἥτις (κλίμαξ) ... διαστρέφει τὰ σώματα τῶν βασανιζομένων Sud.s.u. κλιμακίζειν, en v. pas. τῇ κλίμακι διαστρέφονται Com.Adesp.450, abs. ὁ πόνος ... ἐμμελῶς διαστρέφει Luc.Ocyp.67
simpl. castigar αὐτούς POxy.1840.5 (VI d.C.)
pero poner en el potro prob. c. doble sent. obs., Eup.99.8, 11, en v. pas., Eup.99.1 (cf. διαστροφή II 2).
2 embrollar, desordenar διέστρεφον τοὺς κατόπιν ref. a soldados que pierden posiciones, Plb.2.30.4, en v. pas. φάλαγξ ... διεστραμμένη Plb.12.20.6, διεστραμμένα αὐτά (τὰ γράμματα) διαγινώσκειν reconocerlas (las letras) estando desordenadas Chrys.M.57.201.
II fig.
1 torcer, desviar, cambiar
a) gener. sent. neg., c. ac. de abstr. o cosa ἴχνος ... φρενός A.Supp.1017, τὸν μέν (τρόπον χρηστόν) Critias B 22, τὸ ἐφεξῆς el orden de los hechos Arist.Po.1452a1, cf. Plb.15.25.38, οὐ ... ἅπασαν ὑπόληψιν ... διαστρέφει τὸ ἡδὺ καὶ τὸ λυπηρόν Arist.EN 1140b14, τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ LXX Pr.10.9, cf. Act.Ap.13.10, ἵνα τί διαστρέφετε τὰς διανοίας τῶν υἱῶν Ισραηλ μὴ διαβῆναι εἰς τὴν γῆν ...; LXX Nu.32.7, en v. pas. διαστραφῆναι τὴν διάνοιαν Luc.Vit.Auct.25, εἰς τὸ παρὰ φύσιν διεστράφη τὰ τῆς μουσικῆς Aristid.Quint.63.10, cf. D.Chr.76.4;
b) esp. ref. a lit. jur. torcer, distorsionar τοὺς νόμους Is.11.4, D.10.75, 24.210, τὴν ἀπολογίαν Hyp.Lyc.10, cf. LXX Mi.3.9, Phld.Lib.fr.66.11, Plu.Lyc.6, Cam.28, τἀληθές D.18.140, cf. 10.75, Prooem.46.2, Plu.2.868d, κρίμα πένητος LXX Ex.23.6
en la interpr. textual τόπον ... διέστρεψαν οἱ γραμματικοί los gramáticos malinterpretaron el pasaje Demetr.Lac.Herc.1012.25.7, τὴν προσῳδίαν Str.13.1.41, διαστραφεῖσαι ἐκδόσεις ediciones corruptas Origenes Io.6.41
malinterpretar, falsear el significado de en la interpr. mit. οὓς (sc. μύθους) ... ἀλληγορίαις ... νῦν λεγομέναις παραβιαζόμενοι καὶ διαστρέφοντες ἔνιοι Plu.2.19e.
2 descomponer, echar a perder τὸ πρᾶγμα Hld.7.23.6, ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει Men.Mon.287, ψυχάς LXX Ez.13.18, cf. Chrys.M.63.149, τὸ ἦθος Plu.2.66c, en v. pas. τὸ ἔργον Plu.2.807d, μεγάλη ἐξουσία ... μεγέθει τῶν πραγμάτων Plu.2.337e, una cantidad de cereales PMasp.2.3.19 (VI d.C.).
3 c. ac. de pers. cambiar la mente de, desviar de su propósito a τὸν δικαστὴν δ. εἰς ὀργὴν προάγοντας Arist.Rh.1354a24, ἵνα τί ... διαστρέφετε τὸν λαόν μου ἀπὸ τῶν ἔργων; ¿por qué distraéis a mi pueblo de sus faenas? LXX Ex.5.4, cf. Act.Ap.13.8, ἑαυτὸν εἰς ἑτέρων ἐπανόρθωσιν Plu.2.459c.
4 pervertir, corromper τὸ ἔθνος ἡμῶν Eu.Luc.23.2, cf. 1Ep.Clem.46.9, Agathan.V.Gr.Ill.86, en v. pas. Καύαρος ... ὑπὸ Σωστράτου τοῦ κόλακος διεστρέφετο Plb.8.22.3, cf. D.Chr.33.60, Arr.Epict.2.23.19, Chrys.M.49.33
sublevar τὰς ἄνω σατραπείας Plb.5.41.1.
B intr.
I en v. med.-pas.
1 torcerse, retorcerse ἢν χεῖλος ... διαστραφῇ Hp.Aph.4.49, πάντα ὀστέα ἐς ὅπερ πέφυκε ... φιλεῖ διαστρέφεσθαι Hp.Fract.8, ἀπολαύσομαί <τι> γ', εἰ διαστραφήσομαι ¿y qué voy a ganar retorciéndomelo? (el pescuezo), Ar.Au.177, cf. Plu.2.478f, c. ac. de rel. ἀμφοτέρους (παῖδας) διεστραμμένους τοὺς πόδας ambos (niños) con los pies retorcidos en una escultura, Paus.5.18.1
encorvarse ἐὰν ... διαστραφῶσιν ἄνδρες τῆς δυνάμεως LXX Ec.12.3
ref. a la madera alabearse ξύλον διαστρεφόμενον Pl.Prt.325d, Arist.EN 1109b6, cf. Thphr.HP 5.1.10, CP 5.17.2, Plu.2.649b
fig. pervertirse, corromperse ἵνα μὴ διαστρέφοιντο (οἱ σώφρονες) τοῖς ἀλλοτρίοις Antisth.161, γενεὰ ... διεστραμμένη raza perversa LXX De.32.5, οὐ διαστραφήσεσθε ὀπίσω τῶν διανοιῶν ὑμῶν LXX Nu.15.39, ὁ πλασθεὶς ... διεστράφη Chrys.M.54.614, c. ac. de rel. τούτων (τῶν παίδων) δὲ τοῖς λόγοις τὰ ἤθη διαστρεφομένων Xenocrates 65, cf. D.S.12.12, σὺ τὴν ἐναντίαν διαστροφὴν ἔσῃ διεστραμμένος Arr.Epict.3.7.18
trastornarse διαστρέφεσθαι δὲ τὸ λογικὸν ζῷον ... διὰ τὰς τῶν ἔξωθεν πραγμάτων πιθανότητας Chrysipp.Stoic.3.53, ἵνα μὴ διαστραφῶσιν ὡς τἀναντία κελευόμενοι para que no se trastornen como si se les ordenara lo contrario Chrys.M.61.421.
2 bizquear, torcerse los ojos οἱ ὀφθαλμοὶ ... διαστρέφονται Hp.Morb.Sacr.7, εὐδαιμονήσω δ', εἰ διαστραφήσομαι; ¿seré feliz, si me pongo bizco? Ar.Eq.175, διεστράφην ἰδών me quedé bizco de mirar Ar.Ach.15, cf. Arist.Pr.896b5, part. perf. ὁ διεστραμμένος el bizco Eup.298.3, cf. Phld.Cont.3.16, c. ac. de rel. τὰ ὄμματα Arist.Pr.960a13.
3 atravesar, cruzar διαστρεφομένη· διαπορευομένη Hsch.
II en v. act. dividirse, separarse γλῶσσαί τ' ἀνθρώπων παντοδαπαῖς φωναῖσι διέστρεφον ref. a la confusión de lenguas en Babel Orac.Sib.3.106.

German (Pape)

[Seite 604] verdrehen, verrenken; ὀφθαλμούς, μέλη, Hippocr.; Plat. Gorg. 524 c; dah. διαστραφήσομαι, ich werde die Augen verdrehen, schielen, Ar. Equ. 175, vgl. Arist. probl. 10, 45; den Hals verdrehen, Av. 178, wie διεστράφην ἰδών, ich habe mir den Hals schief gesehen, Ach. 15; ξύλον διαστρεφόμενον Plat. Prot. 325 d; τὸ πρόσωπον, das Gesicht verzerren, Plut. vid. pud. 13; aber διεστραμμένος τοὺς πόδας, mit übereinandergeschlagenen Füßen, Pausan. 5, 18, 1; übertr., ἴχνος τὸ πρόσθεν οὐ διαστρέψω φρενός Aesch. Suppl. 995, d. i. seinen Sinn ändern; verdrehen, entstellen, νόμους Is. 11, 4; Dem. 24, 210; Plut. Lyc . 6; τἀληθές Dem. 18, 140; vgl. Arist. rhet. 1, 1, τὸν δικαστήν, womit nachher verglichen wird κανόνα ποιεῖν στρτβλόν; so Pol. 8, 24, 1, διεστρέφετο ὑπὸ κόλακος. Auch – in Unordnung bringen, φάλαγγα 12, 20, 6; σατραπείας δ. καὶ ἀφίστασθαι 5, 41, 1. – Pass., διαστραφῆναι τὴν διάνοιαν, verwirrt sein, Luc. vit. auct. 24.

French (Bailly abrégé)

f. διαστρέψω, etc;
Pass. f.2
διαστραφήσομαι, ao.2 διεστράφην, pf. διέστραμμαι;
1 tourner de travers, tordre, contourner (le corps, le visage, etc.) ; διαστραφῆναι τὴν διάνοιαν LUC avoir l'esprit de travers ; διαστρέφειν τοὺς νόμους PLUT, τἀληθές DÉM donner une entorse aux lois, déformer la vérité;
2 tourner d'un autre côté, détourner, acc.;
NT: pervertir.
Étymologie: διά, στρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-στρέφω met acc., causat. doen draaien, verdraaien, omdraaien:. τὼ ὀφθαλμώ de ogen laten rollen Luc. 34.16; ὠρχήσατο... ἑαυτόν... διαστρέφων hij danste terwijl hij zich in bochten wrong Luc. 17.18. overdr. verdraaien, misleiden, vertekenen, verleiden:. ἴχνος... οὐ διαστρέψω φρενός ik zal het pad van mijn geest niet vervormen Aeschl. Suppl. 1017; ὡς διαστρέψων τἀληθές om de waarheid te verdraaien Demosth. 18.140; δ. τὸ ἐφεξῆς de samenhang geweld aan te doen Aristot. Poët. 1452a1; τὸν δικαστὴν διαστρέφειν εἰς ὀργήν de rechter tot woede drijven Aristot. Rh. 1354a24; δ. τὸ ἔθνος ἡμῶν ons volk misleiden NT Luc. 23.2. med.-pass., intrans. ronddraaien:; οἱ ὀφθαλμοί... διαστρέφονται de ogen rollen Hp. MS 10; verdraaid, kromgetrokken, misvormd zijn:. ἢν χεῖλος... διαστραφῇ als een lip misvormd is Hp. Aph. 4.49; ἀπολαύσομαί τί γ’, εἰ διαστραφήσομαι zal ik er iets mee opschieten als ik (mijn nek) verrek? Aristoph. Av. 177; εὐδαιμονήσω γ’, εἰ διαστραφήσομαι fijn voor mij hoor, als ik scheel ga kijken Aristoph. Eq. 175; μέλη διεστραμμένα misvormde ledematen Plat. Grg. 524c; ξύλον διαστρεφόμενον een krom stuk hout Plat. Prot. 325d; διαστραφῆναι τὴν διάνοιαν geestelijk in de war zijn Luc. 14.24.

Russian (Dvoretsky)

διαστρέφω:
1 выворачивать, искривлять (τὰ μέλη διεστραμμένα Plat.; οἱ ὄνυχες τοῦ ἀετοῦ διαστρέφονται Arst.): διεστράφην ἰδών Arph. я (чуть не) вывернул себе шею глядя; διαστρέψαι τὰς ὀφθαλμούς Arst. тж. med. скосить глаза; διαστραφῆναι τὴν διάνοιαν Luc. свихнуться, спятить;
2 поворачивать: ἴχνος δ. Aesch. свернуть со своего пути;
3 искажать (πρόσωπον διεστραμμένον Arst.);
4 извращать (νόμους Isae.; τἀληθές Dem.; γνώμας Plut.);
5 развращать, совращать (τοὺς ἀρίστους ἄνδρας Arst.; διαστρέφεσθαι ὑπὸ τοῦ κόλακος Polyb.);
6 приводить в замешательство, опрокидывать (φάλαγγα Polyb.).

English (Strong)

from διά and στρέφω; to distort, i.e. (figuratively) misinterpret, or (morally) corrupt: perverse(-rt), turn away.

English (Thayer)

1st aorist infinitive διαστρέψαι; passive participle διεστραμμένος (cf. WH s Appendix, p. 170f); from Aeschylus down;
a. to distort, turn aside: τάς ὁδούς κυρίου τάς εὐθείας, figuratively (to turn aside from the right path, to pervert, corrupt: τό ἔθνος, Polybius 5,41, 1; 8,24, 3); τινα ἀπό τίνος, to corrupt and so turn one aside from, etc. voluptates animum detorquent a virtute, Cicero); διεστραμμένος, perverse, corrupt, wicked: Philippians 2:15.

Greek Monolingual

(AM διαστρέφω)
1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις.
2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω
3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος σωματικά ή ψυχικά
μσν.
(για ομιλία) μεταφέρω («τὸν λόγον ἂς διαστρέψωμεν πάλιν στὴν Μαργαρώνα»)
αρχ.
1. παθ. είμαι παραμορφωμένος, εξαρθωμένος
2. φέρνω ταραχή, ακαταστασία («διεστραμμένη φάλαγξ» — φάλαγγα που βρίσκεται σε αταξία)
3. συνουσιάζομαι
4. έχω τον τράχηλο στραβό, στραβολαιμιάζω
5. παθ. υφίσταμαι βασανιστήρια με στρεβλώσεις τών μελών
6. φρ. α) «διαστρέφω το πρόσωπον» — μορφάζω
β) «διαστρέφομαι τοὺς πόδας» — κάθομαι οκλαδόν
γ) «διαστρέφομαι τοὺς οφθαλμοὺς» ή απλώς διαστρέφομαι
(για ανθρώπους) αλληθωρίζω.

Greek Monotonic

διαστρέφω: μέλ. -ψω,
1. γυρνώ σε διαφορετικές κατευθύνσεις, συστρέφω, στραβώνω, παραμορφώνω, σε Ξεν. — Παθ., παραμορφώνομαι, αλλοιώνομαι, εξαχρειώνομαι, σε Πλάτ.· λέγεται για πρόσωπα, το να έχει κάποιος τα μάτια παραμορφωμένα, αλληθωρίζω, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., διαφθείρω, διαστρεβλώνω, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

διαστρέφω: μέλλ. -ψω· -στρέφω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, συστρέφω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, τὰ σώματα, ὡς κατὰ τὴν ὄρχησιν, Ξεν. Συμπ. 7, 3· δ. τὸ πρόσωπον, κάμνω μορφασμούς, σχηματίζω αὐτὸ ποικιλοτρόπως, Πλούτ. 2. 535Α·- κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., διαστρέφομαι, συστρέφομαι· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, τῶν μελῶν, κτλ.., Ἱππ. Ἀφ.1251· ἡ ῥίς δ. Ἂρθρ 803· μέλη διεστραμμένα Πλάτ. Γοργ. 524C·- ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, οἱ ὀφθαλμοί μου διαστρέφονται ἢ ὁ τράχηλός μου συστρέφεται (οἱ Σχολιασταὶ παρέχουσιν ἀμφοτέρας τὰς ἑρμηνείας), εὐδαιμονήσω δ’, εἰ διαστραφήσομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 175· οὓτως. ἀπολαύσομαι δ’ οὖν, εἰ δ. ὁ αὐτ. Ὄρν. 177· φανερῶς κεῖται ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἐν τῷ διεστράφην ἰδών, (ὡς παρ’ ἡμῖν «ἐστραβώθηκα»), ὁ αὐτ. Ἀχ. 15· οὓτω, τὰ ὄμματα διαστρέφεσθαι Ἀριστ. Προβλ 31. 27· καὶ ἄνευ τοῦ ὄμματα, αὐτόθι 2, κτλ.· καί, ὁ διεστραμμένος, ἀντίθ. ὁ τυφλός. Εὔπολ. Χρυσ. γεν. 4.· πρβλ. διαστροφή· - διεστρ. τούς πόδας, ἔχων τοὺς πόδας ἐπηλλαγμένους, Siebel. Παυσ. 5. 18, 1, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50· ὡσαύτως ἐπὶ βασάνου, τῇ κλίμακι διαστρέφονται Κωμικ. (Meineke 4. 622). 2) μεταφ., διαστρέφω, διαφθείρω, τρόπον Εὐρ. Ἀποσπ. 600· τοὺς νόμους Ἰσαῖ. 83. 22· τὸν δικαστήν Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 5· ὑπόληψιν ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 6. 5, 6· ὡς διαστρέψαντες τἀληθές, κακῶς ἢ ἡμαρτημένως παραστήσαντες αὐτό, Δημ. 1453. 13. ΙΙ. Παρατρέπω, μεταβάλλω, ἴχνος τὸ πρόσθεν φρενῶν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1017.

Middle Liddell

fut. ψω [from διαστρέφω
1. to turn different ways, to twist about, distort, Xen.:—Pass. to be distorted, Plat.: of persons, to have one's eyes distorted, to get a squint, Ar.
2. metaph. to distort, pervert, Dem.

Chinese

原文音譯:diastršfw 笛阿-士特雷賀
詞類次數:動詞(7)
原文字根:經過-轉 相當於: (עָכַר‎) (פְּתַלְתֹּל‎)
字義溯源:曲解,轉變,誘惑,混亂,相對,敗壞,悖謬;由(διά)*=通過)與(στρέφω)=扭轉)組成;而 (στρέφω)出自 (τροπή)=轉動,至於 (τροπή)出自 (τρέμω)X*=轉。同源字: (στρέφω)扭轉。
同義字:1) (διαστρέφω)曲解,轉變 2) (μεταστρέφω / μετατρέπω)更變 3) (στρέφω)扭轉
出現次數:總共(7);太(1);路(2);徒(3);腓(1)
譯字彙編
1) 悖謬的(3) 太17:17; 路9:41; 腓2:15;
2) 悖謬的話(1) 徒20:30;
3) 混亂(1) 徒13:10;
4) 轉變(1) 徒13:8;
5) 誘惑(1) 路23:2