εὐφυής

English (LSJ)

εὐφυές, (φυή)
A well-grown, shapely, μηροί Il.4.147; πτελέη 21.243; κλάδος, of ivy, E.Fr.88; πρόσωπον Id.Med.1198; ὀδόντες Alex. 98.20; μαζοί AP5.55 (Diosc.); suitably formed, πόδες Arist.PA691b15; χορείας εὐφυὴς βάσις well-ordered, graceful, Ar.Th.968 (lyr.).
II of good natural disposition, X.Mem.1.6.13, al., Arist.EN1114b8, Thphr. Char.29.4; of horses and dogs, X.Mem.4.1.3 (Sup.), Jul. Or.2.87a.
2 naturally suited or adapted, πρός τι Pl.R. 455b; πρὸς τὰς τέχνας Isoc.4.33 (Sup.); εἴς τι Pl.Prt. 327b (Sup.); οὐκ εὐ. λέγειν Aeschin.1.181; εὐ. τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς Pl.R. 409e; εὐφυέστατος τὴν γνώμην Isoc.9.41: rarely in bad sense, εὐ. πρὸς ἀγονίαν Arist. GA 748b8. Adv., εὐφυῶς ἔχει c. inf., Id.Pol.1321a9; εὐ. ἔχειν πρὸς… ib. 1303b8: Comp. εὐφυέστερον, ἔχειν D.61.42; also εὐφυεστέρως Hierocl. p.27A.
3 of place, well situated, Arist.PA666a14 (Sup.); of time, καιρὸς εὐ. πρὸς σωτηρίαν Plb.1.19.12. Adv. εὐφυῶς, κεῖσθαι πρὸς... Arist.Pol.1327a33.
III naturally clever, like εὐτράπελος, euphemism for βωμολόχος, Isoc.7.49, 15.284; σοφιστὴς εὐ. Alex.36.4, cf. 135.13; εὐφυής = a man of genius, Arist. Po.1455a32, cf. Rh.1390b28; opp. γεγυμνασμένος, ib.1410b8; of hounds, Id.HA608a27 (Comp.). Adv. εὐφυῶς = cleverly, skilfully, Pl.R. 401c; κολακεύειν Antiph.144.2; ὀψοποιεῖν Alex.24.1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui pousse bien :
1 bien venu, fort, vigoureux;
2 heureusement né, qui a d'heureuses dispositions ; οἱ εὐφυεῖς les gens d'esprit;
Cp. εὐφυέστερος, Sp. εὐφυέστατος.
Étymologie: εὖ, φύω.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐφυής, -ές)
αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη»)
μσν.
ταιριαστός
αρχ.
1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῖς», Αριστοτ.)
2. (για πράγματα) καλά ή κατάλληλα σχηματισμένος, καλοκατασκευασμένος, χαριτωμένος («πρῶτον εὐκύκλου χορείας εὐφυᾱ στῆσαι βάσιν» — κατ' αρχάς θα χορέψουν σε ωραίο κύκλο με κατάλληλο, χαριτωμένο βηματισμό, Αριστοφ.)
3. αυτός που έχει καλή προδιάθεση, που αρμόζει από τη φύση του σε κάτι, κατάλληλος για κάτιοὕτως ἔλεγες τὸν μὲν εὐφυῆ πρός τι εἶναι, τὸν δὲ ἀφυῆ», Πλάτ.)
4. (για τόπο ή χρόνο) ευνοϊκός, κατάλληλος (α. «εὐφυέστατος δὲ τῶν τόπων ὁ μέσος», Αριστοτ.
β. «νομίσας ἔχειν εὐφυῆ καιρὸν πρὸς σωτηρίαν», Πολ.)
5. (κατ' ευφ.) προικισμένος με οξύ νου, οξύνους, εφευρετικός («καὶ τοὺς εὐτραπέλους δὲ καὶ σκώπτειν δυναμένους, οὕς νῦν εὐφυεῖς προσαγορεύουσιν, ἐκεῖνοι δυστυχεῖς ἐνόμιζον», Ισοκρ.)
6. αυτός που έχει μεγάλες πνευματικές ικανότητες, ιδιοφυής ή μεγαλοφυής («εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ», Αριστοτ.). Επιρρ. ευφυώς (ΑΜ εὐφυῶς)
έξυπνα, κατάλληλα, επιδέξια (α. «απάντησε ευφυώς» β. «τοὺς δημιουργοὺς τοὺς εὐφυῶς δυναμένους ἰχνεύειν τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
αρμόδια, κατάλληλα
αρχ.
(για τόπο) κατάλληλα, ευνοϊκά («εὐφυώς κείμενα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φυής (< φυή ή φύος < φύομαι «γίνομαι μεγάλος, προκόβω, προοδεύω»), πρβλ. αυτοφυής, ιδιοφυής].

Greek Monotonic

εὐφυής: -ές (φυή),·
I. καλοαναθρεμμένος, ευτραφής, καλοσχηματισμένος, όμορφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
II. 1. αυτός που έχει καλή διάθεση εκ φύσεως, ευφυής, έξυπνος, σε Ξεν.· λέγεται για άλογα και σκύλους, στον ίδ.
2. φυσικά προσαρμοσμένος, ταιριαστός ή ευπροσάρμοστος, προσαρμόσιμος, εἴς ή πρός τι, σε Πλάτ.· με απαρ., εὐφυὴς λέγειν, σε Αισχίν.· επίρρ. εὐφυῶς, σε Δημ.
III. λέγεται για θετικά φυσικά χαρίσματα, έξυπνος, σε Αριστ.· επίρρ. εὐφυῶς, σε Πλάτ.

German (Pape)

ές, von schönem Wuchs, schön gewachsen, πτελέη Il. 21.243, μηροί 4.167; δέρη, schlank, Eur. I.A. 516; πρόσωπον, edel, Med. 1198; χορείας εὐφ. βάσις Ar. Th. 968; schön, ὀδόντες Alexis bei Ath. XIII.568c; μαζοί Sosip. 3 (V.56), a. sp.D.; auch in Prosa, ὁπλαί Xen. Eq. 4.3; μηροί Luc. Amor. 26. – Gewöhnlich übertragen von guten Naturanlagen, von Menschen, doch auch von Hunden, Xen. Mem. 4.1.3; Arist. H.A. 9.1; vom Orte, geeignet, Pol. 1.30.15; Plut. Sull. 20; καιρὸς εὐφ. πρὸς τὴν σωτηρίαν Pol. 1.19.12; tauglich, καὶ ἱκανός Plat. Rep. II.365a; oft absolut, talentvoll, πρός τι, Plat. Rep. V.455b; πρὸς τέχνας εὐφυέστατος Isocr. 4.33; πρὸς ἀρετήν Plut. Sol. 29; εἰς τὸ φυγεῖν τὸ κακόν, εἰς αὔλησιν, Plat. Prot. 327c, Legg. V.728c; mit dem inf., ἄνδρα λέγειν μὲν εὐφυᾶ, τὰ δὲ κατὰ πόλεμον λαμπρόν Aesch. 1.181; allgem., mit dem acc. der näheren Bestimmung, εὐφυεῖς τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς, Plat. Rep. III.409e, wie τὴν γνώμην Isocr. 9.41; bes. ein witziger Mensch, von den Alten πανοῦργος καὶ σκώπτης erkl., vgl. Valcken zu Ammon. und Isocr. 7.49 καὶ τοὺς εὐτραπέλους καὶ σκώπτειν δυναμένους, οὓς νῦν εὐφυεῖς προσαγορεύουσιν, wie er 15.284, τοὺς βωμολοχευομένους καὶ σκώπτειν καὶ μιμεῖσθαι δυναμένους εὐφυεῖς καλοῦσι, hinzusetzt προσῆκον της προσηγορίας ταύτης τυγχάνειν τοὺς ἄριστα πρὸς ἀρετὴν πεφυκότας, ähnlich wie auch »geistreich« oft gemißbraucht wird; so Plut. Dem. 25, wie Theopomp. bei Ath. VI.260c οἱ εὐφυεῖς καλούμενοι καὶ οἱ τὰ γέλοια λέγοντες vrbdt.
• Adv. εὐφυῶς, talentvoll, geistreich, ἰχνεύειν τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν Plat. Rep. III.401c; oft bei Sp.; εὐφυῶς ἔχειν τὰ παρόντα, geeignet sein, Pol. 1.11.7; εὐφυῶς κείμενοι τόποι 2.3.4.

Russian (Dvoretsky)

εὐφῠής:
1 разросшийся (κλάδος Eur.);
2 высокий (πτελέη Hom.);
3 хорошо развитой, мощный (μηροί Hom.);
4 цветущий, полный или красивый (πρόσωπον Eur.);
5 стройный, изящный (χορείας βάσις Arph.);
6 (тж. τῇ φύσει εὐ. Arst.) одаренный от природы хорошими качествами, хорошей породы (ἵπποι Xen.; κύνες Arst.);
7 одаренный, способный, даровитый (ποιητής Plut.; πρός τι Plat., Isocr., Plut., εἴς τι Plat. и ποιεῖν τι Aeschin.): οἱ ευφυεῖς τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς Plat. одаренные в физическом и духовном отношениях;
8 благоприятный, удобный, пригодный (καιρὸς εὐ. πρός τι Arst., Polyb.; τόπος εὐ. παρατάξαι φάλαγγα Plut.).

Middle Liddell

εὐ-φυής, ές [φυή]
I. well-grown, shapely, goodly, Il., Eur.
II. of good natural disposition, Xen.; of horses and dogs, Xen.
2. naturally suited or adapted, εἴς or πρός τι Plat.; c. inf., εὐφυὴς λέγειν Aeschin.:— adv. εὐφυῶς Dem.
III. of good natural parts, clever, Arist.:—adv. εὐφυῶς, Plat.

English (Woodhouse)

comely, quick, well-grown, adapted for, adapted, capable of, fit for, having natural ability, of intellect, possessed of good qualifications, possessed of natural gifts, qualified by nature, with good abilities

Mantoulidis Etymological

(=καλοθρεμμένος, ἔξυπνος). Ἀπό τό εὖ + φυή (=φυσική διάπλαση) τοῦ φύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.