πνευματικός
English (LSJ)
πνευματική, πνευματικόν,
A of wind or of air, κινήσεις Arist.Pr.916b4; βία π. Id.HA586a17; φύσεις Epicur. Ep.2p.39U.; ἀέρος ψυχρότης Thphr. CP 4.12.5; πνευματικὸν ὄργανον a machine moved by wind, Vitr.10.1.1; μηχάνημα Gal.Anim.Pass.2.3.
2 of the nature of wind or of the nature of air, τὰ π. Arist.Mete.380a23; πνευματικὴ ξηρότης, i.e. a dry vapour, Plu.Alex.35.
b of subtle substance, τὸ πνευματικόν Str.1.3.5; οὐσία, opp. ὑγρά, Ph.1.15, cf. Cleom.1.8, Gal.7.596.
3 inflated, distended with air, ὑστέραι Arist.HA584b22.
4 Act. (= πνευματώδης 1.3), causing flatulence, οἶνος Id.Pr.955a35; βρώματα Nicom.Com.1.31, cf. Diph.Siph. ap. Ath.3.73a (Sup.), Plu.2.286e, Sor.1.52. Adv. πνευματικῶς = by flatulence, Archig. ap. Gal.12.537.
5 breathing, exhaling, εὐοσμία Thphr. CP 6.16.3.
II of the breath or of breathing, τὸ πνευματικὸν μόριον, ὁ πνευματικὸς τόπος, Arist.GA781a31, Pr.962a11.
III of spirit, spiritual, interpol. in Plu.2.129c; opp. σαρκικός, ψυχικός, Ep.Rom.15.27, 1 Ep.Cor.2.13, etc. Adv. πνευματικῶς ib.14.
IV οἱ πνευματικοί a school of physicians who referred all questions of health to pneumatic agencies, Gal.8.749, 15.111.
V conveying πνεῦμα, κοιλία, of the left ventricle of the heart (opp. αἱματική), Erasistr. ap. eund.UP6.12, cf. Placit.4.5.7.
VI Rhet., Adv. πνευματικῶς = in one breath (cf. πνεῦμα VI), ἀποτείνεσθαι Hermog. Inv.4.1.
German (Pape)
[Seite 640] zum Winde, Hauche, Athem gehörig, μόριον, Organ zum Athemholen, Medic.; – windig, dem Winde od. Blähungen ausgesetzt, voll von Winden od. Blähungen, Arist. u. sp. Medic.; auch trans., blähend u. aufblasend, Ath. VII, 291 c, βρωμάτων πνευματικὰ καὶ δύσπεπτα; Sp. auch = beseelt, geistig, N.T.; Gegensatz σωματικός, Plut. de san. tu. p. 389; – πνευματικοί hieß auch eine Sekte von Aerzten, welche Alles aus dem πνεῦμα in Physiologie u. Pathologie erklären wollten. – Sp., wie N.T., auch adv.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne le souffle;
2 spirituel, incorporel.
Étymologie: πνεῦμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πνευματικός -ή -όν [πνεῦμα] poreus. Plut. Alex. 35.12. spiritueel, van de Heilige Geest; NT; adv. πνευματικῶς = in het licht van de Geest.
Russian (Dvoretsky)
πνευματικός:
1 дыхательный (τὸ μόριον Arst.);
2 воздушный (κίνησις Arst.);
3 наполненный газами, вспученный, вздутый (ἡ ὑστέρα Arst.);
4 пучащий (οἶνος Arst.);
5 духовный Plut., NT, Anth.
Spanish
English (Strong)
from πνεῦμα; non-carnal, i.e. (humanly) ethereal (as opposed to gross), or (dæmoniacally) a spirit (concretely), or (divinely) supernatural, regenerate, religious: spiritual. Compare ψυχικός.
English (Thayer)
πνευματικῇ, πνευματικόν (πνεῦμα), spiritual (Vulg. spiritalis); in the N.T.
1. relating to the human spirit, or rational soul, as the part of man which is akin to God and serves as his instrument or organ, opposed to ἡ ψυχή (see πνεῦμα, 2): hence, τό πνευματικόν, that which possesses the nature of the rational soul, opposed to τό ψυχικόν, Winer's Grammar, 592 (551)); σῶμα πνευματικόν, the body which is animated and controlled only by the rational soul and by means of which the rational life, of life of the πενυμα, is lived; opposed to σῶμα ψυχικόν, verse 44.
2. belonging to a spirit, or a being higher than man but inferior to God (see πνεῦμα, 3c.): τά πνευματικά (i. e. spiritual beings or powers (R. V. spiritual hosts), cf. Winer's Grammar, 239 (224)) τῆς πονηρίας (genitive of quality), i. e. wicked spirits, emanating from the Divine Spirit, or exhibiting its effects and so its character: χάρισμα, εὐλογία, σοφία καί σύνεσις πνευματικῇ (opposed to σοφία σαρκικῇ, ψυχική, ᾠδαί, divinely inspired, and so redolent of the Holy Spirit, ὁ νόμος (opposed to a σάρκινος man), θυσίαι, tropically, the acts of a life dedicated to God and approved by him, due to the influence of the Holy Spirit (tacitly opposed to the sacrifices of an external worship), produced by the sole power of God himself without natural instrumeutality, supernatural, βρῶμα, πόμα, πέτρα, Teaching' etc. 10,3 [ET])); πνευματικά, thoughts, opinions, precepts, maxims, ascribable to the Holy Spirit working in the soul, συγκρίνω, 1); τά πνευματικά, spirithal gifts — of the endowments called χαρίσματα (see χάρισμα), τά σαρκικά, one who is filled with and governed by the Spirit of God: οἶκος πνευματικός, of a body of Christians (see οἶκος, 1b. at the end), Winer's Grammar, § 34,3). In secular writings from Aristotle, down it means pertaining to the wind or breath; windy, exposed to the wind; blowing; (but Sophocles' Lexicon, under the words, πνεῦμα οὐσία, Cleo. med. 1,8, p. 46; τό πνεῦμα τό πάντων τούτων αἴτιον, Strabo 1,3, 5, p. 78,10 edition Kramer; and we find it opposed to σωματικον in Plutarch, mor., p. 129c. (de sanitate praecepta 14); cf. Anthol. Pal. 8,76. 175).)
Greek Monolingual
-ή, -ό / πνευματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και πνευματικός, Ν πνεύμα, -ατος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πνεύμα (α. «πνευματική επικοινωνία» β. «κινήσεις πνευματικαί», Αριστοτ.)
2. αυτός που αποτελείται από πνεύμα, ο άυλος
3. φρ. α) «πνευματικά όντα» — οι άγγελοι
β) «πνευματική σχολή» — ιατρική σχολή που ίδρυσε ο Έλληνας γιατρός Αθήναιος από την Αττάλεια, ο οποίος, επηρεασμένος από τους Στωικούς, δίδασκε ότι στον ανθρώπινο οργανισμό υπεισέρχεται ως πέμπτος παράγοντας το πνεύμα
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο πνευματικός
εξομολογητής
2. φρ. α) «πνευματική αντλία» — αεραντλία
β) «πνευματική ελευθερία» — ελευθερία της πνευματικής δημιουργίας, ανεξαρτησία στην ανάπτυξη της σκέψης
γ) «πνευματική ιδιοκτησία» — νομικό δικαίωμα ιδιοκτησίας του πνευματικού δημιουργού στις πνευματικές του δημιουργίες, όπως είναι τα συγγράμματα, τα καλλιτεχνικά έργα, οι εφευρέσεις
δ) «πνευματικές επιστήμες» — οι επιστήμες που ασχολούνται με πνευματικά φαινόμενα και δημιουργίες, όπως είναι η ψυχολογία, η φιλολογία, η θεολογία κ.ά.
ε) «πνευματικός πατέρας»
i) ο ιερέας που εξομολογεί
ii) ο νονός
στ) «πνευματικό τέκνο» — βαφτισιμιός
ζ) «πνευματική εξουσία» — η εξουσία της Εκκλησίας και του κλήρου πάνω στους πιστούς
η) «πνευματικός ορίζοντας» — ορίζοντας, έκταση τών γνώσεων και τών ενδιαφερόντων ενός ατόμου
θ) «πνευματική ικανότητα» — η ικανότητα του σκέπτεσθαι
i) «αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας» — κάθε αισθητή εκδήλωση της προσωπικότητας ορισμένου ανθρώπου, η οποία αποτελεί έκφραση δημιουργικής ικανότητας και μπορεί να υπαχθεί σε μια τουλάχιστον πολιτισμική κατηγορία
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αέρα
2. αυτός που έχει την φύση του αέρα, αέριος
3. αυτός που παράγει αέρια («βρώματα πνευματικὰ καὶ δύσπεπτα», Αριστοτ.)
4. ο εξογκωμένος από αέρα
5. αυτός που αναδίδει οσμή
5. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αναπνοή, ο αναπνευστικός
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ πνευματικόν
η πτητική ιδιότητα διαφόρων ουσιών
7. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ πνευματικοί
ιατρική σχολή που συσχέτιζε όλες τις αρρώστιες με πνευματικές ενέργειες
8. φρ. α) «τὸ πνευματικὸν μόριον» — το όργανο της αναπνοής
β) «πνευματικὸν ὄργανον» — μηχανή που λειτουργεί, που κινείται με αέρα.
επίρρ...
πνευματικώς / πνευματικῶς, ΝΜΑ, και πνευματικά Ν
1. κατά τρόπο που προσιδιάζει στο πνεύμα, κατά τρόπο πνευματικό, άυλα
αρχ.
1. με φύσημα, με φούσκωμα
2. με μία αναπνοή.
Greek Monotonic
πνευμᾰτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στο πνεύμα, ο πνευματικός, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
πνευμᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἄνεμον ἢ ἀέρα ἢ παραγόμενος ἐξ αὐτοῦ, κινήσεις πν. Ἀριστ. Προβλ. 18. 1· βία πν. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 1· πν. ὄργανον, μηχανὴ κινουμένη διὰ τοῦ ἀνέμου, Βιτρούβ. 10. 1. 2) ὁ ἔχων τὴν φύσιν τοῦ ἀνέμου ἢ ἀέρος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 4. 3) ἐμπεφυσημένος, ἐξωγκωμένος ὑπὸ τοῦ ἀέρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 13. 4) ἐνεργ., ὡς τὸ πνευματώδης Ι. 3, ὁ ἐπιφέρων φούσκωμα, παράγων ἀέρια, οἶνος Ἀριστ. Πρβλ. 30. 1, 10 βρώματα πνευματικὰ καὶ δύσπεπτα Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 31, πρβλ. Πλούτ. 2. 286Ε. 5) ἐπὶ τῆς εὐοσμίας τῆς ἐκπεμπομένης ἐκ καρπῶν τινων, π. χ. ἀπίων, μήλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 16, 3. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πνοὴν ἢ τὸ πνεῦμα, τὸ πν. μόριον, ὁ πν. τόπος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 2, 4 κἑξ. ΙΙΙ. ὁ ἐκ πνεύματος ἀποτελούμενος, ἄϋλος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σωματικός, Πλούτ. 2. 129C, Ἀνθ. Π. 8. 76, 175· πρὸς τὸ σαρκικὸς καὶ ψυχικός, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιε΄, 27, Α΄ πρὸς Κορινθ. β΄, 14, κτλ. ― Ἐπίρρ. πνευματικῶς, Ἐκκλ. IV. οἱ Πνευματικοί, σχολή τις ἰατρικὴ ἀναφέρουσα πάντα τὰ ζητήματα ὑγείας εἰς ἐνεργείας πνευματικάς, Γαλην. 2. 368., 8. 97, ἔκδ. Chartier.
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:pneumatikÒj 普扭馬提可士
詞類次數:形容詞(26)
原文字根:吹(的)
字義溯源:非肉體的,屬靈的,(成)為靈,屬乎靈的,用屬靈的話,靈的;源自(πνεῦμα)=氣,靈),而 (πνεῦμα)出自(πνέω)*=深呼吸,吹氣)。真實屬靈的人,不僅是由靈而生,還得受靈的支配,活在靈中,被靈教導和帶領,才能領會神靈的事,看透萬事( 林前2:14,15)
出現次數:總共(26);羅(3);林前(15);加(1);弗(3);西(2);彼前(2)
譯字彙編:
1) 屬靈的(12) 羅1:11; 羅7:14; 羅15:27; 林前2:15; 林前3:1; 林前9:11; 林前14:37; 林前15:44; 林前15:46; 林前15:46; 弗1:3; 西1:9;
2) 靈(4) 弗5:19; 弗6:12; 西3:16; 彼前2:5;
3) 屬靈(3) 林前10:3; 林前10:4; 林前10:4;
4) 屬靈的事(3) 林前2:13; 林前12:1; 林前14:1;
5) 為靈(1) 彼前2:5;
6) 用屬靈的話(1) 林前2:13;
7) 屬靈的人(1) 加6:1;
8) 是屬靈的(1) 林前15:44
Léxico de magia
-όν 1 del espíritu, espiritual πάσης πνευματικῆς αἰσθήσεως, κρυφίων πάντων ἄναξ tú, señor de toda experiencia espiritual, de todo lo secreto P IV 1779 2 relativo a los espíritus τὸ οʹ ἐν συστροφῇ πρὸς πνευματικὴν ἀπειλήν la «o» de modo conciso, para una amenaza relativa a los espíritus P V 25
Translations
spiritual
Arabic: رُوحَانِيّ, رُوحِيّ; Armenian: հոգեւոր; Asturian: espiritual; Azerbaijani: ruhi, ruhani, mənəvi; Belarusian: духоўны; Bengali: আধ্যাত্মিক; Bulgarian: духовен; Catalan: espiritual; Chinese Mandarin: 精神; Czech: duchovní; Danish: åndelig; Dutch: geestelijk, spiritueel; Esperanto: spirita, anima; Estonian: vaimne; Finnish: hengellinen, henkinen; French: spirituel; Galician: espiritual; German: geistig; Gothic: 𐌰𐌷𐌼𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: πνευματικός; Ancient Greek: λογικός, πνευματικός, ψυχικός, ψυχοειδής; Hebrew: רוּחָנִי; Hindi: आध्यात्मिक; Hungarian: spirituális, lelki; Irish: spioradálta; Italian: spirituale; Japanese: 精神的; Kazakh: рухани; Korean: 정신적, 정신의; Kyrgyz: руханий; Macedonian: духовен; Malagasy: ara-panahy; Malayalam: ആത്മീയ; Manx: spyrrydoil; Maori: whakawairua; Middle English: gostly; Norwegian: åndelig, spirituell; Occitan: espirital; Old East Slavic: духовьнꙑи; Old English: gāstlīċ; Old Irish: spirutálta; Persian: روحی, معنوی, روحانی; Polish: duchowy; Portuguese: espiritual; Romanian: sufletesc, spiritual; Russian: духовный; Serbo-Croatian Cyrillic: ду̀хо̄внӣ; Roman: dùhōvnī; Slovak: duchovný; Slovene: duhoven; Sorbian Upper Sorbian: duchowny; Spanish: espiritual; Swedish: andlig; Tagalog: makadiwa; Tajik: рӯҳӣ, маънавӣ; Telugu: ఆధ్యాత్మిక; Turkish: spiritüel, tinsel, ruhsal, manevi, ruhani; Ukrainian: духовний; Uzbek: ruhiy, maʼnaviy; Welsh: ysbrydol; Yiddish: רוחיש, גײַסטיק