συστροφή

English (LSJ)

ἡ,
A twisting together, συστροφὴν χαύνην λαμβάνειν to be loosely twisted, of yarn, Pl.Plt. 282e.
2 turning round, v.l. (ap.Plu.2.891e) in Placit.2.29.3, for συντροφή.
3 condensation, density, Arist.Pr.964a18.
4 pl., dealings, converse between men, Epicur. Sent.33.
5 metaph. of style, terseness, concentration, D.H.Dem. 18, Th.53, Demetr.Eloc.8; ἐν συστροφῇ = concisely, PMag.Lond.46.25.
II that which is rolled into one mass: hence,
1 collection, gathering, πλήθεος σ. Hdt.7.9.ά; seditious meeting, concourse, Plb. 4.34.6, Act.Ap.19.40; κατὰ συστροφάς = in knots, D.H.5.31, etc.; μετὰ συστροφῆς = in close array, D.S.11.8; also, swarm of bees, LXX Jd. 14.8 (v.l.); flock of birds, Artem.2.20; of other things, σ. δρυῶν D.Chr.1.52.
2 physical mass, aggregate, in plural, Epicur.Ep.1pp.25,28 U.; esp. morbid collection or deposit of tubercles, Hp.Art.41; αἱ περὶ τοὺς κονδύλους σ. chalk-stones, Dsc.1.30; συστροφὴ νεύρων a complication of nerves or sinews, Id.5.117, Eup.1.229; χάριν τοῦ.. τὰ νεῦρα καθάπερ ἐκ σ. τινος ἁπλοῦσθαι Sor.1.101; συστροφαὶ νοσημάτων Hp.Acut.(Sp.) 4; tumour, Plu.2.664f, Gal.15.773, Hp. ap. eund.19.143.
3 twisted grain in wood, Thphr. HP 5.2.3, 5.5.1.
4 συστροφή, with or without ὄμβρου, a sudden storm of rain, Plb.3.74.5, 11.24.9; συστροφὴ ἀνέμου, συστροφὴ πνεύματος, whirlwind, Phryn.374, Thphr. Vent. 34, LXX Ho.4.19; νέφη καὶ σ. Antig.Mir.40.
5 of stars, νεφελοειδὴς συστροφή = nebula, Heph.Astr.1.3, cf. Ptol.Tetr.149 (pl.), Alm.7.5, al.

German (Pape)

[Seite 1045] ἡ, das Zusammendrehen, Zusammendrängen, Zusammenziehen, Plat. Polit. 282 e, das Sammeln, Vereinigen. Bes. das Zusammengedrängte, Versammelte, dichte Masse, Volkshaufe, Kriegsschaar, Her. 7, 9, 1; νεῶν, Pol. 4, 34, 6; – ἀνέμου, Wirbelwind, ὄμβρου, Platzregen, ib. 3, 74, 5; ἐξαίσιος συστροφὴ κατὰ τὸν ἀέρα, 11, 24, 9; ὑδάτων, Strudel. – Bei den Medic., wie Hippocr., Anhäufung ausgetretener Säfte, Geschwulst. – Übertr., τῆς λέξεως, die abgerundete, bündige Kürze des Ausdrucks, D. Hal.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
troupe d'hommes, particul. troupe de soldats;
NT: complot.
Étymologie: συστρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συστροφή -ῆς, ἡ [συστρέφω] het ineendraaien, ineendraaiing. Plat. Plt. 282e. bijeenkomst, vereniging, verzameling; ongunstig samenscholing; NT; van zaken, geneesk. verzameling, ophoping.

Russian (Dvoretsky)

συστροφή:
1 скручивание, свивание: τὴν συστροφὴν λαμβάνειν Plat. быть свиваемым, скручиваться;
2 вращение, круговорот (τοῦ ὕδατος Plut.): σ. ἀνέμου Polyb. вихрь;
3 уплотнение, сгущение (τοῦ φυσασμοῦ Arst.);
4 скопление, масса, множество (πλήθεος Her.; τῶν νέων Polyb.): σ. ὄμβρου Polyb. ливень; μετὰ μεγάλης συστροφῆς Diod. плотной массой;
5 проливной дождь, ливень (ἐξαίσιος σ. Polyb.);
6 бугор (συστροφαὶ καὶ χαυνότητες Plut.);
7 пряжа или ткань (σ. χαύνη Plat.);
8 собрание (людей), сборище NT.

English (Strong)

from συστρέφω; a twisting together, i.e. (figuratively) a secret coalition, riotous crowd: + band together, concourse.

English (Thayer)

συστροφῆς, ἡ (συστρέφω);
a. a twisting up together, a binding together.
b. a secret combination, a coalition, conspiracy: a concourse of disorderly persons, a riot (Polybius 4,34, 6), Acts 19:40.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συστρέφω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συστρέφω, περιδίνηση, σύστρεψη
νεοελλ.
1. ιατρ. περιστροφή του στομάχου γύρω από τον επιμήκη του άξονα, ή του σιγμοειδούς γύρω από τον αγγειακό του μίσχο, που οδηγεί σε απόφραξη του οργάνου και αντιμετωπίζεται με επείγουσα χειρουργική επέμβαση
2. στον πληθ. οἱ συστροφές
αστρον. αστρικά σμήνη
3. φρ. «συστροφή καρδιάς» — περιστροφική κίνηση τών κοιλιών της καρδιάς γύρω από τον διαμήκη άξονα τους
αρχ.
1. περιστροφή
2. συμπύκνωση
3. συναναστροφή
4. πυκνός όγκος που σχηματίζεται με συστροφή, σύστρεμμα
5. συνάθροιση
6. συγκέντρωση ανθρώπων κατά ομάδες
7. συνεκδ. στασιαστική συγκέντρωση («ἀλλὰ δεδιότες τὴν τῶν νέων συστροφήν», Πολ.)
8. σμήνος εντόμων («συστροφὴ μελισσῶν», ΠΔ)
9. κοπάδι πουλιών
10. συστάδα δένδρων
11. ρόζος
12. οίδημα, πρήξιμο
13. ιατρ. συσσώρευση φυματίων στο σώμα
14. μτφ. (σχετικά με ύφος) βραχυλογία, συντομία
15. φρ. α) «ἐν συστροφῇ» — με λίγα λόγια, εν συντομία πάπ.
β) «μετὰ συστροφῆς»
(σχετικά με στρατό) σε πυκνή παράταξη (Διόδ.)
γ) «συστροφή ἀνέμου [ή πνεύματος]» — ανεμοστρόβιλος (Θεόφρ.)
δ) «συστροφὴ ὄμβρου» — αιφνίδια και δυνατή βροχή, καταιγίδα (Πολ.)
ε) «νεφελοειδὴς συστροφή» — νεφέλωμα (Ηφαιστ.).

Greek Monotonic

συστροφή: ἡ,
1. πυκνός όγκος συγκεντρωμένων ανθρώπων, συνάθροιση πλήθους, όχλος, σε Ηρόδ.
2. ξαφνική καταιγίδα, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

συστροφή: ἡ, στρίψιμον, ὅσα δέ γε αὖ τὴν μὲν συστροφὴν χαύνην λαμβάνει, ὅσα δὲ πάλιν στρήφονται ἐλαφρά, ἐπὶ νημάτων, ἰδίως τῆς κρόκης, Πλάτ. Πολιτικ. 282Ε. 2) περιστροφή, Πλούτ. 2. 89. Ε. 3) συμπύκνωσις, πυκνότης, Ἀριστ. Προβλ. 34. 7. 4) μεταφορ., ἐπὶ ὕφους, βραχύτης, συντομία, βραχυλοχία, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18, π. Θουκ. 53. ΙΙ. τὸ διὰ συστροφῆς εἰς ἕνα ὄγκον σχηματιζόμενον, πυκνὸς ὄγκος, ὡς τὸ σύστρεμμα· ὄθεν, 1) συνάθροισις, συναγωγή, πλήθεος σ. Ἡρόδ. 7. 9, 2· συνάθροισις στασιαστική, ὄχλος, Πολύβ. 4. 34, 6· διελέγοντο πρὸς ἀλλήλους κατὰ συστροφάς, καθ’ ὁμάδας, Διον. Ἁλ. 5. 31, κλπ.· μετὰ συστροφῆς, ἐν πυκνῇ παρατάξει, Διόδ. 11. 8· - ὡσαύτως, σμῆνος μελισσῶν, Ἑβδ. (διάφ. γρ. ἐν Κριτ. ΙΔ΄, 9)· πλῆθος πτηνῶν, Ἀρτεμίδ. 2. 20· - ἄλλων πραγμάτων πλῆθος, σ. δρυῶν Δίων Χρυσ. σ. 61. 2) ἐπὶ συσσωρεύσεως νοσηρᾶς ὕλης ἐν τῷ σώματι, ἐπὶ φυμάτων, Ἱππ. π. Ἀρθρ. 807· αἱ περὶ τοὺς κονδύλους σ., ἐπὶ ὀστεωδῶν συγκρίσεων, Διοσκ. 1. 35· σ. νεύρων, συμπλοκὴ νεύρων ἢ τενόντων, περιπλοκὴ αὐτῶν, ὁ αὐτ.· οἴδημα, πρῆσμα, Γαλην. Λεξ. Ἱππ., πρβλ. Πλούτ. 2. 664F. 3) γόγγρος, ῥόζος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2, 3, 5. 1. 4) συστροφή, μετὰ τῆς γεν. ὄμβρου ἢ ἄνευ αὐτῆς αἰφνιδίως ἐπερχομένη ἄφθονος βροχή, Πολύβ. 3. 74, 5, 11. 24, 9· οὕτω, σ. ἀνέμου, πνεύματος, ἀνεμοστρόβιλος Φρύν. 176, Ἑβδ. (Ὠσηὲ Δ΄, 19)· νεφελώδεις σ. Κλήμ. Ἀλεξ. 789. 30 - μεταφορ., αἱ συσ. τῶν παθῶν αὐτόθι. - Πρβλ. συστρέφω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους.

Middle Liddell

συστροφή, ἡ, [from συστρέφω
1. a dense mass of men, a gathering of people, Hdt.
2. a sudden storm, Polyb.

Chinese

原文音譯:sustrof» 需-士特羅費
詞類次數:名詞(2)
原文字根:共同-轉(著) 相當於: (סׄוד‎) (עֵדָה‎) (קֶשֶׁר‎)
字義溯源:共同盤旋,聚眾,謀,同謀,共回結合,聯結,不守法的聚集;源自(συστρέφω)=共同彎曲,拾起),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=一同)與(στρέφω)=扭轉)組成,其中 (στρέφω)出自(τροπή)=轉動),而 (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 謀(1) 徒23:12;
2) 聚集(1) 徒19:40