ἀάατος
English (LSJ)
ἀάατον, (ἀάω) in Il.,
A not to be injured, inviolable, infallible, invincible, νῦν μοι ὄμθσσον ἀ. Στυγὸς ὕδωρ 14.271.
II in Od., ἄεθλος ἀ. ἐκτετέλεσται 22.5, cf. 21.9, prob. unimpeachable, i.e. decisive.
III later, invincible, κάρτος ἀάᾰτος A.R.2.77. (ἀάϝατος, cf. ἀάβακτοι, Hsch.)
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰᾱᾰ-, pero ᾰᾱᾱ- Il.14.271]
que no puede ser inducido a error o engañado, infalible μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ Il.14.271, μνηστήρεσσιν ἄεθλον ἀάατον Od.22.5, cf. 21.91
•imbatible νοήσας πυγμαχίην, ᾗ κάρτος ἀάατος habiendo observado su forma de pelear, dónde su fuerza era imbatible A.R.2.77, cf. AB 321.1.
• Etimología: Comp. neg. sobre la r. de ἀάω q.u.
German (Pape)
[Seite 1] (ἀάαω), unverletzlich, Hom. ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ, Il. 14, 271, das Wasser der Styx als Zeuge der unverbrüchlichen Eidschwüre der Götter; κάρτος Ap. Rh. 2, 77. Aber Od. 21, 91 u. 22, 5 erklärten einige Alte ἄεθλον ἀάατον den schädlichen, andere den unschädlichen Kampf; richtiger vielleicht der unwiderruflich entscheidende, untrügliche, oder nach Buttm. Lexil. I p. 232 nicht verächtlich, ehrenwert, wie auch die Stelle der Il. gefaßt werden könnte. – Il. ñ – – ñ, sonst ñ – ñ ñ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inviolable;
2 très pénible.
Étymologie: ἀ, ἀάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀάατος: (ᾰᾱᾰ и ᾰᾱᾱ)
1 неприкосновенный, запретный, заповедный, священный (Στυγὸς ὕδωρ Hom.);
2 предполож. безвредный, безопасный, безобидный (ἄεθλος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀάατος: -ον, (ἀάω) ἐν Ἰλ. μετὰ τῆς παραληγούσης μακρᾶς = ἀπαραβίαστος, ἀπαράβατος: νῦν μοι ὄμοσσον ἀάᾱτον Στυγὸς ὕδωρ, ἐπειδὴ εἰς αὐτὸ οἱ θεοὶ ὤμνυον τοὺς ἰσχυροτάτους αὐτῶν ὅρκους· Ξ, 271. ΙΙ. Ἐν τῇ Ὀδ. μετὰ τῆς παραληγούσης βραχείας, μνηστήρεσσιν ἄεθλον ἀάᾰτον, Φ. 91. ἄεθλος ἀάᾰτος ἐκτετέλεσται, Χ, 5, ὅπου συνήθως ἐξηγεῖται βλαβερὸς, ἐπικίνδυνος· ἀλλὰ καὶ ἐνταῦθα ὁ Βουτμᾶννος (Λεξιλ.) πειρᾶται νὰ τηρήσῃ συγγενῆ σημασίαν, μὴ βλαπτόμενος, μὴ περιφρονούμενος, ἢ καταφρονούμενος. ΙΙΙ. Παρ’ Ἀπ. Ροδ. 2, 77, κάρτος ἀάᾰτον = ἰσχὺς ἀήττητος, ἄμαχος. (Κατ’ ἀρχὰς ἦτο ἀάϝατος, ὅπερ καταφαίνεται ἐκ τοῦ Λακων. τύπου ἀάβακτος, ἀναφερομένου ὑπὸ Ἡσυχ.· πρβλ. ἀάω, ἄτη.)
Greek Monotonic
ἀάᾱτος: -ον, στην Ομήρ. Ιλ. με μακρόχρονη παραλήγουσα,
I. (α- στερητικό, ἀάω) απαραβίαστος, απαράβατος, άτρωτος· νῦν μοι ὄμοσσον ἀάᾱτον Στυγὸς ὕδωρ, επειδή οι θεοί έδιναν τους πιο ιερούς τους όρκους στο νερό της Στύγας.
II. ἀάᾰτος, -ον, στην Ομήρ. Οδ. με βραχεία παραλήγουσα, (α αθροιστικό, ἀάω), επιβλαβής, επικίνδυνος· ἄεθλος ἀάᾰτος.
Frisk Etymological English
Meaning: Unknown. In νυν μοι ὄμοσσον ἀ. Στυγὸς ὕδωρ Ξ 271 (inviolable?), ἄεθλος ἀ. φ 91, χ 5 (infallible?), κάρτος ἀ. A. R. 2, 77 (invincible?).
Other forms: For the varying length of the vowels see LFgrE.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One compares ἄτη q.v. and ἀάω damage. Note ἀ-, not ἀν-.
See also: Cf. ἀάβακτοι ἀβλαβεῖς H.?
Frisk Etymology German
ἀάατος: {aáatos}
Meaning: ep. Wort unsicherer Bedeutung: νυν μοι ὄμοσσον ἀ. Στυγὸς ὕδωρ Ξ 271 (unverletzlich?), ἄεθλος ἀ. φ 91, χ 5 (untrüglich?), κάρτος ἀ. A. R. 2, 77 (unüberwindlich?).
Etymology: Schon wegen der unklaren Bed. ist die Herkunft nicht sicher zu ermitteln. Gewöhnlich zu ἄτη gezogen; s. d. und ἀάω. Vgl. ἀάβακτοι· ἀβλαβεῖς H.?
Page 1,2
Middle Liddell
[ἀάᾱτος from α privat., ἀάω.]
ἀάᾱτος: in Il. with penultimate long, not to be injured, inviolable, νῦν μοι ὄμοσσον ἀάᾱτον Στυγὸς ὕδωρ, because the gods swore their most binding oaths thereby. ἀάατος from α copulat., ἀάω.]
ἀάατος: in Od. with penultimate short, hurtful, perilous, aweful; ἄεθλος ἀάατος.
Greek Monolingual
ἀάατος, ἀάατον (Α)
συνήθως ερμηνεύεται: 1. απαράβλαπτος, απαραβίαστος
2. άψογος, καθαρός, αποφασιστικός
3. αήττητος, ακαταμάχητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. συνδέεται με το ἀάω και το ἄτη, πρβλ. ἀάβακτοι του Ησύχ. (= αβλαβείς), ή με το ἄω (= χορταίνω), απρμφ. αόρ. ἆσαι, οπότε ἀάατος = ἄατος.
Translations
infallible
Armenian: անսխալական; Belarusian: бясхі́бны, беспахі́бны, непамыльны, беспамылковы; Bulgarian: непогрешим, безпогрешен; Catalan: infal·lible; Chinese Mandarin: 萬無一失, 万无一失; Czech: neomylný; Danish: ufejlbarlig; Dutch: onfeilbaar; Esperanto: neeraripova; Finnish: erehtymätön; French: infaillible; Galician: infalible, infalíbel; German: unfehlbar; Greek: αλάνθαστος, αναμάρτητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀδιαμάρτητος, ἀδιάπταιστος, ἀδιάπτωτος, ἀδιάστροφος, ἀμετάπταιστος, ἀναμάρτητος, ἀναμπλάκητος, ἀνεξαπάτητος, ἀνεπίλειπτος, ἀπαράβατος, ἀπλάνητος, ἄπταιστος, ἅπταιστος, ἄφυκτος, νημερτής, πανατρεκής; Hungarian: tévedhetetlen; Italian: infallibile; Japanese: 間違いない, 無欠の, 無謬の, 完璧な; Manx: neushaghrynagh; Navajo: doo nidínéeshii; Norwegian: ufeilbarlig; Polish: nieomylny, niezawodny; Portuguese: infalível; Russian: непогрешимый, безошибочный; Serbo-Croatian: nepogrešiv, непогрешив; Slovak: neomylný; Spanish: infalible; Swedish: ofelbar; Turkish: yanılmaz, şaşmaz, mutlak, muhakkak; Ukrainian: непогрі́шний, непогрішимий, безпомилковий, непохибний
unerring
Bulgarian: верен, безпогрешен; Dutch: onfeilbaar; Georgian: უშეცდომო; German: unfehlbar, untrüglich; Greek: αλάνθαστος; Ancient Greek: νημερτής; Hindi: अचूक; Icelandic: óskeikull; Manx: neushaghrynagh; Middle English: siker; Occitan: infalhible; Polish: nieomylny, niechybny; Russian: безошибочный; Serbo-Croatian Cyrillic: непогрѐшив, непогрјѐшив; Roman: nepogrèšiv, nepogrjèšiv
invincible
Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний