ἀνθρώπινος

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον Pl.Lg.737b:—
A of man, from man, or belonging to man, human, ἀνθρώπινος βίος Philol.11, cf. Hdt.7.46; ἅπαν τὸ ἀνθρώπινον = all mankind, Id.1.86; τὸ ἀνθρώπινον γένος (v.l. φῦλον) Antipho 4.1.2, Pl.Phd. 82b; ἀνθρώπινοι κίνδυνοι,opp. θεῖοι, And.1.139; ἀνθρωπίνη δίκη Lys.6.20; ἀνθρώπινα τεκμήρια, opp. omens, Antipho 5.81; τἀνθρώπινα = human affairs, Pl.Tht.170b, Arist.EN1102b3 (v.l. ἀνθρώπικά) ἀνθρώπινόν τι παθεῖν = die, IG5(2), 266.20 (Mantinea, i B. C.), cf. PPetr.1p.33 (iii B. C.), PRyl.153.39 (ii A. D.); so ἐάν τι τῶν ἀ. περί τινα γένηται Epicur.Fr.217.
2 human, suited to man, ἀνθρωπίνη δόξα = fallible, human understanding, Pl.Sph.229a; οὐκ ἀνθρώπινος ἀμαθία = super-human, monstrous folly, Id.Lg.737b, etc.; ἀνθρωπίνη καὶ μετρία σκῆψις
D 21.41; οὐ χρὴ ἀνθρώπινα φρονεῖν ἄνθρωπον ὄντα Arist.EN1177b32; ἀνθρώπινος νοῦς Men.482; ἀ. τὸ γεγενημένον X.Cyr.5.4.19.
3 ἀνθρώπινα, τά, secular revenues, SIG527.133; secular rites, opp. θῖνα, Leg.Gort.10.43.
II Adv. ἀνθρωπίνως, ἁμαρτάνειν = commit human, i.e. venial, errors, Th.3.40; ἀνθρωπινώτερον = more within the range of human faculty, Pl.Cra.392b, D.18.252; ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι, i.e. with fellow-feeling, And.2.6; humanely, gently, D.23.70; ἀ. χρὴ τὰς τύχας φέρειν with moderation, Men.816; εὐτυχίαν D.S.1.60.—Of the three forms, ἀνθρώπειος is used exclusively in Trag. and generally in Th. (but cf.1.22); ἀνθρώπινος prevails in Comedy and in Prose from Pl. downwds. (though he uses ἀνθρώπειος no less frequently); ἀνθρωπικός is freq. in Arist. ἀνθρώπιον, τό, = ἀνθρωπίσκος (manikin), E.Cyc. 185, Anaxandr. 34; paltry fellow, ὦ πόνηρ' ἀνθρώπια Ar.Pax263, cf. X.Mem.2.3.16, Cyr.5.1.14, D.18.242.

Spanish (DGE)

-η, -ον
• Alolema(s): cret. ἀντρόπινα ICr.4.72.10.43 (V a.C.)
I 1humano, propio del hombre, βίος Philol.B 11, Dialex.1.2, Hdt.7.46, PLugd.Bat.17.14.16 (II/III d.C.), βιοτή Democr.B 285, φῦλον Antipho 4.1.2, τέχνη Hp.Prorrh.2.8, φύσις Hp.VM 7, Isoc.4.89, Clem.Al.Strom.4.20.127, νοσήματα Hp.Morb.Sacr.18.2, cf. Gorg.B 11.19, δύναμις Th.6.78, προμηθία Gorg.B 11.6, ἀμαθία Pl.Lg.737b, γένος Pl.Phd.82b, δόξα Pl.Sph.229a, δίκη Lys.6.20, ἀρετή X.Cyr.8.6.12, Arist.EN 1102b3, κόπρος Arist.HA 616a35, ἀπορία D.44.4, σκῆψις D.21.41, νοῦς Men.Fr.417, σκᾶνος Aesar.p.51, πράγματα LXX 4Ma.1.16, χείρ I.BI 5.400, cf. Act.Ap.17.25, σοφία 1Ep.Cor.2.13, πειρασμὸς ... ἀ. tentación soportable para la naturaleza humana 1Ep.Cor.10.13, μετιτέον τοὺς ἀνθρωπινωτέρους λόγους Synes.Dio M.66.1129A
en neutr. como pred. nominal ἀ. δὲ τὸ θνητόν Gorg.B 6, ἀνθρώπινον τὸ γεγενημένον X.Cyr.5.4.19, τὸ μὲν γὰρ ὧν μὴ ἐπεθύμησεν ἀπέχεσθαι ἀ. ἄν τις φαίη εἶναι pues el alejarse de lo que uno no desea podría decirse que es propio de la naturaleza humana X.Ages.5.4, ὃ οὐκ ἄν τις ὑπομείνειεν ... τὸ δ' ἐναντίον κοῦφον, εὔφορον, ... ἀ. Poll.3.131, cf. PPetr.1.11.9 (IV a.C.), PRyl.153.39 (II d.C.)
c. ac. compl. dir. ἀνθρώπινον λέγω cosa humana digo, Ep.Rom.6.19
τι ἀνθρώπινον una desgracia ἐάν τι ἀνθρώπινον πάθῃ si muere Epicur.[1] 21, IG 5(2).266.20 (Mantinea I a.C.), εἰ δέ τι γένοιτο ... ἀνθρώπινον y si ocurriera alguna desgracia, SEG 2.307 (Delfos I a.C.).
2 procedente de los hombres, relativo a los hombres τεκμήρια Antipho 5.81, κίνδυνοι And.Myst.139
causado por los hombres φόβοι 2Ep.Clem.10.3.
3 neutr. subst. τὸ ἀνθρώπινον = humanidad, género humano Hdt.1.86, Th.1.22, Const. en Eus.VC 4.12
naturaleza humana de Cristo, Ath.Al.M.26.116A
plu. τὰ ἀντρόπινα op. τὰ θῖνα ritos seculares, ICr.l.c., τὰ ἀνθρώπινα ingresos seculares, ICr.1.9.1.133 (Drero III a.C.), τἀνθρώπινα los asuntos o cosas humanas Pl.Tht.170b, τὰ θεῖα ... καὶ τὰ ἀ. συμφερόντως μανθάνομεν LXX 4Ma.1.17, μηδὲν τῶν ἀνθρωπίνων βέβαιον Isoc.1.41, ἐγγύτερον ... τῶν ἀνθρωπίνων θανάτῳ οὐδέν ἐστιν ὕπνου X.Cyr.8.7.21, cf. Mem.4.3.14
c. idea de limitación, falibilidad ἀνθρώπινα φρονεῖν pensar como un hombre (y no como un dios), Arist.EN 1177b32, ἀνθρώπινα ... ἁμαρτεῖν cometer un error humano X.Cyr.3.1.40.
II adv.
1 neutr. compar. ἀνθρωπινώτερον más dentro de las fuerzas humanas ἀ. διασκέψασθαι ... καὶ ῥᾷον Pl.Cra.392b, cf. D.18.252.
2 ἀνθρωπίνως = como es propio de hombres ἀμαρτεῖν Th.3.40
con humanidad ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι And.2.6, cf. Myst.57, D.23.70, Men.Asp.166, 260, PSI 1248.17, οὐκ ἀνθρωπίνως no a la medida humana Isoc.12.38
con moderación ἀνθρωπίνως δεῖ τὰς τύχας φέρειν Men.Fr.650, εὐτυχία D.S.1.60, θεοῦ ἀ. φανερουμένου habiéndose mostrado Dios a sí mismo en forma humana Ign.Eph.19.3.

German (Pape)

[Seite 234] menschlich, wie ἀνθρώπειος und ἀνθρωπικός, bei den Att., bes. Plat. und Xen., am gebräuchlichsten, bes. das Hinfällige, Schwache des Menschen ausdrückend, πᾶν τὸ ἀνθρώπινον, das ganze Menschengeschlecht, Her. 1, 86; τὸ ἀνθ. γένος Plat. Phaed. 82 b; ἀνθρωπίνη φύσις, σοφία und ähnlich. Gegensatz θεῖος Conv. 186 b u. öfter; τὸ ἀνθρώπινον, das menschliche Loos, τὰ ἀνθρώπινα, Menschlichkeiten, Unglücksfälle sowohl, als Irrthümer; ἀνθρώπινα ἁμαρτεῖν Xen. Cyr. 3, 1, 40, menschlich irren; ἀνθρ. δόξα, der dem Irrtume ausgesetzte menschliche Verstand, Plat. Soph. 229 a. – Adv. ἀνθρωπίνως, nach menschlicher Weise, ἐκλογίζεσθαι Andoc. 1, 57; ἁμαρτάνειν Thuc. 3, 40; ἀνθρωπινώτερον διασκέψασθαι Plat. Crat. 392 b; νόμος ἀνθρ. καὶ καλῶς κείμενος, menschlich, mild abgefaßt. – Strab. bildet den superlat. ἀνθρωπινούστατος (?).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 qui concerne l'homme : τὸ ἀνθρώπινον HDT le genre humain;
2 qui convient à l'homme, propre à l'homme.
Étymologie: ἄνθρωπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρώπινος: Her., Plat., Arst., Plut., Luc. = ἀνθρώπειος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρώπινος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Πλάτ. Νόμ. 737Β· ἀνθρώπινος, ὡς καὶ νῦν, ὁ πᾶς ἀνθρ. βίος Ἡρόδ. 7. 46· ἅπαν τὸ ἀνθρ., πάντες οἱ ἄνθρωποι, αὐτ. 1. 86· τὸ ἀνθρ. γένος Ἀντιφῶν 125. 22, Πλάτ. Φαίδων 82Β· ἀνθρ. κίνδυνοι, πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ θεῖοι, Ἀνδοκ. 18. 14· πρβλ. Λυσ. 105. 7, Ξεν. Ἀπομν. 5, 4, 19· ἀνθρ. τεκμήρια, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς οἰωνούς, Ἀντιφ. 139. 1· τὰ ἀνθρ. πράγματα, ὡς λέγομεν καὶ νῦν, Πλάτ. Παρμ. 134Ε, κτλ.· οὕτω, τἀνθρώπινα ὁ αὐτ. Θεαίτ. 170Β. 2) ἀνθρώπινος, ἁρμόζων εἰς ἄνθρωπον, ἀνθρωπίνη δόξα, ἀνθρωπίνη ἀντίληψιςδοξασία, ὁ αὐτ. Σοφ. 229Α· οὐκ ἀνθρ. ἀμαθία, πλέον ἢ ἀνθρωπ. ἀμαθία, ὁ αὐτ. Νόμ. 737Β, κτλ.· ἀνθρωπίνη καὶ μετρία σκῆψις Δημ. 527. 14· οὐ χρὴ ... ἀνθρώπινα φρονεῖν ἄνθρωπον ὄντα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10.7, 8· ἀνθρ. νοῦς Μένανδ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 3, κτλ. ΙΙ. ἐπίρρ., ἀνθρωπίνως, ὡς ξυγγνώμην ἁμαρτεῖν ἀνθρωπίνως λήψονται, ὅτι θὰ ἀξιωθῶσι συγγνώμης ὡς ὑποπεσόντες εἰς σφάλμα ὡς ἄνθρωποι, Θουκ. 3. 4· ἀνθρωπινώτερον Πλάτ. Κρατ. 392Β, Δημ. 311. 19· ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι ὅ ἐ. μὲ αἴσθημα συμπαθείας, Ἀνδοκ. 8. 27· πράως, ἡμέρως, φιλανθρώπως, Δημ. 643. 11· ἀνθρ. χρὴ τὰς τύχας φέρειν, μετὰ μετριότητος, μετὰ μετριοπαθείας, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 281· εὐτυχίαν Διόδ. 1. 60. ― Ἐκ τῶν τριῶν τύπων, τὸ ἀνθρώπειος εἶναι ἐν χρήσει ἀποκλειστικῶς παρὰ τοῖς Τραγικοῖς καὶ ἐν τῷ ἀρχαιοτέρῳ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ· τὸ ἀνθρώπινος πλεονάζει παρὰ τοῖς κωμικοῖς καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς, ἀπὸ τοῦ Πλάτ. καὶ ἑξ. (ἂν καὶ αὐτὸς μεταχειρίζεται οὐχ ἧττον συχνῶς καὶ τὸ ἀνθρώπειος)· τὸ ἀνθρωπικὸς εἶναι συχν. παρ’ Ἀριστ.

English (Strong)

from ἄνθρωπος; human: human, common to man, man(-kind), (man-)kind, men's, after the manner of men.

English (Thayer)

ἀνθρωπίνῃ, ἀνθρώπινον (ἄνθρωπος), (from Herodotus down), human; applied to things belonging to men: χεῖρες, L T Tr WH; φύσις, κτίσις, (which see 3), πειρασμός (R. V. a temptation such as than can bear), Pollux 3,27, 131 ὁ οὐκ ἄν τίς ὑπομενειεν, ὁ οὐκ ἄν τίς ἐνέγκῃ ... τό δέ ἐναντίον, κοῦφον, ἐυφορον, ὀιστον, ἀνθρώπινον, ἀνεκτον). Opposite to divine things, with the implied idea of defect or weakness: Rec.; 13 (σοφία, originating with man); ἀνθρωπίνῃ ἡμέρα the judicial day of men, i. e. human judgment). ἀνθρώπινον λέγω, δουλωθῆναι τῇ δικαιοσύνη).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνθρώπινος, -η, -ον και -ος, -ον)
1. αυτός που ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση
2. αυτός που προέρχεται από τον άνθρωπο ή ανήκει σ' αυτόν
αρχ.-μσν.
1. εκείνος που είναι σύμφωνος με τα καθιερωμένα για τους ανθρώπους
«ἀπέθανε (ενν. ο Ιησούς) κατὰ τὰ ἀνθρώπινον ὑπὲρ τοῦ σωθῆναι τὸν κόσμον»
«ἀνθρώπινόν τι παθεῖν (για τον θάνατο, παπυρ.) «ἐάν τι τῶν ἀνθρωπίνων περί τινα γένηται» (Επίκουρος)
2. (ουδ.) τὸ ἀνθρώπινον
η ανθρωπότητα
αρχ.
1. αυτός που υπόκειται σε σφάλμα (σε αντίθεση με τον θεϊκό)
2. ο πολιτισμένος (σε αντίθεση με τον θηριώδη)
επίρρ. -νως
1. «ἀνθρωπίνως ἁμαρτάνειν» (Θουκ.)
το να κάνει κανείς σφάλματα σαν άνθρωπος που είναι
2. «ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι» (Δημοσθ., Ανδοκίδης)
το να σκέφτεται κανείς με ανθρωπιά, με κατανόηση των ανθρώπινων, με ευγένεια
3. φρ. «ἀνθρωπίνως χρὴ τὰς τύχας φέρειν» (Μένανδρος)
να αντιμετωπίζει κανείς τις περιστάσεις με ψυχραιμία, με μετριοπάθεια.
-ή, -ό
1. ανθρώπινος
2. ανεκτός, επαρκής («ανθρωπινό φαΐ»)
3. κόσμιος, ευπρεπής ευπαρουσίαστος («ανθρωπινά λόγια», «ανθρωπινά ρούχα»).

Greek Monotonic

ἀνθρώπινος: -η, -ον και -ος, -ον (ἄνθρωπος),
I. 1. αυτός που χαρακτηρίζει, προέρχεται ή ανήκει σε άνθρωπο, ανθρώπινος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἅπαν τὸ ἀνθρώπινον, όλη η ανθρωπότητα, στον ίδ.· τὸ ἀνθρ. γένος, σε Πλάτ.· τὰ ἀνθρ. πράγματα ή τἀνθρώπινα, τα ανθρώπινα ζητήματα, η ανθρώπινη κατάσταση, στον ίδ.
2. ανθρώπινος, ο αρμόζων σε άνθρωπο, στον ίδ., Αριστ.
II. 1. επίρρ., ἀνθρωπίνως ἁμαρτάνειν, διαπράττω ανθρώπινα, δηλ. αφέσιμα σφάλματα, σε Θουκ.
2. φιλάνθρωπα, ήρεμα, ευγενικά, σε Δημ.

Middle Liddell

ἄνθρωπος
I. of, from or belonging to man, human, Hdt., etc.; ἅπαν τὸ ἀνθρώπινον all mankind, Hdt.; τὸ ἀνθρ. γένος Plat.; τὰ ἀνθρ. πράγματα or τἀνθρώπινα human affairs, man's estate, Plat.
2. human, suited to man, Plat., Arist.
II. adv., ἀνθρωπίνως ἁμαρτάνειν to commit human, i. e. venial, errors, Thuc.
2. humanely, gently, Dem.

Chinese

原文音譯:¢ndrèpinoj 安特-而-哦披挪士
詞類次數:形容詞(7)
原文字根:向上-歸回-觀看的 相當於: (אָדָם‎) (אֱנׄושׁ‎)
字義溯源:人類的,人的,別人,照人常情;源自(ἄνθρωπος)=人類);由(ἀνήρ)*=人)與(ὠφέλιμος)X*=容貌)組成,其中 (ὠφέλιμος)X*出自(ὀπτάνομαι)*=注視)。這個形容詞‘人的’,與其相對的,就是‘神的’,而有別於‘動物的’
出現次數:總共(7);羅(1);林前(4);雅(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 人(3) 林前2:13; 林前10:13; 雅3:7;
2) 人的(2) 林前2:4; 彼前2:13;
3) 別人(1) 林前4:3;
4) 照人常情(1) 羅6:19

English (Woodhouse)

human, connected with mortals

Translations

Afrikaans: mens; Albanian: njerëzor; Arabic: بَشَرِيّ‎, إنْسَانِيّ‎; Aragonese: umano; Armenian: մարդկային; Assamese: মানুহ, মানৱ; Asturian: humanu; Azerbaijani: bəşər, insan, bəşəri, insani; Belarusian: чалавечы, людскі́; Bengali: মানবীয়, মানুষিক; Bulgarian: човешки; Burmese: မနုဿ; Catalan: humà; Central Sierra Miwok: míw·y-; Chinese Mandarin: 人的, 人類的, 人类的; Choctaw: okla; Czech: lidský; Danish: menneskelig; Dutch: menselijk, mens-; Esperanto: homa; Estonian: inim-, inimese; Finnish: inhimillinen, ihmis-; French: humain; Old French: umain, humain; Galician: humano; Georgian: ადამიანური; German: menschlich; Gothic: 𐌼𐌰𐌽𐌽𐌹𐍃𐌺𐍃; Greek: ανθρώπινος; Ancient Greek: ἀνθρωπικός, ἀνθρώπειος; Hebrew: אֱנוֹשִׁי‎; Hindi: इंसान, मनुष्य, मानव, इंसानी, मानवी; Hungarian: emberi; Ido: homa; Indonesian: manusia; Interlingua: human; Irish: daonna; Italian: umano; Japanese: 人の, 人間の; Kazakh: адами, адам; Khmer: មនុស្ស; Korean: 사람의, 인간의; Kyrgyz: адам; Lao: ມະນຸດ; Latin: humanus; Latvian: cilvēcisks; Limburgish: miensjelik; Macedonian: човечки; Malay: manusia; Manchu: ᠨᡳᠶᠠᠯᠮᠠᡳ, ᠨᡳᠶᠠᠯᠮᠠ; ᠊ᡳ; Maori: tangata; Maranao: manosiya; Mongolian: хүний; Ngazidja Comorian: -a kibinadamu; Norwegian Bokmål: menneskelig; Occitan: uman; Old Occitan: uman, human; Old English: mennisċ; Oriya: ମନୁଷ୍ୟ; Pashto: انساني‎, بشري‎; Persian: انسانی‎, بشری‎; Polish: ludzki, człowieczy; Portuguese: humano; Romanian: omenesc, uman; Romansch: uman, human, umaun; Russian: человеческий, людской; Sanskrit: मानव, मनुष्य, मानवीय, मानुष्यक; Scots: human; Scottish Gaelic: daonna; Serbo-Croatian Cyrillic: љу̀дскӣ; Roman: ljùdskī; Slovak: ľudský; Slovene: človeški, ljúdski; Sotho: motho; Spanish: humano; Swedish: mänsklig; Sylheti: ꠝꠣꠘꠥ, ꠝꠣꠘꠥꠡ; Tajik: одамӣ, инсонӣ, башарӣ; Telugu: మనిషి; Thai: มนุษย์; Tsonga: munhu; Turkish: beşeri, insani; Turkmen: ynsany; Ukrainian: людський; Urdu: انسانی‎; Uyghur: ئىنسانىي‎; Uzbek: insoniy, odamiy, bashariy; Vietnamese: người; Welsh: dynol; Yiddish: מענטשלעך‎; Yoruba: ènìyàn