ἀντιτίθημι
English (LSJ)
A (pres. part. ἀντιτιθοῦντας Ps.-Callisth.1.29), set against or set so as to oppose, θαλασσαίαισι δίναις ἀντιθέντα μένος στάλας Simon.57 (dub.).
b set against so as to balance, contrast, or compare, τὠυτὸ ἀντιθήσω ἐκείνῳ Hdt.1.207, cf. 8.66; δύο γὰρ ἀντίθες δυοῖν E.Or.551: also c. gen., ἀ. τὴν Ἀθηναίων ἐκ πολλοῦ ἐμπειρίαν τῆς σφετέρας ἐξ ὀλίγου μελέτης Th.2.85, cf. 3.56: with a Prep., ἀ. τι πρός τι D.21.175:—Pass., to be contrasted, τινί or πρός τι, Pl.Sph.257d,258e.
2 ἀ. τινί τινα match one against the other in battle, ἴσους ἴσοισι . . ἀντιθείς E.Ph. 750, cf. Ar.Eq.353:—Pass., to be matched one against another, of counteracting tendencies, Hdt.4.50; of opposing motives, Id.8.83.
3 retort, rejoin, ἀντίθες παρρησίᾳ ὅπως . . E.El.1049; ἀντιθεῖσ' ἀμείψομαι Id.Tr.917; ἀ. ὅτι . . Th.6.18.
4 intr., oppose, resist, πρὸς τὸν Δία Arr.Epict.3.24.24, etc.
II place in return or deposit in return, ἀντιθέντας ἐν ναοῖς ἢ χαλκὸν ἢ . . E.Hipp.620, cf. X.Mem.3.14.1; ἀ. τί τινος give one thing for another, τήν ἐνθάδ' Αὖλιν ἀντιθεῖσα τῆς ἐκεῖ E. IT358.
Spanish (DGE)
A tr.
I gener. c. dat. propio y ac.
1 en cont. de hostilidad oponer ἐμοὶ γὰρ ἀντέθηκας ἀνθρώπων τινα Ar.Eq.353, τοῖς σοῖσι τἀμὰ καὶ τὰ σ' αἰτιάματα E.Tr.917, τοῖς θήλεσι κακοῖς τὴν ἄρρενα τῶν παίδων ἀγωγήν Luc.Am.44, τῇ ... φιλοπονίᾳ ... πόνον Gr.Nyss.M.44.64B, cf. Pl.Alc.1.120e, Plt.263d, en v. pas. τὰ δὲ ἔπεα ... τοῖσι ἥσσοσι ἀντιτιθέμενα Hdt.8.83, ἔστι τῷ καλῷ τι ... μόριον ἀντιτιθέμενον Pl.Sph.257d
•en sent. milit. ἴσους ἴσοισι πολεμίοισιν ἀ. oponer (en la batalla) al enemigo una fuerza igual E.Ph.750, τοὺς δ' ἱππεῖς ... τῷ τῶν πολεμίων ἱππικῷ Plb.2.66.7, ἀντιτιθέμενα ταῦτα ἀντισήκωσις γίνεται por estas cosas contrarias surge una compensación Hdt.4.50
•tb. c. prep. τὸ πρὸς τὸ ὂν ... ἀντιτιθέμενον Pl.Sph.258e.
2 comparar, considerar equivalente τοῖσι ... ἀπολομένοισι ... τούσδε Hdt.8.66, τὠυτὸ ... ἀντιθήσω ἐκείνῳ Hdt.1.207, δύο γὰρ ἀντίθες δυοῖν E.Or.551, cf. Plu.2.92d, Iul.Or.3.62b
•c. gen. τῆς νῦν ἁμαρτίας ... ἀντιθεῖναι τὴν τότε προθυμίαν Th.3.56, τὴν Ἀθηναίων ἐκ πολλοῦ ἐμπειρίαν τῆς σφετέρας δι' ὀλίγου μελέτης Th.2.85
•c. prep. ταῦτα πρὸς τὰ τούτῳ πεπραγμέν' D.21.175.
II c. dat. instrum. y ac. equilibrar, compensar πόνον τῷ πλήθει τῶν τροφῶν equilibrar con trabajo el exceso de alimentos Hp.Flat.7
•c. solo ac. depositar a cambio ἐν ναοῖς ... χρυσὸν ἢ σίδηρον E.Hipp.620, τὴν ἐνθάδ' Αὖλιν ἀντιθεῖσα τῆς ἐκεῖ E.IT 358, cf. X.Mem.3.14.1.
III c. or. complet. argüir, contestar ἀντίθες παρρησίᾳ, ὅπως ... E.El.1049, ἀντιτιθέναι ὅτι ... Th.6.18, cf. Pi.O.3.30.
B intr. oponerse πρὸς τὸν Δία Arr.Epict.3.24.24.
French (Bailly abrégé)
f. ἀντιθήσω, etc.
I. placer en face, d'où
1 intr. s'opposer à, résister à;
2 tr. rapprocher, comparer : τί τινι, τί τινος une chose avec une autre;
II. mettre à la place de, d'où
1 donner en retour, en récompense, en compensation : τι qch ; Pass. se compenser, se faire équilibre;
2 substituer : τί τινος une chose à une autre.
Étymologie: ἀντί, τίθημι.
German (Pape)
(τίθημι),
1 entgegensetzen, entgegenstellen, zur Vergleichung, Her. 8.60; τινί Plat. Polit. 263d; πρός τι Soph. 257e; τί τινος Thuc. 2.85, 3.56, eigtl. eins für das andere setzen und so vergleichen; vgl. Eur. I.T. 358.
2 dagegen, dafür setzen, Xen. Mem. 3.14.1; vgl. Eur. Hipp. 620.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιτίθημι:
1 противопоставлять, ставить лицом к лицу (ἴσους ἴσοισι πολεμίοισιν Eur.);
2 противополагать, сопоставлять, сравнивать (τί τινι Her., Eur., Plat., τί τινος Thuc. и τι πρός τι Plat., Dem.);
3 заявлять в ответ Thuc.: πρὸς τοῦτο ἀντιθετέον, οτι … Arst. на это следует возразить, что …;
4 подставлять, заменять (τί τινος Eur.);
5 возвращать или давать взамен, возмещать (τι Eur., Xen.): ἀντιτιθέμενα ταῦτα ἀντισήκωσις γίνεται Her. когда одно возмещается другим, наступает равновесие.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιτίθημι: μέλλ. -θήσω, τίθημί τι ἔμπροσθεν ἢ ἐναντίον τινός, ἀντιτάσσω, θαλασσαίαισι δίναις ἀντιθέντα (κατὰ Bergk ἀντία θέντα) μένος στάλας Σιμων. 57 (10). β) τίθημί τι ἀπέναντι ἄλλου πρὸς παραβολὴν καὶ σύγκρισιν, ἀντιπαραβάλλω, τωὐτὸ ἐκείνῳ ἀντιθήσω Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 8. 66· δύο γὰρ ἀντίθες δυοῖν Εὐρ. Ὀρ. 551· ὡσαύτως μετὰ γεν., τὴν Ἀθηναίων ἐκ πολλοῦ ἐμπειρίαν τῆς σφετέρας δι’ ὀλίγου μελέτης Θουκ. 2. 85, πρβλ. 3. 56· μετὰ προθ., ἀντ. τι πρός τι Δημ. 571. 13: -Παθ., ἀντιπαραβάλλομαι, συγκρίνομαι, τινὶ ἢ πρός τι Πλάτ. Σοφ. 257Ε. 2) ἀντ. τινί τινα, ἀντιτάσσω ὡς ἰσοπάλους τὸν ἕνα ἐναντίον τοῦ ἄλλου ἐν μάχῃ· (ὡς τὸ ξυνίημι παρ’ Ὁμ.), Λατ. committere, ἴσους ἴσοιμι... ἀντιθεὶς Εὐρ. Φοίν. 750· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 353: - Παθ., εἶμαι τεταγμένος ὡς ἰσόπαλος ἐναντίον ἑτέρου, Ἡρόδ. 4. 50., 8. 33. 3) ἀποκρίνομαι, ἀντιλέγω, κἀντίθες παρρησίᾳ, ὅπως τέθνηκε σὸς πατὴρ οὐκ ἐνδίκως Εὐρ. Ἠλ. 1049· ἀντιθεῖσ’ ἀμείψομαι αὐτ. Τρῳ. 917· ἀντ. ὅτι ..., Θουκ. 6. 18. 4) ἀμετάβ., ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 24, κτλ. ΙΙ. τίθημί τι ὡς τίμημα πράγματός τινος, ὡς ἀντίτιμον, ἀλλ’ ἀντιθέντας σοῖσιν ἐν ναοῖς βροτοὺς ἢ χρυσὸν ἢ σίδηρον ... παίδων πρίασθαι σπέρμα, τοῦ τιμήματος τῆς ἀξίας ἕκαστον Εὐρ. Ἱππ. 620, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 1· τίθημί τι ἀντ’ ἐμαυτοῦ, ἄν ποτε (τὴν χρυσόκερων ἔλαφον) Ταϋγέτα ἀντιθεῖσ’ Ὀρθωσίᾳ ἔγραψεν ἱράν, ἥν ποτε ἡ Ταϋγέτη θεῖσα ἀνθ’ ἑαυτῆς ἀφιέρωσεν εἰς τὴν Ἄρτεμιν, Πινδ. Ο. 3. 54· ἀντ. τί τινος, πρᾶγμά τι ἀντὶ ἑτέρου, τὴν ἐνθάδ’ Αὖλιν ἀντιθεῖσα τῆς ἐκεῖ Εὐρ. Ι. Τ. 358.
Greek Monolingual
ἀντιτίθημι (AM) (νεοελλ. μόνο το μέσο: αντιτίθεμαι)
νεοελλ.
(-εμαι)
1. είμαι αντίθετος, εναντιώνομαι σε κάτι
2. έχω αντίθετη φορά, κινούμαι προς την αντίθετη κατεύθυνση
αρχ.-μσν.
(-μι)
1. αντιτάσσω, τοποθετώ κάτι ως εμπόδιο σε κάποιον
2. αντιπαραβάλλω, συγκρίνω κάτι με κάτι άλλο
3. αντιστέκομαι, εναντιώνομαι
4. ανταπαντώ, αντιλέγω
αρχ.
Ι. (-μι)
1. δίνω κάτι ως αντάλλαγμα
2. αντιπαραθέτω, τοποθετώ σε αντίπαλα στρατόπεδα
ΙΙ. (-μαι) τοποθετούμαι απέναντι σε κάποιον ως ισοδύναμος αντίπαλος.
Greek Monotonic
ἀντιτίθημι: μέλ. -θήσω,
I. 1. θέτω ενάντια σε, αντιθέτω, με δοτ., σε Σιμ.· συγκρίνω, αντιπαραβάλλω, τί τινι, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης τί τινος, σε Θουκ.· τι πρός τι, σε Δημ.
2. ἀντ. τινά τινι, είμαι ισόπαλος με κάποιον στην μάχη, Λατ. committere, ἴσους ἴσοισι ἀντιθείς, σε Ευρ. — Παθ., αντιμάχομαι, αντιπαραβάλλομαι, συγκρίνομαι, σε Ηρόδ.
3. αποκρίνομαι, αντιλέγω, σε Ευρ., Θουκ.
II. θέτω ως αντίτιμο, σε Ευρ., Ξεν.· καταθέτω ως αντάλλαγμα ή ως αντίτιμο, ως αποζημίωση, τί τινος, κάτι για κάτι άλλο, σε Ευρ.
Middle Liddell
I. to set against, oppose, c. dat., Simon.: to contrast, compare, τί τινι Hdt., Eur.; also τί τινος, Thuc.; τι πρός τι Dem.
2. ἀντ. τινά τινι to match one against the other in battle, Lat. committere, ἴσους ἴσοισι ἀντιθείς Eur.:—Pass. to be matched one against another, Hdt.
3. to retort, rejoin, Eur., Thuc.
II. to deposit in return, Eur., Xen.:— to give in return or as a recompense, τί τινος one thing for another, Eur.