σχέση

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek Monolingual

η / σχέσις, -εως, ΝΜΑ
1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν φύσει μὲν οὐκ ἔστι δεξιόν, κατὰ δὲ τὴν ὡς πρὸς τὸ ἕτερον σχέσιν νοεῑται», Διογ. Λαέρ.)
2. αμοιβαία γνωριμία, επικοινωνία, φιλικός δεσμός μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων
3. (φιλοσ.) μία από τις κατηγορίες του Αριστοτέλη, το πρός τι, η όλη ύπαρξη του οποίου συνίσταται στο ότι αναφέρεται ως εξαρτώμενο από άλλο πράγμα ή συναρτώμενο κατά κάποιον άλλο τρόπο με άλλο πράγμα
νεοελλ.
1. μαθημ. συνθήκη που ικανοποιείται από δύο ή περισσότερα μεγέθη
2. (φιλοσ.) α) (κατά τον Καντ) μία από τις τέσσερεις κατηγορίες που περιλαμβάνει τη συνάφεια ουσίας και συμβεβηκότος, αιτίας και αποτελέσματος και, τέλος, τις σχέσεις αμοιβαιότητας, στα οποία ανταποκρίνονται, αντίστοιχα, οι κατηγορικές, υποθετικές και διαζευκτικές κρίσεις
β) (κατά τον Χέγκελ) διεργασία κατά την οποία πραγματικά διαφορετικοί όροι συσχετιζόμενοι συναπαρτίζουν ουσιαστική ενότητα
3. φρ. α) «εν σχέσει» ή «σε σχέση»
i) σε αναφορά, σε σύνδεση («το θέμα εξετάζεται σε σχέση με το νέο νομοσχέδιο»)
ii) σε σύγκριση, συγκριτικά («το τελευταίο έργο του είναι πολύ καλύτερο σε σχέση με το προηγούμενο»)
β) «δεν έχει σχέση» — δεν έχει καμιά συνάφεια, συνάρτηση ή εξάρτηση
γ) «αρχή εσώτερων σχέσεων»
(φιλοσ.) θεμελιακή αρχή του φιλοσοφικού συστήματος του Λάιμπνιτς, σύμφωνα με την οποία κάθε σχέση ανάμεσα σε δύο αντικείμενα α και β μπορεί να αναλυθεί με τη βοήθεια δύο προτάσεων που θα εκφράζουν ότι καθένα από τα αντικείμενα αυτά έχει, αντίστοιχα, την ιδιότητα Π και Κ, δηλαδή, κάθε σχέση ανάμεσα σε δύο αντικείμενα μπορεί να αναλυθεί με όρους εσώτερων ιδιοτήτων τών αντικειμένων αυτών
δ) «δημόσιες σχέσεις»
(κοινων.-οικον.) μορφή και τεχνική επικοινωνίας μιας μονάδας —που μπορεί να είναι άτομο ή σύνολο— η οποία έχει ως αντικείμενο, με τη χρησιμοποίηση κάθε πρόσφορου μέσου, την ενημέρωση κάθε ενδιαφερομένου και της κοινής γνώμης για τη δράση και τους σκοπούς της μονάδας, την προβολή μιας θετικής εικόνας της και τη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος, με βασική επιδίωξη την εξυπηρέτηση τών στόχων και της πολιτικής της
ε) «διακρατικές σχέσεις»
(πολ.) οι κάθε είδους σχέσεις, διπλωματικές, οικονομικές, πολιτιστικές, μορφωτικές κ.ά., που αναπτύσσονται μεταξύ τών κρατών
στ) «διαπροσωπικές σχέσεις»
i) (γενικά) οι σχέσεις μεταξύ τών διαφόρων προσώπων
ii) (κοινων.-ψυχολ.) το πλέγμα τών άμεσων σχέσεων στο οποίο ανήκουν όλα τα φαινόμενα και οι διεργασίες που διαδραματίζονται μεταξύ δύο προσώπων ή μεταξύ ενός προσώπου και άλλων προσώπων, στα πλαίσια της οικογένειας, της επαγγελματικής ζωής και τών άλλων καταστάσεων και μορφών κοινωνικής συμβίωσης
ζ) «διεθνείς σχέσεις»
i) (πολ.) οι σχέσεις που αναπτύσσει μία χώρα με άλλες χώρες, οι εξωτερικές σχέσεις ενός κράτους
ii) το σύνολο τών δραστηριοτήτων εξωτερικής πολιτικής και το πλέγμα τών πολιτικών, νομικών, οικονομικών, πολιτιστικών κ.ά. σχέσεων, διμερών είτε πολυμερών, μεταξύ τών κρατών στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας, οι οποίες ρυθμίζονται βάσει τών αρχών και κανόνων του διεθνούς δικαίου
η) «διπλωματικές σχέσεις»
διεθν. δίκ. οι επίσημες πολιτικές σχέσεις μεταξύ ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών οι οποίες συνάπτονται έπειτα από αμοιβαία εκφρασμένη βούληση τών ενδιαφερόμενων μερών και στα πλαίσια τών οποίων αυτά ανταλλάσσουν μόνιμες διπλωματικές αποστολές, με σκοπό την ανάπτυξη της διμερούς και, κατ' επέκταση, της διεθνούς συνεργασίας και την προστασία τών συμφερόντων καθενός από τα συμβαλλόμενα κράτη καθώς και τών υπηκόων του στο έδαφος του άλλου κράτους
θ) «εξωτερικές σχέσεις»
(πολ.) το σύνολο πολιτικών, οικονομικών και άλλων σχέσεων, επίσημων και ανεπίσημων, κυβερνητικών και μη κυβερνητικών, τις οποίες διατηρεί ένα κράτος με άλλα κράτη ή με άλλα υποκείμενα διεθνούς δικαίου και διεθνείς οργανισμούς ή οργανώσεις
ι) «εργασιακές σχέσεις»
(κοινων.-οικον.) οι σχέσεις μεταξύ εργαζομένων, αφ' ενός, και εργοδοτών ή διοικούντων, αφ' ετέρου, οι οποίες οριοθετούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της κάθε πλευράς
ια) «θεωρία σχέσεων»
(λογ.) θεμελιώδες μέρος της σύγχρονης λογικής που περιλαμβάνει τον υπολογισμό τών σχέσεων, καθώς και τη μελέτη τών διαφόρων τύπων σχέσεων και τών γενικών τους ιδιοτήτων
ιβ) «κοινωνικές σχέσεις»
(κοινων.) (κατά τη μαρξιστ. άποψη) το σύνολο τών συστηματικά δομημένων οικονομικών, πολιτικών, νομικών, ηθικών, οικογενειακών κ.ά. σχέσεων μεταξύ τών ατόμων και τών κοινωνικών ομάδων, οι οποίες δημιουργούνται κατά τη διαδικασία της κοινής υλικής και πνευματικής δράσης τους, σχέσεων στα πλαίσια τών οποίων καθοριστικό ρόλο έχουν οι σχέσεις παραγωγής
ιγ) «κοινωνική σχέση»
(κοινων.) μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων φορέων, κατά την οποία η δράση ή η ενέργεια του ενός επιτελείται με βάση την προηγούμενη ή την προβλεπόμενη δράση ή ενέργεια του άλλου και η οποία χαρακτηρίζεται από την αμοιβαία αναγνώριση τών αντίστοιχων φορέων ότι είναι κάτοχοι συγκεκριμένων θέσεων και φορείς συγκεκριμένων ρόλων
ιδ) «νομικές σχέσεις»
(νομ.) οι σχέσεις μεταξύ τών μελών της κοινωνίας που είναι περιβεβλημένες με κανονιστικό χαρακτήρα μέσω της ρύθμισή τους από τον νόμο
ιε) «πολιτικές σχέσεις» — το σύνολο τών σχέσεων που υπάρχουν εξ αντικειμένου μεταξύ κρατών, εθνών, κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, μεταξύ πολιτικών κομμάτων και κοινωνικών οργανώσεων, μεταξύ πολιτών και κράτους, μεταξύ κυβερνωμένων και κυβερνώντων
ιστ) «προξενικές σχέσεις»
διεθν. δίκ. επίσημες και μόνιμου χαρακτήρα σχέσεις που διατηρούν δύο κράτη μεταξύ τους μέσω τών προξενικών αποστολών και οι οποίες έχουν ως κύριο αντικείμενο την προστασία τών οικονομικών και νομικών συμφερόντων του αντίστοιχου κράτους και τών υπηκόων του που διαμένουν μόνιμα ή προσωρινά στο έδαφος του άλλου κράτους
ιζ) «σχέσεις ιδιοκτησίας»
(κοινων.) οι βασικές σχέσεις παραγωγής, οι οποίες καθορίζονται και προστατεύονται νομικά και προσδιορίζουν τον χαρακτήρα όλων τών άλλων κοινωνικών σχέσεων
ιη) «σχέσεις παραγωγής»
(κοινων.) (κατά τη μαρξιστ. αντίληψη) οι σχέσεις που αναπτύσσονται εξ αντικειμένου μεταξύ τών ανθρώπων κατά τη διεργασία παραγωγής, κατανομής, ανταλλαγής και κατανάλωσης τών υλικών αγαθών και που αποτελούν, μαζί με τις παραγωγικές δυνάμεις, τις δύο κύριες συνιστώσες του τρόπου παραγωγής
ιθ) «υπολογισμός σχέσεων»
(λογ.) μέρος της θεωρίας τών σχέσεων στο οποίο διατυπώνονται απόλυτοι νόμοι που διέπουν τις λειτουργίες οι οποίες επιτρέπουν τον σχηματισμό νέων σχέσεων με βάση τις δεδομένες σχέσεις
4. παροιμ. φρ. «τί σχέση έχει ο φάντες με το ρετσινόλαδο» — λέγεται για πράγματα εντελώς άσχετα μεταξύ τους
νεοελλ.-μσν.
ερωτικός δεσμός
μσν.
ευμενής διάθεση, εύνοια
(μσν.-αρχ.)
1. είδος ή ποιότητα («ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν σχέσις ἀσπίδων καὶ δοράτων», Πλατ.)
2. εξωτερική εμφάνιση («πρέπουσαν ἔχειν σχέσιν καὶ τριχῶν καὶ ἐσθῆτος», Ξεν.)
3. φρ. «κατὰ σχέσιν εἶναι [ή γεγράφθαι]»
(στη μετρική) σύνθεση που χαρακτηρίζεται από ανταπόκριση στροφών, όπως λ.χ. είναι η στροφή και η αντιστροφή (Αριστείδ. Κ.)
αρχ.
1. (ιδίως για το σώμα) πρόσκαιρη κατάστασησχέσις τοῡ σώματος» — η μεταβαλλόμενη κατάσταση του σώματος, σε αντιδιαστολή με την έξη, η οποία έχει στοιχεία μονιμότητας, Ιπποκρ.)
2. στάσιμη κατάσταση
3. (στον χορό) θέση, στάση
4. διατύπωση σκέψης, έκφραση συναισθήματος, στάση, συμπεριφορά
5. συγγένεια
6. (στη στωική φιλοσοφία) θέση («αὗται αἱ σχέσεις, ἑπταὶ οὖσαι», Κλεομήδ.)
7. συγκράτηση, επίσχεση («τοῡ οὔρου... σχέσις», Ιπποκρ.)
8. κατοχή, κτήση
9. συμμετοχή
10. ονομασία είδους ρητορικού σχήματος
11. φρ. α) «αἱ δέκα σχέσεις» — οι δέκα κατηγορίες ή τα δέκα σχήματα της κατηγορίας (Ιάμβλ. Νικ. Αριθμ.)
β) «νόσοι ἐν σχέσει» — παροδικές ασθένειες, σε αντιδιαστολή προς τις χρόνιες (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ- του ρ. ἔχω (πρβλ. αόρ. β' -σχ-ον / σχέσθαι) με κατάλ. -σις. Η σημ. της λ. διαφέρει από εκείνην του ἕξις, επίσης παραγώγου του ρ. έχω, στο ότι η λ. σχέση δηλώνει πρόσκαιρη ή μεταβαλλόμενη κατάσταση, συνάφεια, αλληλεξάρτηση, σε αντιδιαστολή με την έξη, που έχει το στοιχείο της μονιμότητας, της σταθερότητας].