ἕζομαι

From LSJ
Revision as of 15:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕζομαι Medium diacritics: ἕζομαι Low diacritics: έζομαι Capitals: ΕΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hézomai Transliteration B: hezomai Transliteration C: ezomai Beta Code: e(/zomai

English (LSJ)

imper.

   A ἕζευ Il.24.522: impf. and aor. 2 ἑζόμην: aor. 1 Pass. ἕσθην, only ἦ 'σθῶ; S.OC195 (s.v.l.):—seat oneself, sit, in Hom. only pres. and impf., εἰνὶ θρόνῳ Il.15.150; ἐς θρόνους Od.4.51; ἐπὶ δίφρῳ Il.6.354; κατὰ κλισμούς Od.3.389; ποτὶ βωμόν 22.379; ἐπὶ βάθρον S.OC100, cf. Ar.Ra.682 (s. v.l.); ἕ. ἐς Κολοφῶνα Mimn.9; ἀμφὶ κλάδοις E.Ph.1516 (anap.): c. acc. only, τόδ' ἕζετο μαντεῖον A. Eu.3; εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενον S.Aj.249 (lyr.); ἐπὶ χθονὶ . . ἑζέσθην they sank to the earth, of a pair of scales, Il.8.74; once in Hdt., ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε 8.22, and in late Prose, J.AJ18.6.6, Luc.Syr. D.31, Astr.10; in Att. Prose καθέζομαι was always used.    2 crouch, in a posture of defence, Il.22.275, Od.14.31.    3 sink to the ground, collapse, Il.13.653, 14.495.    II Act., ἕζω set, place, is not found: for εἷσα, εἱσάμην, εἵσομαι, εἷμαι, v. ἵζω. (Cf. ἕδος.)

German (Pape)

[Seite 717] s. ἕδω.

Greek (Liddell-Scott)

ἕζομαι: παρατ. καὶ ἀόρ. β΄ ἑζόμην: ὁ παθ. ἀόρ. ἕσθην (ἀναγινωσκόμενος ἐν Σοφ. Ο. Κ. 195) δὲν εἶναι Ἀττικ., ἴδε Λουκ. Σολοικ. 11, Φρύν. 269, καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ, προσέτι καὶ τὸ ῥῆμα καθέζομαι. (Ἐκ τῆς PΕΔ παράγονται ὡσαύτως ἵζω, εἷσᾱ, ἕδος, ἕδρα, ἱδρύω, (παρβλ σέδας = καθέδρας Ἡσύχ.)· πρβλ. Σανσκρ. sad, sid-âmi (sido, sedeo) sâd-ayâmi (colloco), sa-as, (sedes) Λατ. sed-eo, sed-o, sol-ium· Γοτθ. sit-a Παλ. Ὑψηλ. Γερμ. sitz-u (sitzen), sat-al, (sedile, settle, saddle): πρβλ. ἧμαι). Καθίζω ἐμαυτόν, καθέζομαι, Ὁμ., ὅστις ὅμως μεταχειρίζεται μόνο ἐνεστ. καὶ παρατ., τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς προθέσεως ἐν, ὡς ἕζεσθαι ἐν λέκτρῳ, κτλ.· ἐπὶ δίφρῳ, ἱλ. Ζ. 354· κατὰ κλισμοὺς Ὀδ. Γ. 389· ποτὶ βωμὸν Χ. 335, 379· ἐπὶ βάθρον Σοφ. Ο. Κ. 100, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 682· σπανίως ἕζ. εἰς τόπον Μίμνερμ. 9· ἀμφί τινι Εὐρ. Φοίν. 1516· - ὡσαύτως μετ’ αἰτ. μόνον, τόδ’ ἕζετο μαντεῖον Αἰσχύλ. Εὐμ. 3· εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενος Σοφ. Αἴ. 249 (ἴδε καθίζω ΙΙ): - ἐπὶ χθονί… ἑζέσθην, κατέβησαν πρὸς τὴν γῆν, ἐκάθισαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄερθεν ἤρθησαν, ἐπὶ πλαστίγγων, Ἰλ. Θ. 71: - ἅπαξ παρ’ Ἡροδ. 8. 22 (ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε), καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζολόγοις· ἀλλ’ ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ τὸ καθέζομαι ἦν ἀεὶ ἐν χρήσει. ΙΙ. Δὲν ὑπάρχει ἐνεργητικὸς τύπος ἕζω, καθίζω, τοποθετῶ, θέτω, ἂν καὶ ὡς εἰ ἐξ αὐτοῦ ἔχομεν τοὺς μεταβατ. τύπους εἷσα, μέσ. εἱσάμην, μέσ. μέλλ. εἵσομαι, παθ. πρκμ. εἷμαι, (ἴδε εἷσα): - τὸ μεταβατικὸν ῥῆμα εἶναι ἵζω, ἢ ἱδρύω.

French (Bailly abrégé)

v. *ἕζω.

English (Autenrieth)

(root ἑδ), 2 sing. ἕζεαι, imp. ἕζεο, ἕζευ, ipf. ἑζόμην: sit down, take a seat; in dodging a spear, Il. 22.275; fig., of the sinking of the scale, κῆρες ἐπὶ χθονὶ ἑζέσθην, Il. 8.74.

Spanish (DGE)

• Morfología: pres. imper. ἕζευ Il.24.522, Call.Fr.228.47; aor. pas. subj. ἑσθῶ S.OC 195; para las formas εἷσα, εἱσάμην, εἵσομαι, εἷμαι y ἕσαι v. ἵζω
I 1sentarse
a) de pers., dioses c. ἐπί indic. sobre lo que uno se sienta ἕζεο τῷδ' ἐπὶ δίφρῳ Il.6.354, ἐπὶ θρόνου Il.24.522, κἀπὶ σεμνὸν ἑζόμην βάθρον S.OC 100, ὄργανον ... ἐφ' ὃ ἑζομένη Hp.Mul.2.181, ἐπὶ κλιντῆρι Theoc.2.113, c. otros giros prep. ἕζετο δ' εἰνὶ θρόνῳ Il.15.150, κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε Od.3.389, κατ' Ὄλυμπον Q.S.10.335, ἔς ῥα θρόνους ἕζοντο Od.4.51, sólo c. ac. εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενον S.Ai.249, c. dat. ἑζομένη δελφῖνι Nonn.D.6.308, ἑζομένην λοφιῇσιν Nonn.D.13.443, c. constr. pred. ἐγὼ οὐδ' οἵδε παῖδες ἑζόμεσθ' ἐφέστιοι S.OT 32
c. giro prep. de junto a quien o a lo que uno se sienta παρὰ σταθμοῖσιν ἐπ' οὐδοῦ ἑζόμεθ' Od.10.63, Διὸς μεγάλου ποτὶ βωμόν Od.22.379, παρ' αὐτὸν ἑζομένη Od.23.99, Διὸς παρὰ θρόνον E.Fr.620, παρὰ τοῖν ποδοῖν I.AI 18.187
abs. ἄμφω δ' ἑζομένω Il.3.211, ἦ 'σθῶ; ¿debo sentarme? S.l.c., δαίνυνθ' ἑζόμενοι A.R.2.305, ἄμφω ἕζονται Luc.Syr.D.31
c. adv. o sintagma adverbial ἑζομένη δὲ κατ' αὖθι Od.21.55, Θέμιστι ἐγκλιδὸν ἑζομένῃ h.Hom.23.3, ἐν σκιῇ ἑζόμενον sentándose a la sombra Hes.Op.593, αὐτίκα ἕζετ' Pi.I.6.56, ἕζεο δὴ τηνεί Theoc.Ep.4.13, μέσῳ ἕζεται Luc.Astr.10;
b) de anim. voladores posarse Θρηικία χελιδὼν ἐπὶ βάρβαρον ἑζομένη πέταλον Ar.Ra.682, del coro de aves ἑζόμενος μελίας ἔπι φυλλοκόμου Ar.Au.742, de insectos ἑζόμεναι λιγυροῖσιν ἐπὶ στομάτεσσι μέλισσαι AP 2.1.386 (Christod.).
2 fig. establecerse, asentarse c. ac. τόδ' ἕζετο μαντεῖον A.Eu.3, c. giro prep. ἐς ... Κολοφῶνα ... ἑζόμεθ' Mimn.12.4, ἕζευ ... ἐπ' Ἄθω κολώναν Call.l.c., cf. Opp.H.1.327
situarse, colocarse c. ἐκ y gen. ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε situaos fuera del centro (de nuestra contienda), Hdt.8.22.
II c. énfasis en el mov. ‘hacia abajo’
1 caer al suelo ὁ δ' ἕζετο χεῖρε πετάσσας ἄμφω Il.14.495
bajar hasta el suelo, hundirse αἱ μὲν Ἀχαιῶν κῆρες ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ ἑζέσθην las Keres (en la psicostasia) de los aqueos bajaron hacia la tierra feraz, Il.8.74.
2 agacharse, agazaparse ἕζετο γὰρ προϊδών Il.22.275, Ὀδυσσεὺς ἕζετο κερδοσύνῃ Od.14.31, ἑζόμενος aganchádose para orinar, Hes.Op.731.

• Etimología: Pres. secundario (el primario es ἵζω < *si-sd-ō, como lat. sīdō), formado sobre ἑζόμην, antiguo aor. red. < *se-sd-o-mān, cf. av. opt. ha-zd-yāt, de la r. *sed-; cf. tb. gót. satjan, aesl. sěděti, etc.

Greek Monolingual

ἕζομαι 1. κάθομαι
2. σταματώ, μένω σ' έναν τόπο
3. (για ζυγό) γέρνω προς τη γη
4. πέφτω στο έδαφος, καταρρέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματικός ενεστώτας έζομαι (< sed-jo-mai), με σημασία «είμαι καθισμένος» μάλλον παρά «κάθομαι», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sed «καθίζω, παίρνω θέση, κάθομαι». Ο παρατατικός εζόμην (αντί ειζόμην), που λειτουργεί και ως αόριστος, σχηματίζεται με τη μηδενισμένη (sd-) βαθμίδα της ρίζας sed- είτε με αναδιπλασιασμό (se-sd- πρβλ. αβεστ. ha-zd-yāt) είτε με αύξηση (e-sd-), οπότε η δάσυνση είναι αναλογική. Ο μεταβιβαστικός θεματικός ενεστώτας ίζω προήλθε από si-sd-ō (πρβλ. λατ. sīdō, ουμβρ. sistu, αρχ. ινδ. sīdati). To έζομαι «είμαι καθισμένος» και το μεταβιβαστικό ίζω «καθίζω κάποιον», που συνήθως απαντούν ως σύνθετα με την πρόθεση κατά, αντιστοιχούν προς τα sitzen «είμαι καθισμένος», setzen «καθίζω» (στατικά: δυναμικά) ρήματα της Γερμανικής (πρβλ. και λατ. sedēre, sedāre, αρχ. σλαβ. sěděti, γοτθ. satjan). Τέλος στην ίδια ρίζα ανάγεται πιθ. και το ρήμα ιδρύω].

Greek Monotonic

ἕζομαι: (√ΕΔ), παρατ. και αόρ. βʹ ἑζόμην, Παθ. αόρ. αʹ ἕσθην· καθίζω τον εαυτό μου, κάθομαι, ἐν λέκτρῳ, ἐπὶ δίφρῳ, κατὰ κλισμούς, σε Όμηρ.· ἐπὶ χθονὶ ἑζέσθην, κατέβηκαν στη γη, καταδύθηκαν από ένα ζεύγος σκάλες, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. καθέζομαι.
II. δεν υπάρχει Ενεργ. ενεστ., ἕζω, θέτω, τοποθετώ· αν και, όπως και αυτό, έχουμε μτβ. τύπους εἷσα, Μέσ. εἱσάμην, Μέσ. μέλ. εἵσομαι, Παθ. παρακ. εἷμαι· βλ. εἷσα.

Russian (Dvoretsky)

ἕζομαι: med. к *ἕζω.