ἐνέπω
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
English (LSJ)
lengthd. ἐννέπω, both forms in Hom. and Pi. (
A ἐνν- P.9.96, ἐν- N.6.59), ἐνν- Sapph.Supp.4.2; in Trag. only ἐνν-, exc. E in lyr., as Hipp.572,580 (anap.), Heracl.95 (lyr.), al.: pres. is used by Hom. only in imper. ἔννεπε, opt. ἐνέποιμι Od.17.561, part. ἐνέπων, also 3sg. impf. ἔννεπε; pres. ind. not before Pi. ll. cc.; inf. Boeot. ἐνέπιν Corinn.Supp.2.73: impf. ἤνεπον Pi.N.10.79, Oall.Fr. 1.58P.: aor. 2 ἔνισπον, ἔνισπες Il.24.388, ἔνισπε 2.80; imper. ἐνίσπες Il.11.186, 14.470, Od.3.101, A.R.1.487, ἔνισπε Od.4.642, A.R.3.1; subj. ἐνίσπω Il.11.839; opt. ἐνίσποις, -οι, Od.4.317, Il.14.107; inf. ἐνισπεῖν Od.4.323: fut. ἐνισπήσω 5.98, ἐνίψω 2.137, al. Pres. ἐνίσπω in later Poets, as Nic. Th.522, D.P.391:—tell or tell of, Διὸς δέ σφ' ἔννεπε μῦθον Il.8.412; τὸν Ἕκτορι μῦθον ἐνίσπες 11.186; νημερτέα πάντ' ἐνέποντα Od.17.549; εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρὸς ἐνίσποις if thou couldst tell me any tidings of my father, 4.317; ἄνδρα μοι ἔννεπε tell me the tale of... 1.1; τίς . . ἄριστος ἔην, σύ μοι ἔννεπε, Μοῦσα Il.2.761; μνηστήρων . . θάνατον καὶ κῆρ' ἐνέπουσα Od.24.414: abs., tell news or tales, πρὸς ἀλλήλους ἐνέποντε 23.301, cf. S.El.1439 (lyr.): freq. in Tragg., who use ἐννέπω as a pres. to the aor. εἰπεῖν (aor. ἔνισπον only in imper. ἔνισπε A.Supp.603, inf. ἐνισπεῖν E.Supp.435); ἐνν.τινὶ ὅτι . . S.El.1367. 2 simply, speak, μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων Hes.Op. 194, cf. A.Ch.550; πρὸς τίν' ἐννέπειν δοκεῖς; S.Tr.402. 3 c. acc. et inf., bid one do so and so, Pi.P.9.96, S.OT350, OC932. 4 call, name, ἀγώνων, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς Pi.N.6.59; ἐνν. τινὰ δοῦλον E.HF270. 5 address, accost, τινά S.Aj.764. (In Hom. ἐνέπω, ἐννέπω, ἐνισπεῖν (Subst. ἐνοπή), = tell, relate; ἐνίπτω and ἐνίσσω (qq. vv., cf. ἐνῑπή), reprove, upbraid; Pi. and later Ep. used ἐνίπτω, = ἐνέπω.) (For the root, v. ἔσπον.)
German (Pape)
[Seite 838] u. ἐννέπω (εἰπεῖν, vgl. Buttm. Lexil. I p. 279 ff), im praes.; bei Hom. optat., imperat. u. part. praes.; Pind. N. 3, 72 u. sp. D., wie Ep. ad. 52 (V, 100); ansagen, erzählen, μῦθον, νημερτέα πάντα, Il. 8, 412 Od. 17, 549; ὄσσα μνηστήρων θάνατον καὶ κῆρ' ἐνέπουσα 24, 414; ἄνδρα μοι ἔννεπε, sage den Mann mir an, verkünde mir vom Manne, 1, 1; Pind. u. Tragg. (stets ἐννέπω); τοὔνειρον Aesch. Ch. 543; anreden, τινὰ μύθοισι σκολιοῖς Hes. O. 192; Soph. Ai. 751; τινὰ δοῦλον, Einen einen Sklaven nennen, Eur. Herc. fur. 270; gleichbedeutend dem einfachen εἰπεῖν, ohne Casus, Il. 2, 761 Od. 23, 301; φρονούντως πρὸς φρονοῦντας Aesch. Suppl. 201; σαφέστερον 908; πρός τινα Soph. Tr. 401 u. öfter, wie Eur.; auch Azionic. Ath. VIII, 342 (v. 7); – ἄγειν τινά, befehlen, Soph. O. C. 936; das fut. ἐνισπήσω u. ἐνίψω wie den aor. ἐνισπεῖν s. unter ἐνίσπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνέπω: καὶ ἐν ἐπιτάσει, ἐννέπω, ἀμφότεροι οἱ τύποι παρ’ Ὁμ. καὶ Πινδ., παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. Ποιηταῖς μόνον τὸ δεύτερον, ἐξαιρουμένων τῶν λυρικῶν χωρίων τοῦ Εὐρ., ὡς Ἱππολ. 573, 580, Ἡρακλ. 96, κλ. Ὁ ἐνεστ. εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ τὴν προστ. ἔννεπε, τὴν εὐκτ. ἐνέποιμι (Ὀδ. Ρ. 561), τὴν μετοχ. ἐνέπων, καὶ τὸ γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. ἔννεπε· ἡ ὁριστ. τοῦ ἐνεστ. δὲν ἀπαντᾷ πρὸ τοῦ Πινδ. Εἰς ταῦτα προσθετέον τὸν ἀόρ. β΄ ἔνισπον, οὗ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ ἔνισπες (Ἰλ. Ω. 388), τὸ ἔνισπε ἢ -εν (Β. 80, Ζ. 438), τὴν προστακτ. ἐνίσπες κατὰ τὸ σχές, θές), (Λ. 186, Ξ. 470, Ὀδ. Γ. 101), ἀλλ’ ἔνισπε (Δ. 642), ὑποτακτ. ἐνίσπω (Ἰλ. Λ. 839), εὐκτ. ἐνίσποις, οι (Ὀδ. Δ. 317, Ἰλ. Ξ. 107), ἀπαρεμφ. ἐνισπεῖν (Ὀδ. Δ. 323): μέλλ. ἐνισπήσω (Ε. 98) καὶ ἐνίψω (ἴδε ἐν τέλει). Ἐνεστώς τις ἐνίσπω εἶναι ἐν χρήσει παρὰ μεταγενεστέροις Ποιηταῖς ὡς Διον. Π. 391, Νικ. Θηρ. 522· ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις οἱ τύποι οἱ συνήθως ἀναφερόμενοι εἰς τὸ ἐνίσπω ἀνήκουσιν εἰς τὸν ἀόρ. β΄. Πιθαν. τὸ ἐνέπω εἶναι ἐκτεταμένος μόνον τύπος τοῦ *ἔπω, εἰπεῖν (ἴδε ἐν τέλει), λέγω, διηγοῦμαι, Διὸς δὲ σφ’ ἔννεπε μῦθον Ἰλ. Θ. 412· τὸν Ἕκτορι μῦθον ἐνίσπες Λ. 186· νημαρτέα πάντ’ ἐνέποντα Ὀδ. Ρ. 549· εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρὸς ἐνίσποις, ἂν θὰ ἠδύνασο νὰ μοὶ εἴπῃς ἀγγελίαν τινὰ περὶ τοῦ πατρός μου, Δ. 317· ἄνδρα μοι ἔννεπε, εἰπέ μοι τὴν ἱστορίαν τοῦ..., Α. 1· τίς τ’ ἂρ τῶν ὄχ’ ἄριστος ἔην, σύ μοι ἔννεπε, Μοῦσα Ἰλ. Β. 761· μνηστήρων... θάνατον καὶ κῆρ’ ἐνέπουσα Ὀδ. Ω. 414· ἀπολ., διηγοῦμαι, ἐξιστορῶ, τερπέσθην μύθοισι, πρὸς ἀλλήλους ἐνέποντε. ἡ μὲν ὅσ’ ἐν μεγάροισιν ἀνέσχετο... αὐτὰρ ὁ διογενὴς Ὀδυσεὺς ὅσα κήδε’ ἔθηκεν ἀνθρώποις Ὀδ. Ψ. 301 κἑξ., πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1439: ― συχν. παρὰ Τραγ. οἵτινες μεταχειρίζονται τὸ ἐννέπω ὡς ἐνεστ. τοῦ ἀορ. εἰπεῖν (ὁ ἀόρ. ἔνισπον ἀπαντᾷ μόνον κατὰ προστακτ. ἐνίσπε Αἰσχύλ. Ἱκ. 603, ἀπαρεμφ. ἐνισπεῖν Εὐρ. Ἱκ. 435)· σφῷν δ’ ἐννέπω γε τοῖν παρεστώτοιν ὅτι Σοφ. Ἠλ. 1367. 2) ἁπλῶς ὁμιλῶ, μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων Ἡσ. Ἕργ. κ. Ἡμ. 192· καὶ παρὰ Τραγ., ὡς παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 550, Σοφ. ἐν Τραχ. 402. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., λέγω, παραινῶ, κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρόν... καλὰ ῥέζοντ’ ἔννεπεν Πινδ. Π. 9. 171· ὁ μὲν γὰρ (πατὴρ) αὐτὸν ἐννέπει· τέκνον, κτλ., Σοφ. Αἴ. 764· κλαίω, Ο. Τ. 350, Ο. Κ. 932. 4) καλῶ, ὀνομάζω, τοὺς ἐνέπεσιν ἱερούς, οὓς καλοῦσιν ἱερούς, Πινδ. Ν. 6. 102· ἐνν. τινὰ δοῦλον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 270. 5) = προσεννέπω, προσαγορεύω, Σοφ. Αἴ. 764. Ὁ Βουττμ. ἐν Λεξιλόγῳ ἐν λέξει ἀνήνοθεν 15 κἑξ., ἀποδεικνύει ὅτι παρ’ Ὁμήρ. οἱ τύποι ἐνέπω, ἐννέπω, ἐνισπεῖν (μετὰ τοῦ οὐσιαστ. ἐνοπὴ) σημαίνουσιν ἀείποτε λέγω, ἀφηγοῦμαι, οἱ δὲ ἐνίπτω καὶ ἐνίσσω (μετὰ τοῦ οὐσιαστ. ἐνῑπὴ) ἀείποτε, μέμφομαι, ψέγω, ἐπιτιμῶ, ἂν καὶ ὁ Πίνδ. καὶ οἱ μεταγεν. Ἐπικοὶ μεταχειρίζονται τὸ ἐνίπτω = ἐνέπω, ἴδε ἐνίπτω: τὸ ἐνίψω φαίνεται ὅτι ἐχρησίμευεν ὡς μέλλων ἀμφοτέρων τῶν ῥημάτων, τοῦ μὲν ἐνέπω ἐν Ὀδ. Β. 137 ὣς οὐ τοῦτον ἐγώ ποτε μῦθον ἐνίψω, Λ. 148 νημερτὲς ἐνίψι, τοῦ δὲ ἐνίπτω ἐν Ἰλ. Η. 447 ὅ τις ἔτ’ ἀθανάτοισι νόον καὶ μῆτιν ἐνίψει; (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἔσπον).
French (Bailly abrégé)
v. ἐννέπω.
English (Autenrieth)
and ἐννέπω (root σεπ), imp. ἔννεπε, opt. ἐνέποιμι, part. ἐνέπων -οντα, -οντε, -τες, fem. -ουσα, ipf. ἔννεπε, aor. ἔνισπον, ἔνισπες, ἔνισπε, opt. -οις, -οι, subj. -ω, -ῃ, imp. ἔνισπε and ἐνίσπες, inf. -εῖν, fut. ἐνίψω and ἐνισπήσω: relate, reg. w. acc. of the thing which forms the theme of the narration, μῦθον, ὄνειρον, ἄνδρα, Od. 1.1; μύθοισιν τέρποντο πρὸς ἀλλήλους ἐνέποντες (sc. μύθους), Il. 11.643, Od. 23.301.
English (Slater)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): frec. poét. ἐννέπω
• Morfología: [impf. 3a sg. ἤνεπε Pi.N.10.79; fut. ἐνισπήσω Od.5.98, ἐνίψω Od.2.137; aor. 2a sg. ἔνισπες Il.24.388, 3a sg. ἔνισπε Il.2.80, imperat. 2a sg. ἐνίσπες Il.11.186, 14.470, Od.3.101, A.R.1.487, 3a sg. ἔνισπε Od.4.642, A.R.3.1, 2a plu. ἔσπετε Hes.Th.114, h.Hom.32.1, subj. 1a sg. ἐνίσπω Il.11.839, opt. 2a sg. ἐνίσποις Od.4.317, 3a sg. ἐνίσποι Il.14.107, inf. ἐνισπεῖν Od.4.323. Pres. ind. sólo después de Pi.]
I c. ac. del significante
1 referir, comunicar c. dat. de pers. Διὸς δέ σφ' ἔννεπε μῦθον y de Zeus les comunicaba la palabra, Il.8.412, τὸν Ἕκτορι μῦθον ἐνίσπες comunica a Héctor este mensaje, Il.11.186, cf. 839, εἴ τινά μοι κληδόνα πατρὸς ἐνίσποις Od.4.317, tb. sin dat. νημερτέως τὸν μῦθον ἐνισπήσω Od.5.98, cf. 2.137, τῶν ὄνομ' ἀργαλέον πάντων βροτὸν ἄνδρα ἐνισπεῖν arduo intento referir un mortal el nombre de todos ellos Hes.Th.369, καὶ δὶς γὰρ, ὃ δεῖ, καλόν ἐστιν ἐνισπεῖν pues incluso es bueno comunicar dos veces aquello que conviene Emp.B 25.
2 expresar, proferir, pronunciar, enunciar νῦν δ' εἴη ὃς τῆσδέ γ' ἀμείνονα μῆτιν ἐνίσποι ¡ojalá hubiera ahora quien expresara un plan mejor que éste!, Il.14.107, χρεισμὼς ἐνέπειν pronunciar oráculos Corinn.1(a).3.34, κεῖνον, ὦ χρυσόθρονε Μοῦσ', ἔνισπες ὕμνον Lyr.Adesp.35.1, cf. Eleg.Alex.Adesp.Halic.1, οἱ ζῶντες μακαρισμὸν ἀπὸ στομάτων ἐνέποντες Orac.Sib.13.117.
3 uso predic. llamar, nombrar, denominar ἀγώνων, ... τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς de las competiciones a las que llaman sacras Pi.N.6.59, οἱ δ' ἐνέπουσι Χίον a la patria de Homero AP 16.296 (Antip.), c. dos ac. ἐπεί σ' ἔπαυσ' ἂν δοῦλον ἐννέποντά με pues te hubiera impedido llamarme esclavo E.HF 270, Ἥρην μὲν Χαρίτων ἱερὴν ἐνέπουσι τιθήνην Colluth.88, cf. A.R.1.1148, ὁπλοτέρων ἐνέπουσα μετήορα δήνεα φωτῶν AP 11.356, cf. Nic.Fr.85, Nonn.Par.Eu.Io.19.14.
II c. ac. de los significados
1 relatar, narrar, contar ὥς μοι καλὰ τὸν οἶτον ἀπότμου παιδὸς ἔνισπες ¡qué noblemente me has relatado el óbito de mi infortunado hijo!, Il.24.388, Μοῦσά μοι ἔννεπε ἔργα h.Ven.1, καί μοι νημερτὲς ἐνίσπες y dime la verdad, Il.14.470, Od.3.101, cf. 4.642, h.Cer.71, τὸν ὄνειρον Il.2.80, λυγρὸν ὄλεθρον Od.4.323, cf. 24.414, νημερτέα πάντ' Od.17.549, cf. Nonn.D.7.157, c. pron. neutr. ταῦτά μοι ἔσπετε Μοῦσαι contadme esas cosas (las generaciones de los dioses), ¡oh Musas! Hes.Th.114, cf. h.Hom.32.1, Sapph.15(b).10, E.El.1151, A.R.1.487, Ἑρμείῃ τοῦτ' ἐνέποντι πιθοῦ confía en Hermes que lo ha contado, AP 16.227
•frec. introd. estilo directo o una interr. ψαύων κεφ[αλ] ᾶς ἐνέπει· tocando la cabeza dice: B.27.35, cf. S.Ai.764, ἀλλήλοισι διηνεκέως ἐνέποντες· Q.S.14.116, τίς ... ἄριστος ἔην, σύ μοι ἔννεπε, Μοῦσα Il.2.761, ἔνισπε δ' ἥμιν ποῖ κεκύρωται τέλος A.Supp.603, cf. S.Ai.12, E.Hipp.572, tb. c. or. de inf. ἔνθ' ἐνέπουσι Διὸς Νυσήιον υἷα ... ὀργιάσαι A.R.2.905, cf. Nic.Th.10, o c. ὅτι: σφῷν δ' ἐννέπω ... ὅτι νῦν καιρὸς ἔρδειν a ambos os digo que es ahora el momento oportuno de obrar S.El.1367.
2 c. ac. de héroes o dioses hablar de o sobre ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα Od.1.1, Μοῦσαι ... Δί' ἐννέπετε Hes.Op.2.
III abs.
1 hablar c. dat. instrum. μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων Hes.Op.194, cf. Stesich.Fr.Lille 232, c. adv. σκολιῶς ἐνέποντες hablando retorcidamente Hes.Op.262, ἑξείης ἐνέποντος A.R.2.771, cf. Nonn.D.22.88, αὐτὸς δ' ἂν τὸ πάροιθεν ἐπιφρασθεὶς ἐνέποιμι yo mismo podría hablar tras haberlo planeado antes A.R.2.1059.
2 poner de manifiesto, afirmar ὡς τοὔνειρον ἐννέπει según pone de manifiesto este sueño A.Ch.550, εἰδότες ὡς ἐνέπουσιν como afirman los conocedores Call.Fr.178.27.
IV c. énf. en otros valores deriv. del preverb.
1 c. cierto valor iter., op. al verb. simple, c. or. de inf. repetir, reiterar εἶπον μὲν ... πρόσθεν, ἐννέπω δὲ νῦν, τὰς παῖδας ... δεῦρ' ἄγειν τινά te lo dije antes y lo repito ahora: que alguien traiga aquí a las muchachas S.OC 932
•conminar ἐννέπω σὲ τῷ κηρύγματι ... ἐμμένειν te conmino a que te atengas a la orden S.OT 350.
2 c. valor intens. aconsejar c. or. de inf. κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν ... ἔννεπεν aquel aconsejaba alabar incluso al enemigo Pi.P.9.96, θεοῖς δ' ἐνέπουσιν ἕπεσθαι ἀνθρώπους AP 5.100.
V c. énf. en la direcc. decir, hablar a o entre, dirigirse a c. πρός y ac. μύθοισιν τέρποντο πρὸς ἀλλήλους ἐνέποντες se recreaban con relatos, hablando entre ellos, Il.11.643, cf. Od.23.301, ἠπίως ἐννέπειν πρὸς ἄνδρα S.El.1439, πρὸς τίν' ἐννέπειν δοκεῖς; ¿a quién crees que hablas? S.Tr.402, cf. Q.S.7.378, c. dat. de pers. ἔνεπε δ' ἔνεπέ μοι habla y dirígete a mi E.Hipp.580, cf. Heracl.95.
• Etimología: Comp. de *en- y la r. *seku̯- ‘decir’, en grado ø: *en-sku̯-: aor. ἐνισπεῖν, cf. lat. inseque, airl. insce ‘discurso’, y sin preverbio, lituan. sekù, sèkti ‘decir’, aisl. segja, aaa. sagēn ‘decir’.
Greek Monolingual
ἐνέπω και ἐννέπω (Α)
1. διηγούμαι, αφηγούμαι («ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῡσα, πολύτροπον», Ομ. Οδ.)
2. μιλώ, συζητώ
3. υποδηλώνω («κτενῶν νιν, ὡς τοὔνειρον ἐννέπει τόδε», Αισχίν.)
4. μιλώ παραινετικά
5. καλώ, ονομάζω
6. αποτείνω τον λόγο.
Greek Monotonic
ἐνέπω: επιτετ. ἐννέπω, αόρ. βʹ ἔνισπον, προστ. ἐνίσπες και ἐνίσπε, μέλ. ἐνισπήσω και ἐνίψω· εκτετ. τύπος του *ἔπω, εἰπεῖν·
1. λέω, διηγούμαι, αναφέρω, αφηγούμαι, περιγράφω, σε Όμηρ., Τραγ.· απόλ., διηγούμαι, ανακοινώνω ειδήσεις ή εξιστορώ μύθους, σε Ομήρ. Οδ.
2. απλώς μιλώ, σε Ησίοδ., Τραγ.
3. με αιτ. και απαρ., προστάζω, παραγγέλλω, σε Σοφ.
4. αποκαλώ, ονομάζω, ἐνν. τινὰ δοῦλον, σε Ευρ.
5. = προσεννέπω, προσαγορεύω, προσφωνώ, τινά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνέπω: и ἐννέπω
1) рассказывать, повествовать (μῦθον Hom.; τοὔνειρον Aesch.): ἄνδρα μοι ἔννεπε Hom. поведай мне о муже;
2) звать, именовать (σύας τὸ Βοιώτιον ἔθνος Pind.; τινὰ δοῦλον Eur.);
3) обращаться с речью (τινά Hes. и πρός τινα Trag.);
4) просить, велеть (τινὰ ποιεῖν τι Pind., Soph.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: say, recount, announce (Il.). On the meaning Fournier Les verbes "dire" 47f.
Other forms: Aor. ἐνισπεῖν, ipv. pl. ἔσπετε (ep.), fut. ἐνισπήσω (ε 98), ἐνίψω (Η 447; for *ἐνέψω? Chantraine Gramm. hom. 1, 443), new present ἐνίπτω (Pi. P. 4, 201; cf. s. ἐνιπή)
Compounds: Also with preverb: ἐξ-, προσ-, παρ- etc.
Derivatives: ἄσπετος (s. v.); also θεσπέσιος, θέσπις (s. vv.). Note προσ-εψία (cod. -ιά; leg. -ις?) προσαγόρευσις H. - On ἐνοπή s. v.
Origin: IE [Indo-European] [897] *sekʷ- say
Etymology: The imperative ἔννεπε is identical with Lat. inseque, insece say, recount (with inquam, inquit); -νν- in this form metrical lengthening? (Solmsen Unt. 35, Chantraine Gramm. hom. 1, 100f.); or Aeolic assimilation from -νσ- (e. g. Schulze Q. 128 A. 2, 173, Lejeune Traité de phon. 110; also Schwyzer 300)? The zero grade of (σ)επ- (IE sekʷ̯-) in the aorist ἐνι-σπ-εῖν (ipv. ἔσπετε < *ἔν-σπ-ετε). On the preverb ἐν- Chantraine Rev. de phil. 68, 117, Schwyzer-Debrunner 457. A verbal noun is OIr. insce discourse < IE *en(i)-skʷ̯-iā; further in Celtic, e. g. OWelsh hepp inquit. In Lith. (dial.) sekù, sèkti (further in Balto-Slavic replaced by Lith. sakaũ, -ýti say, Russ. sočítь indicate). Here also in Germanic OWNo. segja, OS seggian etc. (OHG sagēn is innovation), PGm. pres. *saʒi̯ō < *saʒu̯i̯ō, IE *sokʷéi̯ō . Cf. W.-Hofmann s. inquam.
Middle Liddell
[a lengthd. form of *ἔπω, εἰπεῖν,]
1. to tell, tell of, relate, describe, Hom., Trag.:—absol. to tell news or tales, Od.
2. simply to speak, Hes., Trag.
3. c. acc. et inf. to bid one do so and so, Soph.
4. to call so and so, ἐνν. τινὰ δοῦλον Eur.
5. = προσεννέπω, to address, τινά Soph.