ευθύς

From LSJ
Revision as of 12:25, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source

Greek Monolingual

-εία, -ύ (ΑΜ εὐθύς, -εῑα, -ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς)
1. αυτός που έχει τη διεύθυνση της ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.)
2. (με ηθ. έννοια) δίκαιος, έντιμος, ειλικρινής
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐθεῑα
α) (ενν. οδός) ίσιος δρόμος («παρεξέκλινα μικρὸν ἐκ τῆς εὐθείας», Πρόδρ.)
β) (ενν. γραμμή) ίσια γραμμή («ἐπ' εὐθείας εἶναι», Αρχιμ.)
νεοελλ.
φρ. «κατ' ευθείαν» και απλοπ. τ. «κατευθείαν» ως επίρρ.
α) (για πορεία ή πλου) χωρίς ενδιάμεση στάθμευση
β) (για ενέργεια ή λόγο) αμέσως, χωρίς περιστροφές
γ) χωρίς παρέκκλιση, χωρίς παράκαμψη
μσν.
φρ. «κατ᾿ εὐθεῑαν» — με άμεσο συλλογισμό
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐθεῑα (ενν. πτῶσις)
η ονομαστική πτώση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθύ
α) η ονομαστική πτώση
β) η κατευθείαν διεύθυνση («κατ᾿ εὐθύ», «εἰς τὸ εὐθύ»)
γ) η πορεία σε ευθεία οδό
δ) η ευθύτητα του χαρακτήρα
3. φρ. α) «ἐπ' εὐθείας εἶμαι» — βρίσκομαι σε ευθεία γραμμή
β) «ἐξ εὐθείας παρέχω» — επιδρώ αμέσως
γ) «κατὰ τὸ εὐθὺ ἵσταμαι» — στέκομαι όρθιος
δ) «κατ' εὐθύ» — σε ισόπεδο έδαφος
ε) «τοῦ εὐθέος πλήρης» — έχοντας κουραστεί να πορεύεται την ευθεία οδό
στ) «ἀπὸ τοῦ εὐθέος λέγω» — μιλώ με παρρησία
ζ) «ἐκ τοῦ εὐθέος ὑπουργῶ» — φανερά, χωρίς επιφύλαξη προσφέρω υπηρεσίες. Επίρρ. Ι. ευθέως (ΑΜ εὐθέως)
1. αμέσως, ταχέως («εὐθίως δ' ἐγὼ κατ' ἴχνος ᾄσσω», Σοφ.)
2. κατευθείαν, ολόισια
II. ευθύς και ευτύς (ΑΜ εὐθύς, Μ και εὐτύς)
1. (χρονικό) αμέσως, χωρίς αναβολή
2. (με το ως) ευθύς ως
αμέσως μόλις
μσν.
κατωτέρω, εφεξής
αρχ.
1. (σε συνδυασμό με επιρρηματικές λέξεις) για δήλωση της άμεσης χρονικής ακολουθίας («εὐθὺς ἔτι βρέφος», Ευρ.)
2. (σπάν. τοπικό) κατευθείαν («τὴν δ' εὐθὺς Ἄργους κἀπιδαυρίας ὁδόν» — την οδό που οδηγεί κατευθείαν στο Άργος, Ευρ.)
3. (τροπικό) απλώς
4. παραδείγματος χάριν, για παράδειγμαὥσπερ ζῶον εὐθύς», Αριστοτ.)
III. εὐθύ (ΑΜ)
1. (τοπικό) σε ευθεία γραμμή, κατευθείαν («εὐθὺ πρὸς τὰ νυφικὰ λέχη», Σοφ.)
2. απέναντι ακριβώς
3. απλώς
4. (χρονικό) αμέσως, στη στιγμή («εὐθὺ τοῦτο κατάδηλον ἐγένετο», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δεν έχει αντίστοιχους τ. σε άλλες ΙΕ γλώσσες και πιθ. αποτελεί προϊόν συμφυρμού του τ. είθαραμέσως, ευθέως») με τον ομηρ. -ιων. τ. ιθύςευθύς»). Ήτοι το ευ- του τ. ευθύς φαίνεται πως προέκυψε από συμφυρμό του ει- του είθαρ προς το -υ- του ιθύς. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο τ. δημιουργήθηκε από το ιθύς με την επίδραση του επιρρ. εν.
ΠΑΡ. ευθέως, ευθύνω, ευθύτης
αρχ.
ευθυντός
μσν.
εύθειος
μσν.- νεοελλ.
ευθειάζω
νεοελλ.
ευθειακός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. λ. ευθυ-. (Β' συνθετικό) αρχ. μεσευθύς.