βράσσω

From LSJ
Revision as of 11:15, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βράσσω Medium diacritics: βράσσω Low diacritics: βράσσω Capitals: ΒΡΑΣΣΩ
Transliteration A: brássō Transliteration B: brassō Transliteration C: vrasso Beta Code: bra/ssw

English (LSJ)

Att. βράττω, aor.

   A ἔβρᾰσα Hp.Ep.23, etc.:—Pass., aor. ἐβράσθην Aret.SA1.5: pf. βέβρασμαι (v. infr.):—shake violently, throw up, of the sea, σκολόπενδραν… ἔβρασ' ἐπὶ σκοπέλους AP6.222 (Theodorid.); τὸν πρέσβυν… ἔβρασε… εἰς ἠϊόνα ib.7.294 (Tull.Laur.): —Pass., ὀστέα… βέβρασται… τῇδε παρ' ἠϊόνι ib.288 (Antip.), cf. Opp. H.1.779; boil, of surf, A.R.2.323, Opp.H.3.476; β. ὑπὸ γέλωτος shake with laughter, Luc.Eun.12.    2 winnow grain, Ar.Fr.271, Pl.Sph.226b.    3 abs., = βράζω, boil, interpol. in Gp.7.15.20; dub. sens. in Hp. l.c.    4 βράττειν· πληθύνειν, βαρύνειν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 461] od. βράττω, = βράζω, w. m. s. att. βράττω, so Plat. Soph. 226 b; Ar. bei Poll. 7, 24; fut. βράσω; 1) sieden, aufbrausen, bes. vom Meere, auswerfen, τί Theodorid. 1 (VI, 222); τινὰ εἰς ἠϊόνα Tull. Laur. 2 (VII, 294); ὀστέα βέβρασται Ant. Th. 61 (VII, 288); vgl. Nic. Al. 25. 359; ὕδωρ βρασσόμενον, aufsiedendes Wasser, Ap. Rh. 2, 323; so θάλασσα Opp. H. 2, 637, in heftige Bewegung gesetzt; ὑπὸ γέλωτος βράσσεσθαι Luc. Eun. 12. – Hierher zog Aristarch die Stelle Iliad. 10, 226 βράσσων νόος, welches βράσσων er = βρασσόμενος, d. i. ταρασσόμενος nahm; s. über die Homerische Enallage der Genera des Verbs Friedlaender Aristonic. p. 2 sqq., und vgl. unter βραδύς, βραχύς und βράσσων. – 2) vom Getreide, worfeln, nach Plat. Tim. ἀνακινεῖν ὥσπερ οἱ τὸν σῖτον καθαίροντες; s. Soph. 152 e; Geop.; vgl. ἔβρασεν Add. 1 (VI, 258). – 3) nach Poll. 5, 88 brummen, vom Bären.

Greek (Liddell-Scott)

βράσσω: Ἀττ. –ττω: ἀόρ. ἔβρᾰσα: -Παθ. ἀόρ. ἐβράσθην Ἀρετ. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5· πρκμ. βέβρασμαι· πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, ἐκ-βράσσω. Βιαίως σείω, ῥίπτω ἐπάνω, «βγάζω», ἐπὶ τῆς θαλάσσης, σκολόπενδραν … ἔβρασ’ ἐπὶ … σκοπέλους Ἀνθ. Π. 6, 222· τὸν πρέσβυν ... ἔβρασε ... εἰς ἠϊόνα αὐτόθι 7. 294. –Παθ., ὀστέα … βέβρασται … τῇδε παρ’ ἠϊόνι αὐτόθι 288. 2) λικμίζω σῖτον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 267, Πλάτ. Σοφ. 226B· -βραστέον Γεωπ. 3. 7, 1. ΙΙ. ἀπολ. ὡς τὸ βράζω, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 323, Ὀππ. Ἁλ. 2. 637. –Παθ., βράσσομαι ὑπὸ γέλωτος, σείομαι ἐκ τοῦ γέλωτος, «σκάνω ἀπὸ τὰ γέλοια», Λουκ. Εὐν. 12. (Τὸ β πιθανῶς παριστᾷ ϝ, ὡς φαίνεται ἐν τῇ Σλαυϊκῇ λέξει vrěti (fervere), Λεττ. virti (coquere), κτλ.).

French (Bailly abrégé)

f. inus., ao. ἔβρασα;
Pass. ao. ἐβράσθην, pf. βέβρασμαι;
vanner ; p. ext. secouer, agiter, remuer.
Étymologie: DELG pas d’étym. sûre.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω

• Morfología: [aor. ἔβρασε Nic.Al.25, part. βράσασα Hp.Ep.23, pas. subj. βρασθῇ Aret.SA 1.5.7; perf. pas. βέβρασται AP 7.288 (Antip.Thess.), part. βεβρασμένων Hsch.]
I intr.
1 de líquidos hervir, ebullir, borbotar μυχοῖσιν ἰσχίων βράσασα σὰρξ ... ἐκ δὲ πλήθους ἐκχέουσα (en el proceso fisiológico de la licuefacción de la carne por causa del calor innato), Hp.Ep.23, οἶνος Gp.7.15.20, cf. Hsch.
frec. en v. med.-pas. mismo sent. ἁλὸς κορθύεται ὕδωρ βρασσόμενον A.R.2.323, cf. Opp.H.2.637, 3.476, (ἡ κοίλη φλέψ) Gal.5.563, τὰ ἔνδον τοῦ θώρηκος Aret.l.c.
2 fig. de anim. removerse con agitación, rebullir ὑπὸ οὔθατα μόσχος βράσσει Nic.Al.358
en v. med.-pas. sacudirse γέλωτι σφοδρῷ ... βρασσόμενον sacudido por las carcajadas D.Chr.32.29, γῆς βρασσομένης Gr.Naz.M.35.741C, cf. Luc.Eun.12, Hsch.
II tr.
1 expulsar, lanzar violentamente ἔβρασεν ... νηδὺς πνεύματα Nic.Al.25, cf. 137, σκολόπενδραν ... πόντος ... ἔβρασ' ἐπὶ σκοπέλους AP 6.222 (Theodorid.), (θάλασσα) τὸν πρέσβυν ... ἔβρασε δ' ἐς κροκάλην πρώιον ἠιόνος AP 7.294 (Tull.Laur.), en v. pas. εὖτε ... ἐν δίνῃσι ... θαλάσσης βράσσηται πάμφυρτος ἀφυσγετός Opp.H.1.779, cf. AP l.c.
2 aventar el grano, Ar.Fr.282, Pl.Sph.226b, πολὺν ἔβρασεν ἄντλον AP 6.258 (Adaeus).
3 βράττειν· πληθύνειν, βαρύνειν Hsch.

• Etimología: Seguramente de origen onomat. o imitativo. Se ha rel. let. murdêt, lituan. murdýnas ‘hervir a borbotones’.

Greek Monolingual

βράσσω και βράττω (Α)
1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή
2. λιχνίζω
3. βράζω
4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» — χτυπιέμαι στα γέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ. murdet «κοχλάζω», λιθ. murdynas» «πηγή», murdyti «ταράσσω το νερό» κ.λπ.
ΠΑΡ. βράση (-ις) «βρασμός, βραστήραςβραστήρ)
αρχ.
βρασματίας, βρασματώδης, βρασμώδης, βράστης
μσν.
βράσμα
μσν.- νεοελλ.
βράστη, βραστός
νεοελλ.
βρασιά, βράσιμο, βραστάρι, βραστερός.
ΣΥΝΘ. αναβράζω, εκβράζω
αρχ.
εκβράζω, εκβράσσω, εμβράσσω, καταβράζω, ολιβράζω, προσβράσσω, υπερβράζω
νεοελλ.
αποβράζω, καλοβράζω, κουφοβράζω, κρυφοβράζω, μισοβράζω, νεροβράζω, ξαναβράζω, ξεβράζω, παραβράζω, σιγοβράζω].

Greek Monotonic

βράσσω: Αττ. -ττω, αόρ. αʹ ἔβρασα — Παθ. αόρ. αʹ ἐβράσθην, παρακ. βέβρασμαι,
1. κουνώ με δύναμη, σείω βίαια, ρίχνω επάνω, εκτινάσσω· για τη θάλασσα, βγάζω, ξεβράζω σε Ανθ.
2. λιχνίζω σιτηρά (διαχωρίζω δηλ. το σιτάρι απ' το άχυρο), σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

βράσσω: атт. βράττω
1) встряхивать, провеивать (β. καὶ διακρίνειν Plat.): ὑπὸ γέλωτος βράσσεσθαι Luc. трястись от смеха;
2) выбрасывать, швырять (πόντος ἔβρασέ τινα ἐπὶ σκοπέλους, ὀστέα βέβρασται παρ᾽ ἠϊόνι Anth.).

Frisk Etymological English

βράζω
Grammatical information: v.
Meaning: shake violently, agitate, boil (up), winnow (Ar.).
Other forms: Att. βράττω, also ἐκ-βρήσσω (Gal.), aor. βράσαι, ἐβράσθην, fut. βράσω, perf. βέβρασμαι. βράζειν be boiling τὸ ἡσυχῃ̃ ὀδύρεσθαι H.
Derivatives: βρασμός boiling, βράσμα id., βρασματίας upheaving (Posidon. a. o.; cf. μυκητίας σεισμός, σεισματίας Chantr. Form. 94f.), βράσις boiling (Orib.). - βράστης m. earthquake (Arist.), βραστήρ winnowing-fan (Gloss.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Bezzenberger BB 27, 152f. connected Latv. murdēt boil up, Lith. mùrdau, mùrdyti etwas im Wasser usw. rüttelnd behandeln. Uncertain.

Middle Liddell


1. to shake violently, throw up, of the sea, Anth.
2. to winnow grain, Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βράσσω in hevige beweging brengen:; σκολόπενδραν... πόντος... ἔβρασ ’ ἐπὶ σκοπέλους de zee smakte de scolopendra (een zeemonster) op de rotsige kust AP 6.222.2; ook pass.. βρασσόμενος ὑπ ’ αὐτοῦ (nl. γέλωτος) schuddend van het lachen Luc. 47.12.