λύσσα

From LSJ
Revision as of 15:15, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2a)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύσσᾰ Medium diacritics: λύσσα Low diacritics: λύσσα Capitals: ΛΥΣΣΑ
Transliteration A: lýssa Transliteration B: lyssa Transliteration C: lyssa Beta Code: lu/ssa

English (LSJ)

Att. λύττᾰ, ἡ,

   A rage, fury, in Hom. always of martial rage, κρατερὴ δέ ἑ λ. δέδυκεν Il.9.239; λ. ἔχων ὀλοήν ib.305; λ. δέ οἱ κῆρ αἰὲν ἔχε κρατερή 21.542.    2 after Hom., raging madness, frenzy, such as was caused by the gods, as that of 10, λύσσης πνεύματι μάργῳ A.Pr.883 (anap.); of Orestes, Id.Ch.287, E.Or.254, etc.; of the Proetides, B.10.102; of Bacchic frenzy, ἐλαφρὰ λ. E. Ba.851; θοαὶ Λύσσας κύνες, of the Furies, ib.977 (lyr.); λύσσῃ παράκοπος Ar.Th.680: strengthd., λ. μανιάς S.Fr.941.4; λύττα ἐρωτική Pl.Lg.839a; λ. alone, of raging love, Theoc.3.47; simply, rage, Phld.Ir.p.77 W.; fanaticism, περὶ τὰς αἱρέσεις Gal.8.148 (pl.).    3 personified, Λύσσα the goddess of madness, E.HF823.    II rabies, in dogs, X.An.5.7.26, Arist.HA604a5, Gal.1.296; in horses, Porph. Abst.3.7.    2 the worm under the tongue of dogs, removed from the belief that it produces rabies, Plin.HN29.100.

German (Pape)

[Seite 72] ἡ, att. λύττα, Wuth; in der Il. von wildem Kriegsmuth, Kampfwuth, κρατερἡ δέ ἑ λύσσα δέδυκεν, Il 9, 239, λύσσαν ἔχων ὀλοήν, 305, vgl. 21, 542; bei den Folgdn Raserei, auch von jeder heftigen Leidenschaft, Aesch. Prom. 885 Ch. 286; μαινάς, Soph. frg. 678; θεομανεῖ λύσσῃ δαμείς, Eur. Or. 843, öfter; auch personificirt, Herc. Fur. 823 ff.; λύσσῃ παράκοπος Ar. Thesm. 681; sp. D., wie in Prosa, λύσσαι οἰστρώδεις Plat. Tim. Locr. 102 e, λύττης ἐρωτικῆς καὶ μανίας Legg. VIII, 839 a. – Bes. von der Hundswuth, ἔδεισαν, μὴ λύσσα τις ὥςπερ κυσὶν ἡμῖν ἐμπεπτώκοι Xen. An. 5, 7, 26; Plut.; auch der sogenannte Tollwurm unter der Zunge der Hunde, Plin. H. N. 29, 5, 32.

Greek (Liddell-Scott)

λύσσᾰ: Ἀττ. λύττα, ἡ μανία, ὀργή, ὁρμή, Λατ. rabies, ἐν τῇ Ἰλιάδι ἀείποτε ἐπὶ πολεμικῆς μανίας, κρατερὴ δέ ἑ λύσσα δέδυκεν Ι. 239 λύσσαν ἔχειν ὀλοὴν αὐτόθι 305· λ. δέ οἱ κῆρ αἱὲν ἔχε κρατερὴ Φ. 542. 2) μεθ’ Ὅμ., μανιώδης ὁρμή, μανία, παραφροσύνη, οἵαν οἱ θεοὶ ἐπέφερον ὡς ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, λύσσης πνεύματι μάργῳ Αἰσχύλ. Πρ. 883· ἐπὶ τοῦ Ὀρέστου, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 288, Εὐρ. Ὀρ. 254, κτλ.· οὕτως ἐπὶ βακχικῆς μανίας, ἐλαφρὰ λ. ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 851· θοαὶ λύσσης κύνες, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, αὐτόθι 977· λύσσῃ παράκοπος Ἀριστοφ. Θεσμ. 681· ἐπιτεταμ., λ. μαινὰς Σοφ. Ἀποσπ. 678· λύττα ἐρωτικὴ Πλάτ. Νόμ. 839A· λύσσα, μόνον, ἐπὶ ἐρωτικῆς μανίας, Θεόκρ. 3. 47. 3) προσωποπ., Λύσσα ἡ θεὰ τῆς λύσσης, τῆς μανίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 823. ΙΙ. κυνικὴ μανία, «λύσσα», Ξεν. Ἀν. 5. 7, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 1. 2) ὁ ὑπὸ τὴν γλῶσσαν τῶν κυνῶν σκώληξ ἀφαιρούμενος ἐπειδὴ ἐπιστεύετο ὅτι παρῆγε τὴν λύσσαν, Πλίν. 29. 32. (Ἐντεῦθεν παράγονται τὰ ῥήματα λυσσάω, λυσσαίνω, κτλ.· ὁ Bopp παραβάλλει Σανσκρ. rush-yâmi (irasci, furere), rush (ira, furor).)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
att. λύττα;
rage :
1 rage des chiens;
2 rage ou fureur belliqueuse;
3 rage, fureur, frénésie.
Étymologie: DELG de λύκος.

English (Autenrieth)

martial rage. (Il.)

Greek Monolingual

η (AM λύσσα, Α αττ. τ. λύττα)
1. οξύ, κατά κανόνα θανατηφόρο, ιογενές λοιμώδες νόσημα του κεντρικού νευρικού συστήματος που μεταδίδεται μεταξύ τών κατοικίδιων σκύλων και άγριων σαρκοφάγων ζώων με δάγκωμα
2. παράφορη οργή, ακατάσχετη μανία (α. «μού επιτέθηκε με λύσσα» β. «λύσσαν τε καὶ ματαίους ἐκ νυκτῶν φόβους κινεῑν», Αισχύλ.
γ. «λύσσα δὲ oἱ κῆρ αἰέν ἔχε κρατερή», Ομ. Ιλ.)
3. φανατισμός
νεοελλ.
(για χαρακτηρισμό φαγητού) πολύ αλμυρό
νεοελλ.-μσν.
κάθε υπερβολικό πάθος για κάτι
αρχ.
1. έκφυση κάτω από την γλώσσα τών σκύλων, την οποία αφαιρούσαν γιατί πίστευαν ότι από αυτήν προερχόταν η νόσος λύσσα
2. ως κύριο όν. ἡ Λύσσα
προσωποποίηση της μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λύσσα < λυκ- (πρβλ. γλῶσσα < γλωχ-) κατά την επικρατέστερη άποψη είναι παράγωγο του θέματος της λ. λύκος (βλ. λ. λύκος) και θεωρείται η τυπική ασθένεια του λύκου. Ορισμένοι μάλιστα εκλαμβάνουν τη λ. ως θηλυκό του λύκος και τήν ερμηνεύουν «λύκαινα», συνδέοντάς την με αρχ. ινδ. vrkī-. Ωστόσο, πρόκειται μάλλον για αφηρημένο ουσιαστικό ή για όνομα που δηλώνει τον δράστη ενέργειας (πρβλ. φύζα). Κατ' άλλη άποψη, η λύσσα θεωρείται «ο δαίμων που μπορεί να μεταμορφώσει τον σκύλο σε λύκο». Άλλοι, τέλος, συνδέουν τη λ. με τη φράση και τις γλώσσες που παραδίδει ο Ησύχιος «λευκαὶ φρένες
μαινόμεναι, λαμπραί», «λυκεῖον
φοβερόν» και το ρ. «ἀλύσσειν
τρέμειν», καθώς και με το αρχ. ινδ. ruc- «φως» και όλη τη λεξιλογική ομάδα του λευκός, από το γεγονός ότι η λύσσα κάνει τα μάτια να λάμπουν, να σπινθηροβολούν —απόψεις όμως που είναι ελάχιστα πιθανές.
ΠΑΡ. λυσσαλέος, λυσσώ (I), λυσσώδης
αρχ.
λυσσαίνω, λυσσάς, λυσσηδόν, λυσσήεις, λυσσήρης, λυσσώ (II)
αρχ.-μσν.
λυσσητήρ
μσν.
λυσσάγρα, λυσσάριος
μσν.- νεοελλ.
λυσσάζω, λυσσάρης
νεοελλ.
λυσσιακό, λυσσικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λυσσόδηκτος, λυσσομανής
αρχ.
λυσσοδίωκτος, λυσσοφόρος, λυσσώπις
μσν.
λυσσόγερος, λυσσοδάκτης, λυσσομάμουδο
μσν.- νεοελλ.
λυσσομαχώ
νεοελλ.
λυσσιατρείο, λυσσίατρος, λυσσοφοβία
(Β' συνθετικό) αρχ. άλυσσος, κυνόλυσσος.

Greek Monotonic

λύσσᾰ: Αττ. λύττᾰ, ἡ,
1. μανία, οργή, ορμή, κυρίως πολεμική μανία, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μετά τον Όμηρο, μανιώδης ορμή, μανία, παραφροσύνη, σε Τραγ.
II. λύσσα σκύλου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λύσσᾰ: атт. λύττᾰ ἡ
1) ярость, неистовство (κρατερή Hom.);
2) порыв, исступление, неукротимая страсть (ἐρωτική Plat.);
3) собачье бешенство Xen., Arst.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: (martial) rage, fury, frenzy (Il.), rabies (X., Arist.).
Other forms: Att. λύττα
Compounds: Some compp., e.g. λυσσο-μανής mad for rage (AP), ἄ-λυσσος λυσσα healing' (Paus.), ἄ-λυσσον n. name of a plant, of which the seeds were used against rabies (Strömberg Pflanzennamen 91). -
Derivatives: λυσσάς f. raging (E.), λυσσ-ώδης (N 53 u.a.), -αλέος (A. R., Man.), -ήρης (Orph., Man.), -ήεις (H.) id.; λυσσηδόν adv. (Opp.). Denomin. verbs: 1. λυσσάω, -ττάω rage, rave, be mad (Hdt., Ar., S., Pl.) with λυσσητήρ adjunct of κύων (Θ 299; cf. AP 5, 265; on the meaning Benveniste Noms d'agent 37), and λυσσητής, Dor. -ατάς (Anth.) raging, λυσσ-ητικός id. (Ael.), -ήματα pl. attacks of rage (E.); 2. λυσσαίνω rage, rave (S.); 3. λυσσόομαι become raging (Ps.-Phoc.).
Origin: IE [Indo-European] [687] *luk- light or from *luk- wolf?
Etymology: Formation like ὄσσα, γλῶσσα, αἶσα a. o., so first a moviertes fern., though verbal connection is possible (Schwyzer 474, Chantraine Form. 99); further uncertain. Since F. Hartmann KZ 54, 287ff. usu. explained as "the she-wolf" and identified with Skt. vr̥kī́ḥ, OWNo. ylgr id.; cf. Porzig Satzinhalte 349 f. ("the demoness, which makes the dog to a wolf, is herself a she-wolf"), Ernout Rev. de phil. 75, 154ff.; slightly reserved Risch ̨ 50b and Schwyzer; acc. to Wackernagel-Debrunner 3, 171 rather abstract like φύζα. Rejected by Specht Ursprung 344 (a. 387), who connects Skt. rúc- f. light (the rage is called after the sparkling eyes) and like Lagercrantz Lautgesch. 88 f. reminds of the expression λευκαῖς φρασίν (Pi. P. 4, 194), λευκαὶ φρένες μαινόμεναι H. (quite diff. F. Hartmann KZ 60, 223); thus Havers Sprache 4, 32, Pok. 687; to λευκός a. rel. also Lasso de la Vega Emer. 20, 32ff.

Middle Liddell

λύσσα, αττιξ λύττα, ἡ,
I. rage, fury, esp. martial rage, Il.
2. after Hom. raging madness, raving, frenzy, Trag.
II. canine madness, rabies, Xen.

Frisk Etymology German

λύσσα: {lússa}
Forms: att. λύττα
Grammar: f.
Meaning: Wut, Raserei, Tollheit (vorw. ep. poet. seit Il.), Hundswut (X., Arist. u. a.).
Composita : Einige Kompp., z.B. λυσσομανής toll aus Wut (AP), ἄλυσσος ’λυσσα heilend’ (Paus.), ἄλυσσον n. N. einer Pflanze, deren Same als Mittel gegen die Hundswut gebraucht wurde (Strömberg Pflanzennamen 91).
Derivative: Davon λυσσάς f. wütend, rasend (E. in lyr. u.a.), λυσσώδης (Ν 53 u.a.), -αλέος (A. R., Man.), -ήρης (Orph., Man.), -ήεις (H.) ib.; λυσσηδόν Adv. (Opp.). Denominative Verba: 1. λυσσάω, -ττάω wüten, rasen, toll sein (Hdt., Ar., S., Pl. usw.) mit λυσσητήρ Beiw. von κύων (Θ 299; ähnlich AP 5, 265; zur Bed. Benveniste Noms d’agent 37), und λυσσητής, dor. -ατάς (Anth.) Wüterich, Rasender, λυσσητικός wütend, toll (Ael.), -ήματα pl. Wutanfälle (E.); 2. λυσσαίνω wüten, rasen (S.); 3. λυσσόομαι wütend werden (Ps.-Phok.).
Etymology : Bildung wie ὄσσα, γλῶσσα, αἶσα u. a., somit zunächst ein moviertes Fern., obwohl auch verbale Beziehung möglich ist (Schwyzer 474, Chantraine Form. 99); im übrigen nicht sicher erklärt. Seit F. Hartmann KZ 54, 287ff. gewöhnlich als "die Wölfin" erklärt und mit aind. vr̥kī́ḥ, awno. ylgr ib. gleichgesetzt; vgl. noch Porzig Satzinhalte 349 f. ("die Dämonin, die den Hund zum Wolfe macht, ist selbst eine Wölfin"), Ernout Rev. de phil. 75, 154ff.; etwas zurückhaltend Risch ̨ 50b und Schwyzer a.a.O.; nach Wackernagel-Debrunner 3, 171 eher Abstrakt wie φύζα. Ablehnend Specht Ursprung 344 (u. 387), der an aind. rúc- f. Licht anknüpft (die Wut sei nach den funkelnden Augen benannt) und wie Lagercrantz Lautgesch. 88 f. an den Ausdruck λευκαῖς φρασίν (Pi. P. 4, 194), λευκαὶ φρένες· μαινόμεναι H. (ganz anders F. Hartmann KZ 60, 223) erinnert; zustimmend Havers Sprache 4, 32, Pok. 687; zu λευκός u. Verw. auch Lasso de la Vega Emer. 20, 32ff. — Eine veraltete Deutung (Fick, Hoffmann) wird von Bq (und WP. 2, 415) abgewiesen.
Page 2,147