ἐπιγιγνώσκω

From LSJ
Revision as of 20:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγιγνώσκω Medium diacritics: ἐπιγιγνώσκω Low diacritics: επιγιγνώσκω Capitals: ΕΠΙΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: epigignṓskō Transliteration B: epigignōskō Transliteration C: epigignosko Beta Code: e)pigignw/skw

English (LSJ)

Ion. and laterἐπιγενν-γῑνώσκω,

   A look upon, witness, observe, ἵνα πάντες ἐπιγνώωσι . . μαρναμένους Od.18.30; τινὰ ὀργιζόμενον X. Cyr.8.1.33, cf. S.Aj.18: rarely c. gen., Pi.P.4.279.    II. recognize, αἴ κέ μ' ἐπιγνώῃ Od.24.217; ὅπως μήτηρ σε μὴ 'πιγνώσεται φαιδρῷ προσώπῳ by thy glad face, S.El.1296, cf. Pl.Tht.192e (v.l.).    2. of things, find out, discover, ἔργον A.Ag.1598, cf. Th.1.132, etc.; τὰ γεγονότα Plb.2.11.3; ἐπιγνοίης ἂν αὐτὴν [τὴν σοφίαν] . . οἰκείαν γενομένην; would you recognize when it became your own?, Pl.Euthd.301e; ἐπιγνοὺς ἄνδρα δίκαιον IG9(2).313 (Tricca); ἐ.ὅτι . . Arist.HA631b11; τὸν πόλεμον ἐ. τίνα φύσιν ἔχει Plb.1.65.6, cf. POxy.930.14 (ii/iii A.D.); ἐ. εἰ . . LXXGe.37.32, PFay.112.14 (i A.D.):—Pass., Phylarch.10 J.    b. find out too late, ἐπιγνώσῃ τί σπάνις ἐστὶ φίλων AP12.186 (Strat.).    3. learn to know, θεόν S.Ant.960 (lyr.).    4. take notice of, LXX Ru.2.10.    b. show favour to, πρόσωπον ib.De.16.19.    III. come to a judgement, decide, τι περί τινος Th.3.57; τὰ πρόσφορα τοῖς οἰχομένοις Id.2.65; ἐπιγνῶναι μηδέν come to no new resolve, Id.1.70; ἐ. τι εἶναί τινος adjudicate it as his property, D.H.11.52.    IV. recognize, acknowledge, approve, 1 Ep.Cor.16.18; ἐ.σε τῆς ἐπιμελείας Chio Ep.6.    2. recognize an obligation, undertake to discharge or deliver, PLips.22.14 (iv A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 932] u. ἐπιγινώσκω (s. γιγνώσκω), – 1) wiedererkennen, anerkennen, αἴ κέ μ' ἐπιγνώῃ (als Conjunct. bei Bekker, bei Wolf ἐπιγνοίη), Od. 24, 217; τὴν πρὸς Ἀντίστιον γραφεῖσαν ἐπιστολήν D. Hal. – 2) als Zuschauer mit ansehen, betrachten, ἵνα πάντες ἐπιγνώωσι Od. 18, 30; übh. kennen lernen, einsehen, τινός, Pind. Ol. 4, 279; ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον Aesch. Ag. 1580; ἐπέγνω μανίαις ψαύων τὸν θεόν Soph. Ant. 950, wie νῦν ἐπέγνως εὖ μ' ἐπ' ἀνδρὶ δυσμενεῖ βάσιν κυκλοῦντα Ai. 18; σφραγῖδα Thuc. 1, 132 u. Folgde; ἐπιγνοίης ἂν αὐτὴν οἰκείαν γενομένην Plat. Euthyd. 301 e; ὅσους ἐπέγνωσαν τῶν ἐχθρῶν ὄντας, die sie als zu den Feinden gehörend erkannten, Xen. Hell. 5, 4, 12. – 3) erkennen, ein Erkenntniß fällen, vom Richter, D. Hal. 11, 51; τὰ πρόσφορα ἐπιγιγνώσκοντες, beschließend, Thuc. 2, 65, vgl. 1, 70, wo es = ἐπινοεῖν ist. – 41 später einsehen, Strat. 28 (XII, 186). – 5) ἄνδρα, erkennen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγιγνώσκω: Ἰων. καὶ μεταγεν. -γῑνώσκω: μέλλ. ἐπιγνώσομαι: ἀόρ. ἐπέγνων: πρκμ. ἐπέγνωκα. Θεῶμαι, γίνομαι αὐτόπτης μάρτυς πράγματός τινος, βλέπω, διακρίνω, ἵνα πάντες ἐπιγνώωσι καὶ οἵδε μαρναμένους Ὀδ. Σ. 30· ἐπέγνως δ’ ἂν ἐκεῖ οὐδένα οὔτε ὀργιζόμενον κραυγῇ οὔτε χαίροντα ὑβριστικῶς γέλωτι Ξεν. Κύρ. 8. 1, 33, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 18· σπανίως μετὰ γεν., Πινδ. Π. 4. 497· ἴδε ἐν λ. γιγνώσκω. ΙΙ. ἀναγνωρίζω, γνωρίζω πάλιν, αἴ κέ μ’ ἐπιγνοίη Ὀδ. Ω. 217· ὅπως σε μήτηρ μὴ ’πιγνώσεται φαιδρῷ προσώπῳ, κύτταξε νὰ μὴ καταλάβῃ ἡ μήτηρ τὸ μυστικὸν ἐκ τοῦ φαιδροῦ προσώπου σου, Σοφ. Ἠλ. 1297, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 192E. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀνευρίσκω, ἀνακαλύπτω, διακρίνω, ἔργον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1598, πρβλ. Θουκ. 1. 132· ἐπιγνοίης ἂν αὐτὴν τὴν σοφίαν... οἰκείαν γενομένην; ἤθελες διακρίνῃ αὐτὴν ἐὰν ἐγίνετο οἰκεία εἰς σέ; Πλάτ. Εὐθύδ. 301E· τοὐμὸν ἐπιγνοὺς οὔνομ’ Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 506·- περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντ. 960 χωρίου, κεῖνος ἐπέγνω μανίαις ψαύων τὸν θεόν, ἴδε τὴν λέξιν ψαύω. ΙΙΙ. κρίνω, ἀποφασίζω, ἐπινοῶ, ἀνδρῶν ἀγαθῶν πέρι… ἀπρεπές τι ἐπιγνῶναι Θουκ. 3. 57· τὰ πρόσφορα τοῖς οἰχομένοις ὁ αὐτ. 2. 65· ὑμεῖς δὲ τὰ ὑπάρχοντά τε σῴζειν καὶ ἐπιγνῶναι μηδέν, ὑμεῖς δὲ (ἐξυπ. οἷοί τ’ ἐστὲ) τὰ ὑπάρχοντα σῴζειν καὶ ἐπινοῆσαι μηδέν, ὁ αὐτ. 1. 70· κτῆσιν, ἣν αὐτοὶ μεθ’ ὅρκου δικάσαντες ἑτέροις ἐπέγνωσαν εἶναι, ἐξέδωκαν ἀπόφασιν ὅτι ἀνῆκεν εἰς ἑτέρους, Διον. Ἁλ. 11. 52. IV. ἐπιδοκιμάζω, ἐκτιμῶ, ἔχω ἐν τιμῇ, ἐπιγινώσκετε οὖν τοὺς τοιούτους Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορινθ. ιϚ΄, 18· πρβλ. ἐπίγνωσις ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιγνώσομαι, etc.
1 reconnaître : τινά τινι qqn d’après qch;
2 apprendre à connaître : μαρναμένους OD comment des gens savent combattre ; comprendre, découvrir, reconnaître, discerner, acc.;
3 en venir à décider : τι περί τινος en venir à prendre une décision au sujet de qch ; ἐπιγνῶναι μηδέν THC en venir à ne rien décider.
Étymologie: ἐπί, γιγνώσκω.

English (Autenrieth)

aor. subj. ἐπιγνώῃ, -γνώωσι: mark, recognize, Od. 18.30, Od. 24.217.

Greek Monolingual

ἐπιγιγνώσκω (AM) γιγνώσκω
1. γνωρίζω κάτι ακόμη καλύτερα, περισσότερο από πριν («ἐπιγνόντι σοι τὸν Χριστόν»
«ὅπως μήτηρ σε μὴ ἐπιγνώσεται φαιδρῷ προσώπῳ», Σοφ.)
2. ανακαλύπτω, διακρίνω («κἄπειτ' ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον ὤμωξεν», Αισχύλ.)
3. αναγνωρίζω, ομολογώ (συνήθως μια ευεργεσία)
4. γνωρίζω κάτι εκ τών υστέρων
5. γνωρίζω
μσν.
κάνω εκτίμηση κάποιου πράγματος (ζημιάς κ.λπ.)
αρχ.
1. γίνομαι αυτόπτης μάρτυρας, παρατηρώ («ἵνα πάντες ἐπιγνώωσι καὶ οἵδε μαρναμένους», Ομ. Οδ.)
2. διατίθεμαι ευμενώς απέναντι σε κάποιον επειδή τον γνωρίζω
(«οὐδὲ ἐπιγνώσονται πρόσωπον, οὐδὲ λήψονται δῶρα»)
3. (για δικαστή) κρίνω, αποφασίζω
4. συνουσιάζομαι
5. επιδοκιμάζω, εκτιμώ
6. (για οφειλές κ.λπ.) εγγυώμαι, υπόσχομαι
7. αναλαμβάνω την εκτέλεση ή την παράδοση ενός πράγματος.

Greek Monotonic

ἐπιγιγνώσκω: Ιων. και μεταγεν. τύπος -γῑνώσκω· μέλ. -γνώσομαι, αόρ. βʹ ἐπ-έγνων, Επικ. υποτ. γʹ πληθ. ἐπιγνώωσι, παρακ. ἐπέγνωκα·
I. κοιτάζω, γίνομαι μάρτυρας, παρατηρώ, διακρίνω, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.
II. 1. αναγνωρίζω, γνωρίζω πάλι, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· αναγνωρίζω ή επιδοκιμάζω, εγκρίνω κάτι, σε Καινή Διαθήκη
2. λέγεται για πράγματα επίσης, βρίσκω, ανακαλύπτω, διακρίνω, σε Αισχύλ., Θουκ.
II. αποφασίζω, παίρνω την απόφαση, κρίνω, τι περί τινος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγιγνώσκω: ион. и поздн. ἐπιγῑνώσκω (fut. ἐπιγνώσομαι, aor. ἐπέγνων, pf. ἐπέγνωκα)
1) узнавать, опознавать (τινὰ φαιδρῷ προσώπῳ Soph.): αἲ κέ μ᾽ ἐπιγνοίη ἠέ κεν ἀγνοίησι Hom. (посмотрю), узнает ли он меня или нет; μὴ ῥᾳδίως ἂν ἐπιγνῶναι Arst. нелегко было бы распознать;
2) узнавать, знакомиться, познавать (τινά и τι Trag., Thuc., Xen., Polyb.; τι ἔκ τινος Plut., редко τινός Pind.): ζῶσαι νῦν, ἵνα πάντες ἐπιγνώωσι μαρναμένους Hom. препояшься же (на бой), чтобы все увидели, как мы бьемся;
3) быть знакомым, знать (τινά Plat.);
4) решать, постановлять (τι περί τινος Thuc.): ἐπιγνῶναι μηδέν Thuc. не прийти ни к какому решению;
5) придумывать (τὰ πρόσφορά τινι Thuc.);
6) признавать (τινά τινα NT).

Middle Liddell

ionic and later -γῑνώσκω fut. -γνώσομαι aor2 ἐπ-έγνων epic 3rd pl. subj. ἐπιγνώωσι perf. ἐπέγνωκα
I. to look upon, witness, observe, Od., Xen.
II. to recognise, know again, Od., Soph.: to acknowledge or approve a thing, NTest.
2. of things, also to find out, discover, detect, Aesch., Thuc.
III. to come to a decision, to resolve, decide, τι περί τινος Thuc.