δράκων
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
[ᾰ], οντος, o(: (prob. from δέρκομαι, δρᾰκεῖν, cf. Porph.Abst. 3.8):—
A dragon, serpent, Il.11.39, al.; interchangeable with ὄφις, 12.202, 208, cf. Hes. Th.322, 825, Pi.N.1.40, A.Th.292 (lyr.); ἀετὸς καὶ δ. πολέμια Arist.HA609a4; perh. a water-snake, ib.602b25. II the constellation Draco, Arat.46, al., Man.2.69. III a sea-fish, the great weever, Epich.60, Arist.HA598a11, Hp.Vict.2.48. IV = κηρύκειον, prob. a wand with a serpent coiled round it, S.Fr.700 (cf. 701). 2 serpent-shaped bracelet or necklace, Luc.Am.41. 3 a noose or crossed bandage for the ankle, Heraclas ap.Orib.48.5.1. 4 dragon-standard, Lib.Or.1.144, Them.Or.18.219a, cf. Or. 1.2a: hence, corps of 1,000 men in the Parthian army, Luc.Hist. Conscr.29.
German (Pape)
[Seite 664] οντος, ὁ, die Schlange, der Drache; nach der richtigen Etymologie der Alten von δέρκομαι, wegen des glänzenden Blickes, dgl. δορκάς u. ὄφις von Wurzel ὀπ-. Der δράκων spielt in den Griech. Sagen eine Rolle wie der Lindwurm oder der Drache in den Deutschen; ob ein solches Fabelthier gemeint sei oder eine gewöhnliche Schlange, läßt sich bei den Griech. Schriftstellern nicht überall unterscheiden. Homer: Iliad. 3, 33. 12, 202. 220. 22, 93; ein δράκων als μέγα σῆμα oder τέρας μέγα Iliad. 2, 308; ein δράκων Hintertheil der Chimära Iliad. 6, 181; Proteus verwandelt sich in einen Drachen Odyss. 4, 457; Drachengebilde als Zierrattz auf einem Panzer Iliad. 11, 26; ein Drache mit drei Köpfen als Zierrath auf dem Riemen eines Schildes gebildet Iliad. 11, 39. – Tragg. bes. von der Lernäischen Schlange u. dem Drachen Python, den Apollo erlegte. – Auch als Feldzeichen, Luc. conscr. hist. 29; als Zierrath am Brustharnisch Posidipp. com. bei Ath. IX, 376 f; schlangenförmig gearbeitete Arm- u. Halsbänder, οἱ περὶ καρποῖς καὶ βραχίοσι δράκοντες Luc. amor. 41; vgl. Antp. Sid. 21; Archi. 5 (VI, 206. 207). – Einen Fisch dieses Namens erwähnt Arist. H. A. 8, 13; Ath. VII, 287 b.
Greek (Liddell-Scott)
δράκων: [ᾰ], οντος, ὁ, (πιθ. ἐκ τοῦ δέρκομαι, δρᾰκεῖν, πρβλ. θηλ. δράκαινα)· ― ὄφις περιγραφόμενος ὑπὸ τοῦ Ὁμ. ὡς πελώριος τὸ μέγεθος, χρώματος ἐρυθροῦ ἢ ἀμαυροῦ (φοινήεις, δαφοινός, κυάνεος), κατάστικτος (ἴρισσιν ἐοικότες), κατοικῶν εἰς τὰ ὄρη (ὀρέστερος), ἐντὸς ὀπῶν (ἐλισσόμενος περὶ χειῇ), τρεφόμενος μὲ βοτάνας δηλητηριώδεις (βεβρωκὼς κακὰ φάρμακα)· ἐν Ἰλ. Λ. 40, ἀναφέρεται τρικέφαλος. Ὁ Ὅμηρος φαίνεται μεταχειριζόμενος τὰς λέξεις δράκων καὶ ὄφις ἀδιαφόρως περὶ ὄφεως, Ἰλ. Β. 200 - 208, Μ. 201, 208· οὕτω καὶ Ἡσ. Θ. 322, 825, Πίνδ. Ν. 1. 60, Αἰσχύλ. Θήβ. 290, κτλ., ἐν ᾧ ὁ Ἡσ. Ἀσπ. 144 κἑξ. φαίνεται ὅτι ποιεῖται διάκρισιν αὐτῶν. Φαίνεται δὲ ὅτι οὗτος ἦτο πράγματι ὁ πύθων, πρβλ. Ἱερών. Β. Ἱλαρίωνος 39. ΙΙ. θαλάσσιος ἰχθύς, Ἐπίχ. 36 Ahr., Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 13, 3. ΙΙΙ. = κηρύκειον, πιθ. ῥάβδος ἔχουσα ὄφιν περιειλιγμένον, Σοφ. Ἀποσπ. 628. 2) ψέλλιον ἢ περιδέραιον ὀφιοειδές, Λουκ. Ἔρωσ. 41. 3) δεσμός, ἐπίδεσμος διὰ τὰ σφυρά, Ὀρειβάσ. Cocch. 172. 4) στρατιωτικὴ σημαία, Θεμίστ. 1, 2.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
1 dragon, animal fabuleux ; p. ext. serpent;
2 métaph. pour le pénis.
Étymologie: R. Δαρκ, voir ; cf. δέρκομαι.
English (Autenrieth)
οντος (δέρκομαι): snake, serpent.
English (Slater)
δρᾰκων (δράκοντος, -οντα; -ες, -ων, -ας.)
1 serpent δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες (i. e. Ἴαμον) (O. 6.46) γλαυκοὶ δὲ δράκοντες, ἐπεὶ (Τροία sc.) κτίσθη νέον, πύργον ἐσαλλόμενοι τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον εἷς δ' ἐνόρουσε (cf. v. d. Mühll, M. H., 1964, 50f.) (O. 8.37) δράκοντος δ' εἴχετο λαβροτατᾶν γενύων, ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει (sc. δέρμα λαμπρόν) (P. 4.244) “θαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶντα” (P. 8.46) καὶ ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων i. e. the head of the Gorgon (P. 10.47) ἀλλὰ θεῶν βασιλέα σπερχθεῖσα θυμῷ πέμπε δράκοντας ἄφαρ (N. 1.40) Παλλάδος αἰγὶς μυρίων φθογγάζεται κλαγγαῖς δρακόντων Δ. 2. 18.
English (Strong)
probably from an alternate form of derkomai (to look); a fabulous kind of serpent (perhaps as supposed to fascinate): dragon.
English (Thayer)
δράκοντος, ὁ (apparently from δέρκομαι, 2nd aorist ἔδρακον; hence, δράκων, properly, equivalent to ὀξύ βλέπων (Etym. Magn. 286,7; cf. Curtius, § 13)); the Sept. chiefly for תָּנִּין; a dragon, a great serpent, a fabulous animal (so as early as Homer, Iliad 2,308f, etc.). From it, after Revelation 20:2. (Cf. Baudissin, Studien zur semitisch. Religionsgesch. vol. i. (iv. 4), p. 281ff.)
Greek Monolingual
ο
βλ. δράκοντας.
Greek Monotonic
δράκων: [ᾰ], -οντος, ὁ (δρᾰκεῖν), δράκοντας ή φίδι τεραστίου μεγέθους, πύθωνας, σε Όμηρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
δράκων: οντος (ᾰ) ὁ
1) дракон (σμερδαλέος Hom.; δεινός Eur.);
2) змея (αἰετὸς δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι Hom.; ἐστι ἀετὸς καὶ δ. πολέμια Arst.);
3) морской дракон (рыба Trachinus draco) Arst.;
4) дракон (боевой значок, т. е. знамя у парфян) (οἱ δράκοντες τῶν Παρθυαίων Luc.);
5) дракон (браслет в виде змеи) (οἱ περὶ καρποῖς καὶ βραχίοισι δράκοντες Luc.).
Frisk Etymological English
-οντος
Grammatical information: m.
Meaning: dragon, serpent (Il.), aslo a fish, Trachinus (Epich., cf. Strömberg Fischnamen 121f.).
Other forms: Fem. δράκαινα female dragon (h. Ap., A.) with δρακαινίς a fish name (Com.); s. below.
Derivatives: Dimin. δρακόντιον (Delos IIIa), also a plant Arum dracunculum (Hp.; after the colour, Strömberg Pflanzennamen 38); δρακοντίς name of a bird (Ant. Lib.; s. Thompson Birds 91); δρακοντία a plant (Ps.-Dsc.); δρακοντίας (πυρός, σίκυς, πελειάς, Thphr.); δρακοντίτης (λίθος; Ptol. Chenn., s. Redard Les noms grecs en -της 54). - δρακόντειος and δρακοντώδης like a dragon (E.). - δρακοντίασις name of a disease (Gal.) as if from *δρακοντιάω, after the words in -ίασις, cf. Holt Les noms d'action en -σις 137 A. 3.
Origin: IE [Indo-European] [213] *drḱ- look at
Etymology: The old view that the dragon was called after his paralyzing view, was doubted by Fick BB 28, 99. - If to δέρκομαι, δράκων can be an original n-stem (cf. δράκαινα) of a root noun *δρά(κ) = Skt. dŕ̥ś- view (cf. ὑπό-δρα s.v.). The ντ-stem after the participles, Schwyzer 526, Chantraine Formation 268.
Middle Liddell
δρά˘κων, οντος, ὁ, n [δρᾰκεῖν]
a dragon, or serpent of huge size, a python, Hom., etc.
Frisk Etymology German
δράκων: -οντος
{drákōn}
Forms: — Fem. δράκαινα Drachin (h. Ap., A. usw.) mit δρακαινίς Fischname (Kom.); vgl. unten.
Grammar: m.
Meaning: Drache, Schlange (seit Il.), auch Fischname, Trachinus (Epich., Hp., Arist., vgl. Strömberg Fischnamen 121f.).
Derivative: Deminutivum δρακόντιον (Delos IIIa), auch Pflanzenname Arum dracunculum (Hp., Thphr. usw.; nach der Farbengebung, Strömberg Pflanzennamen 38); δρακοντίς N. eines Vogels (Ant. Lib.; vgl. Thompson Birds 91); δρακοντία Pflanzenname (Ps.-Dsk.); δρακοντίας (πυρός, σίκυς, πελειάς, Thphr. usw.); δρακοντίτης (λίθος; Ptol. Chenn., Plin., vgl. Redard Les noms grecs en -της 54). — δρακόντειος und δρακοντώδης drachenartig (E. u. a.). — δρακοντίασις N. einer Krankheit (Gal.) wie von *δρακοντιάω, nach den Krankheitsnamen auf -ίασις, vgl. Holt Les noms d’action en -σις 137 A. 3.
Etymology : Die seit alters herrschende Ansicht, der Drache sei nach seinem bannenden, lähmenden Blick benannt, ist von Fick BB 28, 99 in Zweifel gezogen worden. — Wenn, was immerhin wahrscheinlich ist, zu δέρκομαι, kann δράκων als ursprünglicher n-Stamm (wozu δράκαινα) vom Wurzelnomen *δρά(κ) = aind. dŕ̥ś- Blick (vgl. ὑπόδρα) gebildet sein. Der ντ-Stamm wäre dann nach den Partizipien eingeführt, Schwyzer 526, Chantraine Formation 268. Anders Specht KZ 63, 221.
Page 1,414
Chinese
原文音譯:dr£kwn 得拉寬
詞類次數:名詞(13)
原文字根:龍 相當於: (נָחָשׁ)
字義溯源:龍,蛇^;指魔鬼;或源自(Δέρβη)X=看見*),(指其銳厲的觀察力)。這字13次全用在啓示錄。這龍是紅的,有七頭十角,尾巴的力量極強。牠就是古蛇,名叫魔鬼,又叫撒但。起初那蛇欺哄了夏娃,現在牠要迷惑普天下。牠要被捆綁一千年。以後要暫時被釋放;最終,牠要被扔在硫磺的火湖裏,直到永遠。( 啓12:3 ,4 ,9; 20:3 ,7 ,10)。
同義字:1) (δράκων)龍,蛇 2) (ἑρπετόν)爬蟲 3) (ὄφις)蛇
出現次數:總共(13);啓(13)
譯字彙編:
1) 龍(12) 啓12:4; 啓12:7; 啓12:7; 啓12:9; 啓12:13; 啓12:16; 啓12:17; 啓13:2; 啓13:4; 啓13:11; 啓16:13; 啓20:2;
2) 一條⋯龍(1) 啓12:3