ἀκόλουθος
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ον, (ἀ- copul., κέλευθος, cf. Pl.Cra.405d) A following, attending on, mostly as Subst., follower, attendant, IG1.1, Ar.Av.73; ὅτοισι παῖς ἀ. ἐστιν Eup.159.3; freq.in Att. Prose, Antipho 2.1.4, Th.6.28, 7.75, Pl.Smp.203c, etc.; οἱ ἀ. camp-followers, X.Cyr.5.2.36: fem., Plu. Caes.10: metaph., Δίκα Εὐνομίας ἀ. B.14.55. 2 following after, c. gen., πλάτα . . Νηρῄδων ἀ. S.OC719 (lyr.). 3 following, consequent upon, in conformity with, c. gen., τἀκόλουθα τῶν ῥακῶν Ar. Ach.438, cf. Pl.Phd.111c: mostly c. dat., Id Lg.716c, Ti.88d; ἀκόλουθα τούτοις πράττειν D.18.257; ἀ. τοῖς εἰρημένοις ἐστὶ τὸ διῃρῆσθαι Arist.Pol.1321b3; consistent, οὐδὲν ἀ. αὑτῷ λέγει Demetr.Eloc.153; of persons, conforming, τῇ ὑμετέρἁ βουλήσει PTeb.44.34 (ii B. C.): abs., correspondent, Lys.21.10; τἆλλα πάντα τὰ ἀ. Hyp.Eux.25; λόγους πράξεις ἀ. Epicur.Sent.25; consistent with one another, X.An. 2.4.19. Adv. ἀκολούθως = in accordance with, τοῖς νόμοις D.44.67; ἀ. τῇ φύσει ζῆν Chrysipp.Stoic.3.4, cf. Phld.Piet.100, D.S.4.17: abs., consistently, Metrod.Fr.17, Aristid.2.28 J., Plot.4.3.20. 4 in accordance with nature, Zeno Stoic.1.55. 5 Gramm., analogical, A.D.Pron.11.21, al. Adv. ἀκολούθως = analogically, Id.Synt.159.6. 6 in Logic, consequent, περὶ ἀκολούθων, title of work by Chrysipp . . Stoic. 2.5, cf. 69; τοῦτο γὰρ ἀ. that follows, Phld.Ir.p.84 W.—Used once by S. l.c.; otherwise only in Com. and Prose.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόλουθος: -ον, (ἀ ἀθροιστ., κέλευθος, Πλάτ. Κρατ. 405C): - ὁ ἀκολουθῶν, ὑπηρετῶν τινι, τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ., ἀκόλουθος, ὑπηρέτης, Λατ. pedisequus, Ἀριστοφ. Ὄρ. 73· ὅτοισι παῖς ἀκ. ἐστιν... οἱ ὁποῖοι διατηροῦσιν ὑπηρέτην μικρόν, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 1.3· συχν. παρ’ Ἀττ. πεζ. Ἀντιφῶν 115, 19, Θουκ. 6. 28., 7.75, Πλάτ. Συμπ. 203C, κτλ. οἱ ἀκόλουθοι, οἱ ἀκολουθοῦντες τὸ στράτευμα, τὰ σκευοφόρα, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 36: ὡσαύτως θηλ. Πλουτ. Καῖσ. 10. 2) ἀκολουθῶν μετά τινα, μετὰ γεν., πλάτα... Νηρῄδων ἀκ., Σοφ. Ο. Κ. 719 (λυρ.). 3) ὁ ἀκολουθῶν ὡς ἐπακολούθημά τινος ἢ σύμφωνός τινι, μ. γεν. τἀκόλουθα τῶν ῥακῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 438, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 111C· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., ὁ αὐτ. Νόμ. 716C. Τίμ. 88D· ἀκόλουθα τούτοις πράττειν, Δημ. 312, 25· ἀκ. τοῖς εἰρημένοις ἐστὶ τὸ διῃρῆσθαι, Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 1· - ἀπολύτ., ἀνάλογος, Λυσ. 162. 26· - σύμφωνα πρὸς ἄλληλα, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 19. Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 36. - Ἐπίρρ. -θως, συμφώνως πρός..., τοῖς νόμοις, Δημ. 1100.14· πρβλ. Διόδ. 4.17· ἀπολ., συμφώνως, εἰκότως καὶ ἀκ., Ἀριστείδ. 2. 142· - ἅπαξ παρὰ Σοφοκλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἄλλως μόνον παρὰ Κωμ. καὶ Πεζ. συγγρ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui suit, qui accompagne ; subst. ὁ ἀκόλουθος suivant, serviteur ; ἡ ἀκόλουθος PLUT suivante ; οἱ ἀκόλουθοι XÉN la suite d’une armée (valets, marchands, etc.);
II. qui est la suite, la conséquence de :
1 qui s’accorde avec, τινι;
2 qui se suit, qui se tient, conséquent.
Étymologie: ἀ- cop., κέλευθος.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1acompañante, seguidor, compañero, Δίκα Εὐνομίας ἀ. B.15.55, πλάτα ... Νηρῄδων ἀ. S.OC 719.
2 como subst. ὁ, ἡ acompañante, servidor, IG 13.6B.12 (V a.C.), Ar.Au.73, Eup.172.3, Antipho 2.1.4, Th.6.28, 7.75, Pl.Smp.203c, Plu.Caes.10
•en el ejército οἱ ἀκόλουθοι los servidores (lixae, calones, etc.) del ejército, X.Cyr.5.2.36
•como oficio sacerdotal ayudante, esp. ayudante personal del representante permanente del sumo sacerdote en el Serapeon UPZ 5.17, 6.14 (ambos II a.C.).
II de cosas
1 que es conforme a, que está de acuerdo con c. dat. οὐ ἀκόλουθα οὐδὲ σύμφωνα οἷς τὸ πρῶτον ἔλεγες Pl.Grg.457e, cf. Lg.716c, Demetr.Eloc.153, πράξεις λόγοις Epicur.Sent.[5] 25, τοῖς προειρημένοις Isoc.15.273, τοῖς εἰρημένοις Arist.Pol.1321b4, ἀ. ... ὁ νῦν λόγος ... τῷ τότε ῥηθέντι D.15.7, ἀκόλουθα τούτοις πράττειν D.18.257, cf. PAgon.1.12 (III d.C.), ἀκόλουθος τοῖς ἐψηφισμένοις ἐπιστολή CRIA 166.21 (III a.C.), δημηγορήσας ἀκόλουθα τοῖς ἀγγέλοις D.C.40.37.2, cf. ITemple of Hibis 4.32 (I d.C.), c. gen. ἀκόλουθα ῥακῶν Ar.Ach.438, ἀ. τούτων Pl.Phd.111c
•subst. τὸ ἀ. coherencia Demetr.Lac.Herc.1012.43.3
•gram. analógico A.D.Pron.11.21
•ret. ἀκόλουθος de un tipo de metáfora cuya recíproca es posible (p. ej. «auriga de nave» y «piloto de carro»), Charis.272, Diom.1.457.24.
2 que sigue, siguiente λέγε τὸ ἀ. lee lo que sigue de un documento, D.37.24, ἀ. λόγος tratado que es continuación (del de Arato), Plb.4.2.1, ἀ. καιρός LXX 2Ma.4.17, τἀκόλουθα τούτοις I.AI 4.1, cf. Gr.Nyss.V.Mos.82.4.
3 resultante, dependiente de τοῦτο γὰρ ἀ. esta es la consecuencia Phld.Ir.42.3, c. gen. τιμωρία δέ, ἀδικίας ἀκόλουθος πάθη Pl.Lg.728c, ἀκόλουθα ταῦτα ... ἀλλήλων X.Oec.11.12, τὴν (τέχνην) ἀ. ταύτης X.Smp.4.61, c. dat. τὰ ἀκόλουθα τούτοις Pl.R.580e, cf. Din.1.1
•ἀκόλουθόν ἐστι es lógico c. inf. τό τε ἐπιθήσεσθαι καὶ λύσειν τὴν γέφυραν X.An.2.4.19, cf. D.48.41, D.H.Comp.26.8, PTeb.296.14 (II d.C.)
•en locuciones κατ' ἀκόλουθον en consecuencia Corn.ND 33, IG 22.1099.27 (II d.C.)
•subst. ὁ ἀ., τὸ ἀ. la consecuencia, el resultado προστιθέναι τινὶ τἀκόλουθον Plb.7.11.11
•mat. resultado de proposiciones anteriores, Papp.90.4, 352.3.
4 progresivo, paulatino ἀ. ἀνάβασις πρὸς τὰ ὑψελότερα τῆς ἀρετῆς Gr.Nyss.V.Mos.82.4.
5 subst. τὰ ἀκόλουθα enseres, objetos propios de c. dat. τὰ ἀκόλουθα ποίμνῃ D.47.52, cf. 13.28, τὰ περὶ τὴν στρατείαν D.S.1.94
•abs., Hyp.Eux.25.
III adv. -ως
1 de acuerdo con, conforme a c. dat. ἀ. τοῖς νόμοις D.44.67, IG 22.682.46 (III a.C.), τῇ φύσει ζῆν Chrysipp.Stoic.3.4, cf. D.S.4.17, τοῖς λόγοις Plb.3.116.2, cf. 4.23.2, τεῖ [τ] οῦ βασιλέως αἱρέσει ID 1497bis.b.32 (II a.C.), τῇ χειρογραφίᾳ PSI 901.14 (I d.C.), cf. BGU 1588.6 (III d.C.), Stud.Pal.22.50.4 (III d.C.) PBouriant 19.32 (V/VI d.C.), τῇ ὑποτεταμένῃ γνώσει PMerton 125.3 (VI d.C.)
•c. gen. τῶν διὰ τοῦ γραφείου σημαινομένων PAmst.41.101 (I a.C.)
•coherentemente Metrod.17, Aristid.Or.2.110, Plot.4.3.20.
2 gram. analógicamente A.D.Synt.159.6.
3 a continuación σκοπῶμεν ἀ. S.E.M.7.46
•en orden, Hom.Clem.15.9.
4 por consiguiente Corn.ND 11.
• Etimología: ᾰ- < *sm̥- c. disim. y raíz de κέλευθος ‘camino’, q.u.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀκόλουθος, -ον)
1. αυτός που έρχεται μετά από κάτι άλλο, κατοπινός, επόμενος
2. αυτός που συμφωνεί με κάτι που προηγήθηκε, συνεπής, σύμφωνος
3. το αρσ. ως ουσ. ο ακόλουθος
αυτός που ακολουθεί κάποιον ως υπηρέτης, υφιστάμενος ή απλός συνοδός
4. επίρρ. ακολούθως
α) κατόπιν, μετά
β) σύμφωνα με
νεοελλ.
βαθμός της δημόσιας υπαλληλικής ιεραρχίας στο διπλωματικό σώμα
(αρχ. -μσν.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀκόλουθον
λογική συμφωνία με κάτι που προηγήθηκε, ακολουθία, αλληλουχία
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἀκόλουθος
1. βαθμός του κατώτερου κλήρου στη Δυτική Εκκλησία, βοηθός ιερέα
2. ο αρχηγός της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής
αρχ.
1. σύμφωνος, ταιριαστός, αντίστοιχος
2. (λογ.) αυτός που συνεπάγεται λογικά, ο επακόλουθος
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀκόλουθοι
αυτοί που ακολουθούν το στράτευμα
4. επίρρ. ἀκολούθως
σύμφωνα με τους νόμους της φύσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. λ. με ευρεία χρήση τόσο στην αττική και στη μεταγενέστερη πεζογραφία, όσο και στην ποίηση και μάλιστα στην κωμωδία. Ετυμολογικά η λ. είναι σύνθετη από το ἀ- το αθροιστικό και την ετεροιωμένη βαθμίδα θέματος της λ. κέλευθος «δρόμος» — η μετάπτωση του θέματος οφείλεται στη σύνθεση (πρβλ. φρὴν-ἄφρων). Επομένως ακόλουθος είναι «αυτός που βαδίζει στον ίδιο δρόμο, ο συνοδός», απ' όπου και η σημασία «σύμφωνος, συνεπής» κατ' επέκταση δε και «ο κατοπινός, ο επόμενος» άρα και «ο βοηθός, ο υπηρέτης».
ΠΑΡ. ακολουθία, ακολουθώ.
ΣΥΝΘ. ανακόλουθος, συνακόλουθος, φιλακόλουθος.
Greek Monotonic
ἀκόλουθος: -ον (α αθροιστικό κέλευθος),
1. αυτός που ακολουθεί, που υπηρετεί· ως ουσ., ακόλουθος, υπηρέτης, Λατ. pedisequus, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· οἱ ἀκόλουθοι, αυτοί που ακολουθούν το στράτευμα, σκευοφόρα, σε Ξεν.
2. αυτός που ακολουθεί μετά από κάποιον, με γεν., Νηρῄδων ἀκ., σε Σοφ.
3. αυτός που ακολουθεί ή επακολουθεί ως συνέπεια, ο σύμφωνος προς, με γεν., σε Αριστοφ.· επίσης με δοτ., σε Πλάτ.· απόλ. ο σύμφωνος με κάποιον άλλο, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -θως, σύμφωνα, συμφώνως προς, τοῖς νόμοις, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκόλουθος:
1) следующий (за), сопутствующий, сопровождающий (τινος Soph., Plat., Plut.);
2) соответствующий, сообразный (τινος и τινι Arph., Plat., Plut.): οὐκ ἀκόλουθα Xen. вещи (взаимно) несогласованные; ἀκόλουθον τοῖς εἰρημένοις (ἐστί) … Arst. в соответствии со сказанным нужно ….
II ὁ и ἡ
1) спутник, провожатый, слуга; pl. челядь, свита Thuc., Lys., Arph., Plat., Plut.;
2) личный состав обоза Xen.
Frisk Etymological English
See also: κέλευθος
Middle Liddell
[α copulat.,, κέλευθος
1. following, attending on; as Subst. a follower, attendant, Lat. pedisequus, Ar., Thuc., etc.; οἱ ἀκόλουθοι the camp-followers, Xen.
2. following after, c. gen., Νηρήιδων ἀκ. Soph.
3. following or consequent upon, in conformity with, c. gen., Ar.; also c. dat., Plat.:—absol. agreeing with one another, Xen., etc.:— adv. -θως, in accordance with, τοῖς νόμοις Dem.
Frisk Etymology German
ἀκόλουθος: -ον
{akólouthos}
Meaning: begleitend, Begleiter, Begleiterin, entsprechend (att. und sp. Prosa, Kom.).
Derivative: Deminutivum ἀκολουθίσκος (Ptol. Euerg.). Abstraktbildung ἀκολουθία Gefolge, Reihenfolge, Konsequenz (vorw. philosoph. Terminus). Denominatives Verb ἀκολουθέω folgen mit dem Verbalsubst. ἀκολούθησις (Arist.) und dem Adj. ἀκολουθητικός (Arist. usw.).
Etymology : Von α copulativum und κέλευθος Pfad mit Ablaut wie in φρήν: ἄφρων, vgl. Schwyzer 355 Zus. 2. Nicht überzeugend Fraenkel Mélanges Boisacq 1, 375.
Page 1,55
English (Woodhouse)
attendant, consequent, incident to, agreeable to, compatible with, conformable to, consistent with, in accordance with, in conformity with, pertaining, relative to