κεντώ

From LSJ
Revision as of 11:57, 21 June 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-άω (ΑΜ κεντῶ, κεντέω)
1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα»)
2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.)
νεοελλ.
1. μτφ. προξενώ οδυνηρούς νυγμούς, σουβλιές («έχει μέρες να μέ κεντήσει το στομάχι μου»)
2. μτφ. α) διεγείρω, παρακινώ, σκουντώκεντώ την περιέργεια»)
β) ενοχλώ, στενοχωρώ, πειράζω, ερεθίζω («μην τόν κεντάς, γιατί θυμώνει»)
3. παροιμ. «κεντά και δε σβουρίζει» — γι' αυτούς που ενεργούν ύπουλα
νεοελλ.-μσν.
1. φτιάχνω κέντημα, κάνω στολίδια με κλωστή πάνω σε ύφασμα («κεντάει την προίκα της»)
2. καίω
3. πυροδοτώ
4. ανάβω
5. είμαι ζεστός, πυρακτωμένος
6. καίγομαι
7. μτφ. α) φλέγομαι
β) βασανίζω
8. λάμπω, φωτίζω
9. μέσ. κεντούμαι, -έομαι
εξάπτομαι
μσν.
(για ασθένεια κολλητική) προσβάλλω
αρχ.
1. πληγώνω, τυραννώ, βασανίζω, μαχαιρώνω
2. παροιμ. «κεντῶ τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν» — για μεγάλη βιασύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kent- «κεντρίζω» και συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hantag «μυτερός, οξύς» (< πρωτογερμ. handa, που αντιστοιχεί στο κοντός «κοντάρι») και το λεττον. sits «κοντάρι κυνηγιού». Οι κελτικές λ. (ιρλδ. cinteir «σπιρούνι», βρεταν. kentr «σπιρούνι», ουαλ. cethr «καρφί») πρέπει να προέρχονται από το λατ. centrum. Ο ενεστ. κεντῶ προέκυψε υποχωρητικά από τον αρχ. αόρ. κένσαι < κέντ-σαι. Στη συνέχεια από τον ενεστ. σχηματίστηκε νέος αόρ. ἐκέντη-σα και μέλλ. κεντή-σω. Τα παρ. εμφανίζουν τα θ. κεντ-, κεντή- και κεσ- (< κεντ- προ οδοντικού). Τέλος, η ετεροιωμένη βαθμίδα κοντ- της ρίζας εμφανίζεται στο παρ. κοντός «κοντάρι».
ΠΑΡ. κέντημα, κέντηση (ις), κεντητήριο, κεντητής, κεντητικός, κεντητός, κέντρο(ν), κοντός
αρχ.
κεστός, κέστρα, κέστρον, κέστρος
μσν.
κεντέα
νεοελλ.
κεντησιά, κεντή(σ)τρα, κεντιά, κεντίδι.
ΣΥΝΘ. παρακεντώ
αρχ.
αποκεντώ, διακεντώ, εγκεντώ, εκκεντώ, κατακεντώ, περικεντώ, προδιακεντώ, προκεντώ, συγκεντώ, συνεκκεντώ, υποκεντώ
νεοελλ.
ξανακεντώ, χρυσοκεντώ, ψιλοκεντώ].