καταισχύνω
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
fut. A -αισχῠνῶ Id.Th.546:—dishonour, put to shame, μή τι καταισχύνειν πατέρων γένος Od.24.508; καταισχύνητέ τε δαῖτα 16.293; τὰ πρόσθε ἐργασμένα Hdt.7.53, cf. A.Supp.996, D.18.101, etc.; τὴν σὴν οὐ κ. φύσιν I put not thy nature to shame, i.e. show myself not unworthy of thee, S.El.609; κ. τὸ Τρωϊκὸν κλέος E.Hel.845; τὸ γένος οὐ καταισχυνῶ Ar.Av.1451; κ. τὴν πατρίδα Id.Nu.1220; τοὺς προγόνους Pl.La.187a; ὑποσχέσεις Id.Smp.183e; τὰς εὐγενείας ταῖς αὑτῶν… κακίαις Isoc.7.76, etc. 2 dishonour a woman, ἀλλοτρίας γυναῖκας Lys.1.49; also of a male, D.45.79. 3 ὁ μέλλων Χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε… Χρέος covered me with dishonour in that my debt remained unpaid, Pi.O.10(11).8. 4 = καταχέζειν, Χαίτην Babr. 82.8. II Med., feel shame before, θεούς S.Ph.1382, cf. OT1424: —aor. Pass., καταισχυνθέντες τὴν ἀρετὴν αὐτῶν Isoc.4.97: c. inf., to be ashamed to... ἰητρεύειν Hp.Art.42; καταισχυνθῆναι… ὅπως μὴ δόξει… to be ashamed of being thought... Th.6.13.
German (Pape)
[Seite 1351] beschämen, beschimpfen, entehren; πατέρων γένος Od. 24, 507; δαῖτα, herabwürdigen, verunzieren, 16, 293; ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος, deckte zu meiner Schmach die Schuld auf, Pind. Ol. 11, 8; πόρον Aesch. Spt. 528; ἐμέ Suppl. 974; τὴν σὴν φύσιν Soph. El. 599; Xen. An. 3, 2, 14; τὸ Τρωϊκὸν κλέος Eur. Hel. 851; τὴν πατρίδα Ar. Nubb. 1201; τοὺς προγόνους Plat. Lach. 187 a; λόγους καὶ ὑποσχέσεις, zu Schanden machen, Conv. 183 e; vgl. Polit. 268 d; τὴν παίδευσιν Isocr. 4, 152; τὸ τῆς πόλεως ὄνομα Dem. Lpt. 76; Folgde; παρθενίαν, schänden, Plut. Num. 10; vgl. Dem. 45, 79. – Med. mit aor. pass., sich schämen, scheuen, τινά, vor Einem, οὐ καταισχύνει θεούς Soph. Phil. 1368, vgl. O. R. 1424; καταισχυνθέντες τὴν ἀρετὴν τῶν ἡμετέρων Isocr. 4, 97.
French (Bailly abrégé)
f. καταισχυνῶ, ao. κατῄσχυνα;
1 déshonorer, souiller;
2 particul. déshonorer ou violer une femme, un enfant, etc.
Moy. καταισχύνομαι (ao. Pass. κατῃσχύνθην) éprouver un sentiment de crainte ou de respect devant, acc..
Étymologie: κατά, αἰσχύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αισχύνω act. te schande maken, schenden, onteren:. μή... καταισχύνητε... δαῖτα uit vrees dat jullie het feestmaal te schande maken Od. 16.293; κ. τὰ πρόσθε ἐργασμένα de vroegere prestaties te schande maken Hdt. 7.53.1; κ. τὴν πατρίδα schande over het vaderland brengen Aristoph. Nub. 1220; κ. ὑποσχέσεις beloftes schenden Plat. Smp. 183e; ἀλλοτρίας γυναῖκας andermans vrouwen onteren Lys. 1.49. med. met aor. pass. zich schamen voor, met acc.:; οὐ κατασχύνῃ θεούς; schaam jij je niet voor de goden? Soph. Ph. 1382; καταισχυνθέντες τὴν ἀρετὴν αὐτῶν in verlegenheid gebracht door hun moed Isocr. 4.97; met inf.: αὐτὸς μέντοι κατῃσχύνθην πάντα τὰ τοιουτότροπα ἰητρεύειν οὕτω ik schaamde mij echter al dergelijke gevallen op deze wijze te behandelen Hp. Art. 42. pass. bedrogen uitkomen:. ὁ πιστεύων ἐπ’ αὐτῷ οὐ μὴ καταισχυνθῇ wie daarop vertrouwt, zal niet bedrogen uitkomen NT 1 Pet. 2.6.
Russian (Dvoretsky)
καταισχύνω:
1 позорить, пятнать, покрывать позором (πατέρων γένος Hom.; τὴν φύσιν τινός Soph.; τὴν πατρίδα Arph.; τοὺς προγόνους Plat.; τὸν δόξῃ καὶ λόγῳ πατέρα Plut.; τὴν κεφαλήν τινος NT);
2 осквернять (δαῖτα Hom.);
3 бесчестить (τὰς ἀλλοτρίας γυναῖκας Lys.; παρθενίαν Plut.);
4 (по)срамить (τοὺς σοφούς NT);
5 med.-pass. совеститься, стыдиться, бояться (τὰ θνητῶν γένεθλα, θεούς Soph.): μὴ καταισχυνθῆναι, ὅπως μὴ δόξει, ἂν μὴ ψηφίζηται πολεμεῖν, μαλακὸς εἶναι Thuc. (я прошу старших годами) не бояться прослыть робкими, если они не будут голосовать за войну.
English (Autenrieth)
disgrace, dishonor.
English (Slater)
καταισχῡνω put to shame ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος (Boeckh: καταισχύνει codd.) has made me ashamed of my deep obligation (O. 10.8)
English (Strong)
from κατά and αἰσχύνομαι; to shame down, i.e. disgrace or (by implication) put to the blush: confound, dishonour, (be a-, make a-)shame(-d).
English (Thayer)
passive, imperfect κατησχυνομην; 1st aorist κατῃσχύνθην; future καταισχυνθήσομαι; the Sept. chiefly for הֵבִישׁ and הֹבִישׁ; as in Greek writings from Homer down;
1. to dishonor, disgrace: τήν κεφαλήν, σποδῷ τήν κεφαλήν, Josephus, Antiquities 20,4, 2).
2. to put to shame, make ashamed: τινα to be ashamed, blush with shame: to be put to shame who suffers a repulse, or whom some hope has deceived; hence, ἐλπίς οὐ καταισχύνει, does not disappoint: Sirach 2:10).
Greek Monolingual
(AM καταισχύνω)
1. ατιμάζω, ντροπιάζω («οὐ καταισχυνῶ ὅπλα τὰ ἱερά»)
2. κάνω κάποιον να αισθανθεί μεγάλη ντροπή, τον καταντροπιάζω, τον ρεζιλεύω
μσν.-αρχ.
μέσ. καταισχύνομαι
αισθάνομαι ντροπή μπροστά σε κάποιον, ντρέπομαι
αρχ.
(με απρμφ.) ντρέπομαι να...
2. ατιμάζω γυναίκα, διακορεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἰσχύνω (< αἶσχος)].
Greek Monotonic
καταισχύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ,
I. καταισχύνω, εξευτελίζω, ατιμάζω, ντροπιάζω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· τὴνσὴν οὐ κατ. φύσιν, δεν ντροπιάζω την φύση σου, δηλ. δεν αποδεικνύομαι ανάξιος, κατώτερός σου, σε Σοφ.· ἐμὸν καταίσχυνε χρέος, με εξευτέλισε γιατί το χρέος μου παρέμεινε απλήρωτο, σε Πίνδ.
II. Μέσ., αισθάνομαι ντροπή ενώπιον, μπροστά σε, θεούς, σε Σοφ.· ομοίως και σε Παθ. αόρ. αʹ καταισχυνθῆναι, ὅπως μὴ δόξει, ντρέπομαι μήπως θεωρηθώ, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
καταισχύνω: ἀτιμάζω, ἐντροπιάζω, μήτε καταισχύνειν πατέρων γένος, Ὀδ. Ω. 508· μὴ καταισχύνητέ τε δαῖτα, ἀκόσμως φερόμενοι, Π. 293, Τ. 12, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 53, Αἰσχύλ. Θήβ. 546, Ἱκέτ. 996, Δημ. 260. 2, κτλ.· τὴν σὴν οὐ κατ. φύσιν, δὲν ἀτιμάζω τὴν φύσιν σου, δηλ. δὲν δεικνύομαι ἀνάξιός σου, ἀλλ’ ὁμοία σου, Σοφ. Ἠλ. 609· κ. τὸ Τρωϊκὸν κλέος Εὐρ. Ἑλ. 845· τὸ γένος οὐ καταισχυνῶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1451. κ. τὴν πατρίδα ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1220· τοὺς προγόνους Πλάτ. Λάχ. 187Α· ὑποσχέσεις ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 183Ε· τὰς εὐγενείας ταῖς αὑτῶν… κακίαις Ἰσοκρ. 155C, κτλ. 2) ἀτιμάζω γυναῖκα, διακορεύω, φθείρω, Λυσ. 96. 15, πρβλ. Δημ. 1125. 12· τὴν παρθενίαν Πλουτ. Νομ. 10. 3) ἐμόν καταίσχυνε… χρέος, μὲ κατῂσχυνε διότι τὸ χρέος μου ἔμεινεν ἀπλήρωτον, Πινδ. Ο. 10 (11) 10. ΙΙ. Μέσ., αἰσθάνομαι αἰδῶ, ἐντροπὴν ἐνώπιόν τινος, θεοὺς Σοφ. Φιλ. 1382, πρβλ. Ο. Τ. 1424· οὕτως ἐν τῷ Παθ. ἀορ., καταισχυθέντες τὴν ἀρετήν αὐτῶν Ἰσοκρ. 60Ε· μετ’ ἀπαρ., ἐντρέπομαι νὰ…, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· μὴ καταισχυνθῆναι…, ὅπως μὴ δόξει…, νὰ μὴ ἐντραπῇ ἐκ φόβου μήπως φανῇ ἢ νομισθῇ δειλός…, Θουκ. 6. 13· «καταισχύνειν ἀντὶ τοῦ καταχέζειν» Βαβρ. 82, 8.
Middle Liddell
fut. ῠνῶ
I. to disgrace, dishonour, put to shame, Od., Hdt., attic; τὴν σὴν οὐ κατ. φύσιν I put not thy nature to shame, i. e. show myself not unworthy of thee, Soph.; ἐμὸν καταίσχυνε χρέος covered me with dishonour in that my debt remained unpaid, Pind.
II. Mid. to feel shame before, θεούς Soph.; so in aor1 pass., καταισχυνθῆναι, ὅπως μὴ δόξει… to be ashamed of being thought, Thuc.
Chinese
原文音譯:kataiscÚnw 卡特-埃士虛挪
詞類次數:動詞(13)
原文字根:向下-卑鄙 相當於: (בֹּושׁ)
字義溯源:使蒙羞,侮辱,羞恥,羞辱,羞愧,慚愧;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(αἰσχύνομαι)=感覺羞恥)組成;而 (αἰσχύνομαι)出自(αἰσθητήριον)Y*=毀容)。凡信他的必不至於羞愧( 羅10:11),神卻叫世上有智慧的,強壯的羞愧( 林前1:27)。參讀 (αἰσχύνομαι)同源字
出現次數:總共(13);路(1);羅(3);林前(5);林後(2);彼前(2)
譯字彙編:
1) 羞愧(4) 林前1:27; 林前1:27; 林前11:22; 彼前2:6;
2) 必⋯羞愧(2) 羅9:33; 羅10:11;
3) 就羞辱(2) 林前11:4; 林前11:5;
4) 羞恥(1) 羅5:5;
5) 自覺羞愧(1) 彼前3:16;
6) 蒙羞愧(1) 林後9:4;
7) 覺得慚愧(1) 林後7:14;
8) 都慚愧了(1) 路13:17