Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηχανικός

From LSJ
Revision as of 11:15, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνικός Medium diacritics: μηχανικός Low diacritics: μηχανικός Capitals: ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
Transliteration A: mēchanikós Transliteration B: mēchanikos Transliteration C: michanikos Beta Code: mhxaniko/s

English (LSJ)

ή, όν, A resourceful, inventive, X.Mem.4.3.1, v.l. in Id.HG3.1.8. Adv. μηχανικῶς D.S. 18.27. 2 c. gen. rei, τῶν ἐπιτηδείων μηχανικώτερος X.Lac.2.7. II of machines or for machines, mechanical, ὄργανα μ. Arist.Pol.1336a11; αἱ… κινήσεις αἱ μ. Id.Mech. 848a14; μ. ἀποδείξεις in mechanics, Id.APo.76a24: μηχανικά, τά, the science of mechanics, title of work ascribed to Aristotle: ἡ μηχανική (sc. τέχνη) Arist.Metaph. 1078a16, AP9.807; μ. ποίημα Sotad.15.6; μ. ἔργα PFlor. 152.4 (iii A. D.): Subst. μηχανικός, ὁ, engineer, Plu.Per.27, Sammelb.310. Adv. μηχανικῶς Callix.2.

German (Pape)

[Seite 181] erfinderisch; vom Feldherrn, Xen. Mem. 3, 1, 6. 4, 7, 1; geschickt, kunstreich, Sp.; Maschinen betreffend, ἡ μηχανική, sc. τέχνη, die Maschinenkunst, die Kunst durch Benutzung der Naturkräfte Maschinen zusammenzusetzen; auch ὄργανα μηχανικά, D. Sic. 17, 98.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
industrieux, habile à travailler, gén;
Cp.
μηχανικώτερος.
Étymologie: μηχανή.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνικός:
1 остроумный, изобретательный Xen.;
2 ловкий, искусный Xen.;
3 механический, машинный (ὄργανα Diod.): τὰ Μηχανικά «Трактат о сооружении машин» (приписывавшийся прежде Аристотелю).
IIмеханик, инженер Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνικός: -ή, -όν, πλήρης ἐπινοιῶν, ἐφευρετικός, εὐφυής, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 1, Ἑλλ. 3. 1, 8. - Ἐπίρρ. -κῶς, Διόδ. 18. 27. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ὡς τὸ μηχανητικός, Ξεν. Λακ. 2. 7, ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μηχανάς, μηχανικός, ὄργανα Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 2. αἱ... κινήσεις αἱ μ. ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. ἐν τῷ προλόγῳ 9· μηχανικά, τά, ἡ ἐπιστήμη τῆς μηχανικῆς, περὶ ἧς ὁ Ἀριστ. ἔγραψε πραγματείαν· οὕτως, ἡ -κὴ (ἐξυπ. τέχνη), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 9, 4, Ἀνθ. Π. 9. 807· - ὁ μηχανικός, ἐφευρετικός, ἐπινοῶν, Πλουτ. Περικλ. 27.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ μηχανικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές ή αυτός που εκτελείται με μηχανές (α. «ὀργάνοις τισί μηχανικοῖς», Αριστοτ.
β. «μηχανική καλλιέργεια» γ. «μηχανική βλάβη»)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κίνηση τών φυσικών σωμάτων ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους
2. το αρσ. ως ουσ. ο μηχανικός
επιστήμονας ή ειδικός τεχνίτης που ασχολείται με την κατασκευή, την εγκατάσταση, τον χειρισμό ή και τη συντήρηση τών μηχανών («μηχανικός αεροπλάνου»)
3. το θηλ. ως ουσ. η μηχανική
κλάδος της φυσικής ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της κίνησης και της ισορροπίας τών φυσικών σωμάτων υπό την επίδραση τών δυνάμεων που ασκούνται επάνω τους, καθώς και τα αίτια και τους νόμους που διέπουν την κίνηση αυτή
(α. «κλασική μηχανική» — κλάδος της μηχανικής που μελετά την κίνηση τών μακροσκοπικών σωμάτων, η οποία συντελείται με ταχύτητες μικρές σε σχέση με την ταχύτητα του φωτός
β. «κβαντική μηχανική» — κλάδος της φυσικής που μελετά τα φαινόμενα τα οποία συντελούνται σε ατομική και υποατομική κλίμακα, όπου δρουν ειδικοί νόμοι που βασίζονται στην έννοια του κβάντου
γ. «ουράνια μηχανική» — κλάδος της αστρονομίας που μελετά τις κινήσεις τών ουράνιων σωμάτων υπό την επίδραση της παγκόσμιας έλξης)
4. μτφ. αυτός που γίνεται χωρίς τη μεσολάβηση κριτικής σκέψης ή θέλησης, αυτός που γίνεται αυτομάτως, ενστικτωδώς (α. «έκανα ξαφνικά μια κίνηση τελείως μηχανική» β. «δίνει μηχανικές απαντήσεις χωρίς να σκέπτεται»)
5. το ουδ. ως ουσ. το μηχανικό
στρ. μάχιμο όπλο του στρατού ξηράς, που έχει ως καθήκον την κατασκευή, αποκατάσταση ή και, σε περίπτωση ανάγκης, καταστροφή τών συγκοινωνιών, καθώς και την κατασκευή οχυρωματικών έργων, όπως και άλλων γενικότερων τεχνικών έργων ή την πραγματοποίηση υπονομευτικών αποστολών στο εχθρικό έδαφος
6. φρ. α) «μηχανική μνήμη» — μνήμη η οποία έχει ως αιτία ανάπλασης τών παραστάσεων τον συγχρονισμό και όχι την εσωτερική σχέση τών παραστάσεων
β) «μηχανικός εμπορικού ναυτικού» — ο υπεύθυνος, σε ανάλογο επίπεδο διοίκησης, για τη λειτουργία τών κύριων μηχανών πρόωσης, τών ηλεκτρομηχανών και τών βοηθητικών μηχανημάτων του πλοίου
γ) «επιστήμη μηχανικού» — το σύνολο τών μεθόδων και τών τρόπων εφαρμογής της επιστήμης και τών επιτευγμάτων της με σκοπό την άριστη επεξεργασία τών φυσικών πόρων προς όφελος του ανθρώπου
δ) «πολιτικός μηχανικός» — επιστήμονας ο οποίος ασχολείται με τη σχεδίαση και την κατασκευή τεχνικών έργων, όπως λ.χ. κτηρίων, γεφυρών, οδών
ε) «μηχανικός εξοπλισμός» — γενική ονομασία όλων τών μηχανών οι οποίες υποκαθιστούν την ανθρώπινη εργασία
μσν.
1. δόλιος, ραδιούργος
2. αυτός που είναι κατασκευασμένος με σκοπό να εξαπατήσει
3. πολιορκητικός
4. φτειαχτός, τεχνητός
5. φρ. «τέχνη μηχανική» — ραδιουργία, δολοπλοκία
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηχανικά
πολιορκητικοί τρόποι, μέσα πολιορκίας
μσν.-αρχ.
επινοητικός, εφευρετικός, ευφυής
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μηχανικά
τίτλος έργου του Αριστοτέλους το οποίο έχει ως αντικείμενο την επιστήμης της μηχανικής.
επίρρ...
μηχανικώς και -ά (ΑΜ μηχανικῶς)
με μηχανικό τρόπο, σύμφωνα με τους νόμους της μηχανικής
νεοελλ.
αυτόματα, ενστικτωδώς, ασυναίσθητα
νεοελλ.-μσν.
με τρόπο επιτήδεια απατηλό, με δόλο ή με πανουργία
αρχ.
με επιδεξιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή. Τη λ. δανείστηκε η λατ. (πρβλ. λατ. mechanicus) και από αυτήν οι άλλες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. mechanic, γαλλ. mecanique)].

Greek Monotonic

μηχᾰνικός: -ή, -όν,
I. 1. γεμάτος από εναλλακτικά σχέδια, ευρηματικός, ιδιοφυής, έξυπνος, σε Ξεν.
2. με γεν. πράγμ., ικανός να προμηθεύει, στον ίδ.
II. γι' αυτόν που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές, μηχανικός, σε Αριστ.· ὁ μηχανικός, εφευρέτης μηχανών, μηχανικός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μηχᾰνικός, ή, όν
I. full of resources, inventive, ingenious, clever, Xen.
2. c. gen. rei, able to procure, Xen.
II. of or for machines, mechanical, Arist.:— ὁ μηχανικός an engineer, Plut.