φαίνομαι

From LSJ
Revision as of 10:23, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...)

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ενεργ
τ. φαίνω Α
μέσ.
1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.)
2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι
3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β. «ἐθαύμαζον ὅτι οὐδαμοῦ Κῡρος φαίνοιτο», Ξεν.)
4. δίνω την εντύπωση, θεωρούμαι ότι... (α. «φαίνεται να περνάει καλά» β. «οὐ γὰρ σφιν ἐφαίνετο κέρδιον είναι», Ομ. Οδ.)
5. (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. φαινόμενο
νεοελλ.
1. παρέχω σαφείς ενδείξεις, προμηνύομαι («η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται»)
2. (ως απρόσ.) φαίνεται
εικάζεται, συμπεραίνεται
(«φαίνεται ότι θα βρέξει»)
3. (το γ' εν. πρόσ. με γεν. προσ. αντων. μού, σού κ.λπ.) νομίζω, πιστεύω, θεωρώ
4. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) φαινόμενος, -ένη, -ο
(αστρον.-μαθ.-φυσ.) αυτός που υπάρχει όπως φαίνεται, όπως παρατηρείται, όπως υποπίπτει στην αντίληψη του παρατηρητή, σε αντιδιαστολή με εκείνον που πραγματικά είναι ή μπορεί να είναι, φαινομενικός (α. «φαινόμενος χρόνος» β. «φαινομένη κίνηση» γ. «φαινομένη ταχύτητα» δ. «φαινόμενο μέγεθος»)
5. φρ. α) «όπως φαίνεται» — κατά τα φαινόμενα είναι πιθανό, πιθανώς, ίσως
β) «έτσι σού φαίνεται» — λέγεται σε κάποιον, όταν κάνει λάθος σε κάτι που πιστεύει
αρχ.
1. ενεργ. φαίνω
α) κάνω κάτι να φανεί, φέρνω στο φως («ἡμῖν μὲν τόδ' ἔφηνε τέρας μέγα μητίετα Ζεύς», Ομ. Ιλ.)
β) δείχνω, αποκαλύπτω («φαῑνε μηρούς», Ομ. Οδ.)
γ) φανερώνω, καταδεικνύω («φανεῖ κωκύματα» — οι θρήνοι θα φανερώσουν την αλήθεια, Σοφ.)
δ) παρέχω, δίνω («Ἑλένη δὲ θεοὶ γόνον οὐκέτ' ἔφαινον», Ομ. Οδ.)
ε) εκθέτω, λέω («μηκέτι ταῦτα νοήματα φαῑν' ἑνὶ δήμῳ», Ομ. Ιλ.)
στ) ερμηνεύω, εξηγώ, αναλύω, διασαφηνίζω
ζ) (σχετικά με ήχο) κάνω να ηχήσει καθαρά στο αφτίσάλπιγξ ὑπέρτονον γήρυμα φαινέτω στρατῷ», Αισχύλ.)
η) καταγγέλλω, καταδίδω, προδίδω
θ) (ιδίως) καταγγέλλω κάτι ως παράνομο
ι) (απολ.) i) δίνω πληροφορίες
ii) φέγγω, φωτίζω («φαίνοντες νύκτας... δαιτυμόνεσσι», Ομ. Οδ.)
2. μέσ. α) (για φωτιά) γίνομαι ορατός από την λάμψη μου
β) (για ουράνιο σώμα) ανατέλλω, επιτέλλω («ἄστρα φαεινήν ἀμφὶ σελήνην φαίνετ' ἀριπρεπέα», Ομ. Ιλ.)
γ) (για πρόσ.) i) γεννιέμαι («δοῦλος ἀντ' ἐλευθέρου φανείς», Σοφ.)
ii) γίνομαι («ἐκ βασιλέως ἰδιώτην φανῆναι», Ξεν.)
δ) (για γεγονός) συμβαίνω, συντελούμαι
ε) εκδηλώνομαι
στ) (με μτχ.) είμαι φανερός, πρόδηλος («φαίνεται ὁ νόμος ἡμᾶς βλάπτων», Θουκ.)
ζ) (με δοτ. προσ. και απρμφ.) θεωρώ καλό ή λογικό
η) (στην φιλοσ.) i) είμαι φανερός στις αισθήσεις
ii) είμαι αντιληπτός στον νου
θ) (στους διαλόγους του Πλάτ. ως απόκριση) ναι, μάλιστα («φαίνεταί σοι ταῦτα; φαίνεται», Πλάτ.)
ι) σπαν. νομίζω, πιστεύω
3. (το αρσ. της ενεργ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) βλ. Φαίνων
4. (το ουδ. της μτχ. παθ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ φανθέντα- πράγματα για τα οποία έγινε καταγγελία ότι έχουν εισαχθεί παράνομα με λαθρεμπόριο
5. φρ. α) «ἄμ' ἠοῑ φαινομένῃφιν» — την αυγή (Ομ. Ιλ.)
β) «φαίνειν φρουράν»
(στην Σπάρτη) επιστρατεύω, στρατολογώ
γ) «αὐτὸ φανέν» — ολοφάνερα (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φαίνω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhā- / bh(e)ә2-, η οποία εμφανίζει δύο διαφορετικές σημ.: «λάμπω, φωτίζω» (πρβλ. φῶς, φαίνω, αρχ. ινδ. bhā-ti «φωτίζει») και «μιλώ, εξηγώ» (πρβλ. φημί), οι οποίες διακρίνονται και σε ορισμένους τ. της οικογένειας του ρ. φαίνω, πρβλ. φάσις, πρόφασις, άποφαίνω (για τη διπλή σημ. της ρίζας βλ. και λ. φημί). Ο ενεστ. φαίνω (< φα-ν-) έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα, -φă- (< bhә2-) της ρίζας (πρβλ. φă-σις, φă-σμα και τα σύνθ. σε -φατος, -φατικός) με έρρινο πρόσφυμα -ν- (πρβλ. αρχ. ινδ. bhā-nu-, αβεστ. bā-nu- «λάμψη, φως», αρχ. ιρλδ. bā-n «λευκός», γερμ. boh-n-ern «γυαλίζω με κερί») και ενεστωτικό επίθημα - (πρβλ. ὑφαίνω < ὑφ-αν-). Από το θ. του ενεστ. φαν-, με το έρρινο πρόσφυμα, έχει σχηματιστεί το μεγαλύτερο μέρος τών παρ. και σύνθ. του ρ. φαίνω (πρβλ. φανερός, φαντήρ, φάντωρ), σύνθ. σε -φανής, σύνθ. σε -φάντης κ.λπ. Από τους τελευταίους αυτούς τ. προήλθε το θ. φαντ-, από το οποίο σχηματίστηκε το ρ. φαντάζω, -ομαι και τα παράγωγά του. Τέλος, η απαθής βαθμίδα φᾱ- / φη- της ρίζας απαντά στον τ. του μέλλ. πε-φή-σεται (για τον σχηματισμό του μέλλ. με διπλασιασμό, πρβλ. με-μνήσομαι: μιμνήσκω, τε-θνήξω: θνῄσκω)].