κομπάζω
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
fut. κομπάσομαι B.7.42:—
A = κομπέω, boast, brag, A.Th.436, Ag.1671, etc.; κομπάζω μέγα S.Aj.1122; μάτην E.Hipp.978; κομπάζω ἐπί τινι = speak big against... A.Th.480 (but also, boast of... Phld.Rh.1.24 S.): c. acc., κομπάζω λόγον = speak big words, A.Ag.1400, etc.; κομπάζω γέρας = boast one's office, Id.Eu.209; οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας S.El.1500: c. inf., boast that... A.Ag.1130, E.Ba.340; κομπάζω ὡς… X.Oec.10.3, Plu. Crass.18:—Pass., to be made a boast of, be renowned, οὕνεκ' ὄλβου E.HF64; φόβος… κομπάζεται = fear is loudly spoken, A.Th.500; τίνος δὲ… παῖς πατρὸς κομπάζεται; = of what father is he said to be the son? E.Alc.497.—Rare in early Prose, Lys.6.18,48, X.Smp.4.19, Oec. l.c.
II = κομπέω 1.2, ring a jar to test its soundness, PLond. ined.2327 (iii B.C.).
III ἐκομπάσθη· ἠπατήθη, εἰς ὄγκον διετέθη, Hsch., cf. Suid.
German (Pape)
[Seite 1479] = κομπέω, bes. prahlen, großsprechen; absolut, τίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ Aesch. Spt. 418, wie κομπάζειν μάτην Eur. Hipp. 978; auch Lys. 6, 18, κομπάζειν μᾶλλον ἢ τιμωρεῖσθαι βούλεσθαι, u. Sp.; – c. inf., οὐ κομπάσαιμ' ἂν θεσφάτων γνώμων ἄκρος εἶναι, ich möchte mich nicht rühmen, mich auf die Göttersprüche zu verstehen, Aesch. Ag. 1101, wie κρείσσον' Ἀρτέμιδος εἶναι κομπάσαντα Eur. Bacch. 1130; – ἐπί τινι, Aesch. Spt. 462; τινί, Ag. 561; – auch c. accus., λόγον, ein prahlendes Wort sprechen, Eum. 516, wie μέγ' ἄν τι κομπάσειας Soph. Ai. 1101 u. οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας El. 1492; – auch in Prosa; ἐμοῦ καλλίων ταῦτα κομπάζεις Xen. Conv. 4, 19; mit folgendem ὡς, Oec. 10, 3; Plut. Crass. 18. – Pass.; φόβος κομπάζεται, es wird mit dem Schrecken geprahlt, Aesch. Spt. 482; ὃς οὕνεκ' ὄλβου μέγας ἐκομπάσθη ποτέ Eur. Herc. Fur. 64.
French (Bailly abrégé)
faire le beau parleur, parler avec emphase : κ. τινὶ λόγον ESCHL se vanter au sujet de qqn ; Pass. être dit avec emphase, être vanté;
Moy. κομπάζομαι parler de soi en termes pompeux, se vanter.
Étymologie: κόμπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κομπάζω [κόμπος] ook med., opscheppen, hoog van de toren blazen, met ἐπί + dat. over:; κόμπαζ’ ἐπ’ ἄλλῳ schep maar op over de volgende Aeschl. Sept. 480; met inf.:; κρείσσον’... Ἀρτέμιδος εἶναι κομπάζειν pochen beter te zijn dan Artemis Eur. Ba. 340; met acc. v. h. inw. obj.:; τοιόνδ’ ἐπ’ ἀνδρί κομπάζεις λόγον je spreekt zo snoevend over je man Aeschl. Ag. 1400; κόμπασον γέρας καλόν schep maar op over dat fraaie ereambt Aeschl. Eum. 209; οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας de expertise waarover je opschept heb je niet van je vader Soph. El. 1500; pass. voorwerp van grote verhalen zijn:. οὕνεκ’ ὄλβου μέγας ἐκομπάσθη vanwege zijn geluk werd er hogelijk van hem opgegeven Eur. HF 64.
Russian (Dvoretsky)
κομπάζω: бросать красивые, но пустые фразы, хвастливо говорить, хвастаться (τὴν πατρῴαν τέχνην Soph.; μάτην Eur.; τι περὶ αὑτοῦ Plut.): οὐ κομπάσαιμ᾽ ἂν θεσφάτων γνώμων ἄκρος εἶναι Aesch. не стану хвастаться, будто понимаю пророческие изречения; κρείσσον᾽ ἐν κυναγίαις Ἀρτέμιδος εἶναι κ. Eur. хвалиться (своим) превосходством в охоте над (самой) Артемидой; κ. μᾶλλον ἢ τιμωρεῖσθαι Lys. больше разглагольствовать (о наказаниях), чем наказывать; κ. ἐπί τινι (λόγον) или κ. τινα Aesch. заносчиво говорить с кем-л.; τίνος δὲ παῖς πατρὸς κομπάζεται; Eur. сыном какого же отца слывет (Диомед)?
Greek Monolingual
(ΑM κομπάζω) κόμπος
καυχιέμαι χωρίς να το αξίζω, μεγαλαυχώ, υπερηφανεύομαι ανάξια (α. «κόμπαζε για την αξία του γιου του, ενώ εκείνος είναι ένα τίποτε» β. «μέγ' ἄν τι κομπάσειας, ἀσπίδ' εἰ λάβοις», Σοφ.)
αρχ.
1. χτυπώ πήλινο αγγείο για να ελέγξω τη στερεότητά του
2. παθ. κομπάζομαι
γίνομαι αντικείμενο καύχησης, φημίζομαι
3. απρόσ. κομπάζεται
υπάρχει θρύλος, γίνεται λόγος.
Greek Monotonic
κομπάζω: μέλ. -άσω = κομπέω,
1. καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαλαυχώ, μεγαλοστομώ, σε Τραγ.· με σύστ. αντ., κ.λόγον, ξεστομίζω μεγάλα λόγια, σε Αισχύλ.
2. καυχιέμαι, κ. γέρας, καυχιέμαι για το αξίωμά μου, στον ίδ. — Παθ., γίνομαι αντικείμενο καυχήσεως, φημίζομαι, σε Ευρ.· φόβος κομπάζεται, ο φόβος ξεστομίζεται μεγαλοφώνως, σε Αισχύλ.· τίνοςδὲ παῖς πατρὸς κομπάζεται; ποιανού πατέρα περηφανεύεται ότι είναι γιος; σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κομπάζω: μέλλ. -άσω, = κομπέω, ὡς καὶ νῦν, καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, Αἰσχύλ. Θήβ. 436, Ἀγ. 1671, κτλ.· κ. μέγα Εὐρ. Ἱππ. 978· κ. ἐπί τινι, ὁμιλῶ κομπαστικῶς ἐναντίον τινός, Αἰσχύλ. Θήβ. 480· ― μετ’ αἰτ., κ. λόγον, ὁμιλῶ μεγάλους λόγους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1400, κτλ.· κ. γέρας, καυχῶμαι διὰ τὴν θέσιν μου, τὸ ὑπούργημά μου, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 209· οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας Σοφ. ἐν Ἠλ. 1500· μέγα τι κ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1122· ― μετ’ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1130, Εὐρ. Βάκχ. 340· κ. ὡς..., Ξεν. Οἰκ. 10. 3. ― Παθ., γίνομαι ἀντικείμενον καυχήσεως, φημίζομαι, οὕνεκ’ ὄλβου Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 64· φόβος... κομπάζεται, θρυλεῖται, Αἰσχύλ. Θήβ. 500· τίνος δὲ… παῖς πατρὸς κομπάζεται; τίνος πατρὸς υἱὸς λέγεται ὅτι εἶναι; Εὐρ. Ἄλκ. 497, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 64. ― ὡς τὸ κομπέω, σπάνιον παρὰ πεζολόγοις, Λυσ. 105. 2., 107. 27, Ξεν. Συμπ. 4. 19, Οἰκ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Middle Liddell
= κομπέω
1. to vaunt, boast, brag, Trag.; c. acc. cogn., κ. λόγον to speak big words, Aesch.
2. to boast of, κ. γέρας to boast one's office, Aesch.:—Pass. to be renowned, Eur.; φόβος κομπάζεται fear is loudly spoken, Aesch.; τινὸς δὲ παῖς πατρὸς κομπάζεται; of what father is he said to be the son? Eur.
Mantoulidis Etymological
(=καυχιέμαι). Ἀπό τό κόμπος (θόρυβος, καύχηση), πού ἴσως νά σχετίζεται μέ τό κόπτω.
Παράγωγα: κομπασμός, κόμπασμα, κομπαστής, κομπαστικός, κομπῶ, κομπώδης.