ὑδρία
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἡ, (ὕδωρ)
A water-pot, pitcher, Ar.V.926, Ec.678 (anap.), LXX Ec.12.6, CIG2855.10 (Branchidae), Ev.Jo.2.6, etc.; ὑδρίης πέρι δῆρις (cf. ἀμφορίτης) A.R.4.1767: prov., ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν to break the pitcher at the door, 'there's many a slip twixt cup and lip', Arist.Rh.1363a7.
II vessel of any kind, e.g. wine pot, Ar.Fr. 136; a pot of money, Id.Av.602 (anap.) (ἐν ὑδρίαις γὰρ ἔκειντο οἱ θησαυροί Sch. ad loc.(603)), cf. IG11(2).161 B100 (Delos, iii B. C.); ὑ. χαλκῆ D.47.52; ὑδρία χρυσῆ, ὑδρία ἀργυρᾶ, IG22.204.35; ὑδρίαι ἄρτων πέντε bread-pans, POxy.155.4 (vi A. D.).
2 balloting urn, especially in lawcourts, etc., IG9(1).334.45 (Locr., v B. C.), Isoc.17.33, Plu.TG11.
3 cinerary urn, Id.Phil.21, Luc.Dem.Enc.29, etc.
4 water clock, S.E.M.5.75, Jul.Caes.325c. [ῑ in A.R. l.c., where ὑδρείης is v.l.]
German (Pape)
[Seite 1173] ἡ, 1) Wassereimer, Wasserkanne, Wasserkrug; Ar. Av. 602 Eccl. 678; χαλκῆ, Dem. 47, 52. – 2) Todtenurne, die Gebeine darin zu sammeln, Aschenkrug; Plut. Philop. 21; Luc. Dem. enc. 29.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. hydrie, vase pour puiser, contenir ou verser de l'eau;
II. p. ext.
1 urne pour les cendres des morts;
2 urne pour voter au tribunal.
Étymologie: ὕδωρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑδρία: ἡ
1 кувшин или ведро Arph.: ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν (sc. κλᾶν или θραύειν) погов. Arst. разбить кувшин у (самых) дверей, т. е. испортить дело на пороге его завершения;
2 сосуд, урна (погребальная Plut., Luc. или для подачи голосов Isocr., Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρία: ἡ (ὕδωρ) ἀγγεῖον πρὸς ἐναπόθεσιν ὕδατος, στάμνος, λάγηνος, Ἀριστοφ. Σφ. 926, Ἐκκλ. 678, Συλλ. Ἐπιγρ. 2855. 11, κλπ.· ἀγών... ὑδρίης πέρι (πρβλ. ἀμφορίτης), Ἀπολ. Ρόδ. Δ. 1767· - παροιμ., ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν, δηλ. νὰ σπάσῃ τις τὴν ὑδρίαν εἰς τὴν θύραν τῆς οἰκίας του, ἤτοι νὰ καταλίπῃ ἔργον ὅταν πλησιάζῃ νὰ τελειώσῃ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 6, 22. ΙΙ. ἀγγεῖον οἱονδήποτε, ἀγγεῖον οἰνηρόν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 183· ἀγγεῖον πλῆρες νομισμάτων, «πιθάρι», ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 602. 2) ἡ κάλπη τῆς ψηφοφορίας ἐν τοῖς δικαστηρίοις, Ἰσοκρ. 365C· ὑδρ. χαλκῆ Δημ. 1155. 6, πρβλ. Πλουτ. Τ. Γράκχ. 11. 3) κάλπη φέρουσα τὴν τέφραν νεκροῦ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 601 (ἴδε Σχόλ.), Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 29, Πλουτ. Φιλοπ. 21. κλπ. [ῑ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὅπου ὑπάρχει καὶ διάφ. γραφ. ὑδρείης].
English (Abbott-Smith)
ὑδρία, -ας, ἠ(< ὕδωρ), [in LXX for בַּד;]
1.prop., a water-pot or jar: Jo 2:6, 7 John 4:28.
2.More freq. in Attic = ἄγγυς, a pot, urn or jar of any kind, as for holding wine, coins, etc. (v. Rutherford, NPhr., 23; MM, xxv).†
English (Strong)
from ὕδωρ; a water-jar, i.e. receptacle for family supply: water-pot.
English (Thayer)
ὑδρίας, ἡ (ὕδωρ), a vessel for holding water; a water-jar, water-pot: Aristophanes, Athen., others; the Sept. for כַּד. (Cf. Rutherford, New Phryn., p. 23.))
Greek Monolingual
η / ὑδρία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑδρίη και δ. γρφ. ὑδρείη Α
1. αγγείο, συνήθως πήλινο, για την εναπόθεση και μεταφορά νερού, στάμνα
2. αρχαιολ. αγγείο για τη μεταφορά νερού, που είχε τρεις λαβές, μία κάθετη και δύο οριζόντιες, και ήταν πήλινο ή χάλκινο
αρχ.
1. κάθε είδος αγγείου, κρασιού, μελιού κ.ά.
2. αγγείο γεμάτο νομίσματα, πιθάρι
3. (στα δικαστήρια) κάλπη ψηφοφορίας
4. τεφροδόχη
5. πανέρι ψωμιού
5. χρονόμετρο, κλεψύδρα με νερό
6. παροιμ. «ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν» — λέγεται για έργο που εγκαταλείπεται λίγο διάστημα πριν από την περάτωση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ- του ὕδωρ + κατάλ. -ία (πρβλ. γερουσία)].
Greek Monotonic
ὑδρία: ἡ (ὕδωρ),
I. αγγείο νερού, στάμνα, ασκί, λαγήνι, σε Αριστοφ.· παροιμ., ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν, σπάω τη στάμνα στην πόρτα δηλ. την τελευταία στιγμή ματαιώθηκε ένα σχέδιο, γιατί κάτι πήγε στραβά, σε Αριστ.
II. 1. αγγείο διαφόρων ειδών, αγγείο χρημάτων, πιθάρι, σε Αριστοφ.
2. ψηφοδόχος κάλπη δικαστηρίου, σε Ισοκρ., Δημ.
3. τεφροδόχος, σε Αριστοφ., Λουκ.
Middle Liddell
ὑδρία, ἡ, ὕδωρ
I. a water-pot, pitcher, urn, Ar.:— proverb., ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν to break the pitcher at the door, = "there's many a slip 'twixt cup and lip, " Arist.
II. a vessel of any kind, a pot of money, Ar.
2. the balloting urn in the courts of law, Isocr., Dem.
3. a cinerary urn, Ar., Luc.
Chinese
原文音譯:Ødr⋯a 虛得里阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:濕
字義溯源:水罐子,缸;源自(ὕδωρ)=水),而 (ὕδωρ)出自(ὑετός)=雨水), (ὑετός)又出自(ὕψωμα)X*=下雨)
出現次數:總共(3);約(3)
譯字彙編:
1) 缸(2) 約2:6; 約2:7;
2) 水罐子(1) 約4:28
English (Woodhouse)
urn for receiving votes, waterpot