πλατύνω

From LSJ
Revision as of 07:40, 15 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτύνω Medium diacritics: πλατύνω Low diacritics: πλατύνω Capitals: ΠΛΑΤΥΝΩ
Transliteration A: platýnō Transliteration B: platynō Transliteration C: platyno Beta Code: platu/nw

English (LSJ)

(πλατύς)
A widen, τὰ φυλακτήρια Ev.Matt.23.5; τὴν εἰσβολήν J.BJ5.8.1; π. τὸ στῖφος widen it out, ib.5.2.1; τοὺς ἐφεξῆς στίχους Arr.Tact.17.2: metaph., τὴν ψυχὴν εὐγενεστέραν τῆς φύσεως πλατύνας IG5(2).268.12 (Mantinea, i B.C.):—Med., τὴν γῆν πλατύνεσθαι widen one's territory, X.Cyr.5.5.34:—Pass., grow broad, widen out, Arist.Mir.841a2, Mu. 393a23, etc.; of the pupils, to be dilated, Plu.2.376f: metaph., ἡ καρδία πεπλάτυνται is opened, relieved from care, 2 Ep.Cor.6.11; ἐπλάτυνας τὴν καρδίαν μου LXX Ps.118(119).32.
2 ἐπλατύνθη… τὸ στόμα μου was opened wide, ib. 1 Ki.2.1: hence, metaph., μὴ πλατυνθῇ ἡ καρδία be puffed up, ib.De.11.16:—Med., talk big of oneself, τί πλατύνεαι, ἠλίθιος ὥς; Timo 34.4.
3 pronounce broadly, τὴν φωνήν Hermog.Id.1.6, Harp. s.v. λαρυγγίζειν.
4 amplify, τὸν λόγον Phld.Ind.Sto.24; τὴν ἑρμηνείαν Hermog.Prog.3:—Pass., διήγησις πλατύνεται τρόποις Id.Inv.2.7: abs., use amplification, D.H.Din.6.

German (Pape)

[Seite 627] breit machen, dah. ausbreiten, verbreiten, erweitern, pass., Xen. Cyr. 5, 5, 34 u. Rhett., breit, platt aussprechen, auch sich breit machen, großthun, Timon. bei Diog. L. 4, 42.

French (Bailly abrégé)

1 ouvrir largement;
2 étendre ; Pass. s'étendre;
NT: élargir.
Étymologie: πλατύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλατύνω [1. πλατύς] breder maken, uitbreiden:; τὴν γῆν πλατύνεσθαι zijn land uitbreiden Xen. Cyr. 5.5.34; overdr.. ἡ καρδία ἡμῶν πεπλάτυνται ons hart staat open NT 2 Cor. 6.11.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτύνω: (ῡ) (fut. πλᾰτῠνῶ)
1 делать шире, расширять (τι NT); med.-pass. расширяться: αἱ κόραι πλατύνεσθαι δοκοῦσιν Plut.; ἡ καρδία ἡμῶν πεπλάτυνται NT: πλατύνεσθαι γῆν Xen. расширять свою территорию;
2 pass. досл. надуваться, перен. чваниться (τί πλατύνεαι; Diog. L.).

English (Strong)

from πλατύς; to widen (literally or figuratively): make broad, enlarge.

English (Thayer)

passive, perfect 3rd person singular πεπλάτυνται (see μιαίνω); 1st aorist ἐπλατυνθην; (πλατύς); to make broad, to enlarge: τί, ἡ καρδία ἡμῶν πεπλάτυνται, our heart expands itself namely, to receive you into it, i. e. to welcome and embrace you in love, πλατύνειν τήν καρδίαν for לֵב הִרְחִב, to open the heart namely, to instruction, Winer's Grammar, 30)); πλατύνθητε καί ὑμεῖς, be ye also enlarged in heart, viz. to receive me therein, Xenophon, Plutarch, Anthol., others.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, πλαταίνω Ν πλατύς
καθιστώ κάτι πλατύ ή πλατύτερο το επεκτείνω κατά πλάτος, φαρδαίνω (α. «πλαταίνουν τον δρόμο» β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) γίνομαι πλατύς ή πλατύτερος απ' ὁ,τι ήμουν, ευρύνομαι, διευρύνομαι (α. «πλάτυναν τα παπούτσια μου» β. «πλάτυνε ο ορίζοντάς του»)
2. παθ. πλατύνομαι και πλαταίνομαι
είμαι δεκτικός πλατύνσεως, επιδέχομαι πλάτυνση («ο δρόμος δεν πλαταίνεται άλλο»)
μσν.
(σχετικά με το στόμα) ανοίγω διάπλατα
μσν.-αρχ.
1. (σχετικά με τον χριστιανισμό) διαδίδω
2. φρ. «πλατύνω τὸ στόμα τινὸς ἐπί τινα» — παρέχω σε κάποιον ελευθερία λόγου έναντι άλλου, τον αφήνω να πει ὁ,τι θέλει
αρχ.
1. επεκτείνω («πλατύνειν τὴν εἰσβολήν», Ιώσ.)
2. μεγαλώνω κάτι αραιώνοντάς το («τοὺς ἐφεξῆς στίχους πλατύνειν», Αρρ.)
3. μιλώ με επιτηδευμένους λαρυγγισμούς ή με έκταση της φωνής, εκφράζομαι με λέξεις οι οποίες προσδίδουν πλάτος στη φωνή μου («πλατύνειν τὴν φωνήν», Ερμογ.)
4. (σχετικά με τον λόγο) καθιστώ κάτι σχοινοτενές, μακρηγορώ
5. μεταχειρίζομαι πλεονασμούς («πιστοῦται δι' οὐ κατ' ἐνθύμημα μόνον, ἀλλὰ καὶ κατ' ἐπιχείρημα πλατύνων», Δίον. Αλ.)
6. μέσ. πλατύνομαι
α) (για την κόρη του οφθαλμού) διαστέλλομαι
β) υπερηφανεύομαι για κάτι, καυχώμαι, κομπορρημονώ
7. φρ. α) «πλατύνομαι τὴν γῆν» — επεκτείνω, μεγαλώνω τη χώρα μου
β) «πλατύνω τὴν καρδίαν» — ανακουφίζω, ελαφρώνω την καρδιά κάποιου από μέριμνες ή φροντίδες
γ) «πλατύνεται ἡ καρδία»
i) ανοίγει η καρδιά μου, ανακουφίζομαι από τις έγνοιες ή τις φροντίδες, ξαλαφρώνω
ii) αλαζονεύομαι
δ) «πλατύνεται τὸ στόμα μου» — κομπορρημονώ.

Greek Monotonic

πλᾰτύνω: μέλ. -ῠνῶ, (πλατύς), πλατύνω, κάνω πλατύ, σε Καινή Διαθήκη — Μέσ., πλατύνεσθαι γῆν, πλαταίνω τη γη, ευρύνω το έδαφός μου, σε Ξεν. — Παθ., αναπτύσσομαι σε πλάτος, ευρύνομαι, πλαταίνω, σε Ανθ.· μεταφ., ἡ καρδία πεπλάτυνται, είναι ανοιχτή, διευρυμένη, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύνω: [ῡ], μέλλ. -ῠνῶ, (πλατὺς) ὡς καὶ νῦν, ποιῶ τι πλατύ, τὰ φυλακτήρια Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 5· πλ. τὸ στῖφος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 3, 2· ― Μέσ., πλατύνομαι γῆν, πλατύνω τὴν χώραν μου, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 34· ― Παθ., πλατύνομαι, γίνομαι πλατύς, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 112, π. Κόσμ. 3. 8, κτλ.· πλ. χάρις Ἀνθ. Π. 1. 106· ἐπὶ τῆς κόρης τοῦ ὀφθαλμοῦ, διαστέλλομαι, πλατύνομαι, Πλούτ. 2. 376E· μεταφορ., ἡ καρδία πεπλάτυνται, ἀνεκουφίσθη ἀπὸ φροντίδων, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. Ϛ΄, 11, πρβλ. Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΙΗ΄, 23). 2) ἐπλατύνθη... τὸ στόμα μου, ἀνεῴχθη πλατέως, αὐτόθι (Α΄ Βασιλ. Β΄, 1), ἀκολούθως, μεταφορ., ἐν τῷ πληθ., ὁμιλῶ μεγάλα περὶ ἐμαυτοῦ, κομπορρημονῶ, τί πλατύνεαι, ἠλίθιος ὥς; Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 4. 24· πρβλ. πλατυσμός. 3) προφέρω πλατέως, Φωτ. Βιβλ. 126. 3, Ἁρποκρ. 4) ἐπιμηκύνω, τὴν διήγησιν Ἑρμογέν., κλ.· ἀπολ., ἐπεκτείνω τὸν λόγον, πιστοῦται δ’ οὐ κατ’ ἐνθύμημα μόνον, ἀλλὰ καὶ κατ’ ἐπιχείρημα πλατύνων Διονυσίου Ἁλικ. Δείναρχος 6.

Middle Liddell

πλᾰτύνω, πλατύς
to widen, make wide, NTest.: —Mid., πλατύνεσθαι γῆν to widen one's territory, Xen.:—Pass. to grow broad, widen out, Anth.: metaph., ἡ καρδία πεπλάτυνται is opened, enlarged, NTest.

Chinese

原文音譯:platÚnw 普拉替挪
詞類次數:動詞(3)
原文字根:(使)寬廣 相當於: (רָחַב‎)
字義溯源:加寬,作寬,寬,寬宏,加闊,加大;源自(πλατύς)=平闊,寬廣);而 (πλατύς)出自(πλάσσω)*=模造)。參讀 (αἶνος)同義字
同源字:1) (πλάτος)寬,闊 2) (πλατύνω)加寬,加闊 3) (πλατύς)平闊,寬廣
出現次數:總共(3);太(1);林後(2)
譯字彙編
1) 該寬宏的(1) 林後6:13;
2) 是寬宏的(1) 林後6:11;
3) 做寬了(1) 太23:5