ὁδηγός

From LSJ
Revision as of 07:50, 15 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδηγός Medium diacritics: ὁδηγός Low diacritics: οδηγός Capitals: ΟΔΗΓΟΣ
Transliteration A: hodēgós Transliteration B: hodēgos Transliteration C: odigos Beta Code: o(dhgo/s

English (LSJ)

ὁ, guide, Plb.5.5.15, Plu.Alex.27; of a goddess, Paus.2.11.2; part of a dirigible χελώνη, Ath.Mech.34.6; ταῖς Ἀριστοτελείοις τέχναις ὁδηγοῖς χρησάμενος D.H.Amm.1.12, cf. Phld.Lib.p.20 O.: as adjective, ὁδηγὰ πλοῖα pilot-boats, Sammelb.7173.16(ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 292] ὁ, = ὁδηγητής (s. auch ὁδαγός); Pol. 5, 5, 15; Plut. u. a. Sp., auch adj., αἱ ὁδηγοὶ τῆς διανοίας αἰσθήσεις, S. Emp. pyrrh. 1, 128.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui conduit sur la route, guide;
NT: instructeur.
Étymologie: ὁδός, ἄγω.

Russian (Dvoretsky)

ὁδηγός:
Iпроводник Polyb., Plut.
II ведущий, руководящий NT: αἱ ὁδηγοὶ (τῆς διανοίας) αἰσθήσεις Sext. чувственные восприятия, руководящие мышлением.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδηγός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ δεικνύων τὴν ὁδόν, Πολύβ. 5. 5, 15, Πλουτ. Ἀλέξ. 27· ἐπὶ θεότητος, Παυσ. 2. 11, 2. ΙΙ. διδάσκαλος, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 12. Πρβλ. ὁδᾱγός.

Spanish

guía

English (Strong)

from ὁδός and ἡγέομαι; a conductor (literally or figuratively (teacher)): guide, leader.

English (Thayer)

ὁδηγοῦ, ὁ (ὁδός and ἡγέομαι t; cf. χορηγός), a leader of the way, a guide;
a. properly: Polybius 5,5, 15; Plutarch, Alex. 27; ὁδηγός τυφλῶν, i. e. like one who is literally so called, namely a teacher of the ignorant and unexperienced, τυφλοί ... ὁδηγοί τυφλῶν, i. e. like blind guides in the literal sense, in that, while themselves destitute of a knowledge of the truth, they offer themselves to others as teachers, Matthew 23:16,24.

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ ὁδηγός, Μ και ὁδαγός)
1. αυτός που προπορεύεται δείχνοντας την πορεία στους άλλους που ακολουθούν
2. ως επίθ. οδηγός, -ό
οδηγητικός, καθοδηγητικός ή ρυθμιστικός («οδηγό πυροβόλο» — πυροβόλο που ρυθμίζει τη σκόπευση τών υπόλοιπων)
νεοελλ.
1. πρόσωπο που έχει ως επάγγελμα να οδηγεί ξένους στα αξιοθέατα ενός τόπου ή ενός χώρου, ξεναγός
2. ο πρώτος σε μια παράταξη σύμφωνα με τον οποίο ρυθμίζουν οι υπόλοιποι τη θέση ή το βήμα τους στη διάρκεια γυμναστικών ή στρατιωτικών ασκήσεων
3. αυτός που οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα («οδηγός αυτοκινήτου»)
4. τεχνολ. η ευθυντηρία
5. ναυτ. πλοίο που τίθεται επικεφαλής σε ναυτικό σχηματισμό και σύμφωνα με το οποίο κανονίζουν τη θέση τους τα υπόλοιπα (α. «οδηγός γραμμής» β. «οδηγός σχηματισμού» ή «οδηγός στόλου»)
6. νεαρή κοπέλα-μέλος προσκοπικής οργάνωσης
7. φυλλάδιο ή βιβλίο που περιέχει πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες για την ενημέρωση και τον προσανατολισμό κάποιου σε έναν γεωγραφικό και καλλιτεχνικό χώρο ή παρέχει γνώσεις και συμβουλές σε έναν οποιονδήποτε τομέα (α. «οδηγός της Κέρκυρας» β. «οδηγός του Μουσείου Μπενάκη» γ. «οδηγός μαγειρικής» δ. «οδηγός καλής συμπεριφοράς»)
8. (στις Κυκλάδες) η βασίλισσα τών μελισσών
9. (στην Κρήτη) κριάρι που προηγείται του ποιμνίου
10. (γενικά) καθετί που χρησιμεύει στη χάραξη της πορείας και στην καθοδήγηση ενός ατόμου («η πείρα είναι ο καλύτερος οδηγός»)
μσν.-αρχ.
ο Θεός ως καθοδηγητής τών ανθρώπων
αρχ.
1. δάσκαλος («ταῖς Ἀριστοτελείοις τέχναις ὁδηγοῖς χρησάμενος», Διον. Αλ.)
2. μέρος από το οποίο κατευθυνόταν η πολιορκητική χελώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. χορ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ὁδηγός: ὁ (ὁδός, ἡγέομαι), οδηγός, καθοδηγητής, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὁδ-ηγός, οῦ, ὁ, ὁδός, ἡγέομαι
a guide, Plut.

Chinese

原文音譯:ÐdhgÒj 何特-誒哥士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:道路-帶領(者)
字義溯源:領導者,領路者,領路,領,引導;由(ὁδός / ὁδοποιέω)*=路)與(ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)=引領)組成,而 (ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)出自(ἄγω)*=帶領)
出現次數:總共(5);太(3);徒(1);羅(1)
譯字彙編
1) 領路的(3) 太15:14; 太23:16; 太23:24;
2) 領路者(1) 羅2:19;
3) 領路(1) 徒1:16

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὁδός + ἄγω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ὁδηγός: ὁδηγῶ, ὁδήγησις, ὁδηγητήρ, ὁδηγήτρια, ὁδηγητής, ὁδηγητικός, ὁδηγία, ὁδηγέτης.

Léxico de magia

guía de los vientos, en plu. ἐπικαλοῦμαι καὶ εὔχομαι τὴν τελετήν, ..., ὦ τῶν ἀνέμων ὁδηγοί, ὦ τῶν κυμάτων ἐξεγερταί os invoco y suplico esta consagración, oh guías de los vientos, oh vosotros que levantáis las olas (en una invocación a diversos dioses) P XII 224

Translations

Arabic: مُرْشِد‎, مُرْشِد سِيَاحِيّ‎; Egyptian Arabic: دليل‎; Armenian: ուղեկցորդ, զբոսավար, գիդ; Asturian: guía; Basque: gida; Belarusian: гід, экскурсавод, правадні́к, правадні́ца; Bengali: মুর্শিদ; Bulgarian: водач; Burmese: လမ်းပြ; Catalan: guia; Chinese Mandarin: 導遊 or 導游, 导游; Czech: průvodce, průvodkyně; Danish: guide; Dutch: gids; Esperanto: gvidisto; Estonian: giid, reisijuht; Faroese: ferðaleiðari; Finnish: opas; French: guide; Galician: guía; Georgian: წინამძღოლი, მეგზური, გიდი; German: Reiseleiter, Reiseleiterin, Fremdenführer, Fremdenführerin; Greek: ξεναγός; Ancient Greek: ὁδηγός, ἀγωγός; Hebrew: מורה–דרך‎, מדריך‎; Hindi: मार्गदर्शक; Hungarian: vezető, idegenvezető, túravezető, kalauz; Icelandic: leiðsögumaður; Indonesian: pemandu; Japanese: 案内人, 案内役, ツアーガイド, 引率者; Korean: 안내인(案內人), 가이드, 길잡이, 관광 가이드, 여행 가이드; Latin: dux; Latvian: gids, pavadonis; Lithuanian: gidas, vadovas, vedlys; Macedonian: водич; Malayalam: വഴികാട്ടി; Maltese: gwida; Maori: kaiārahi, here; Mongolian Cyrillic: газарч; Norman: dgide; Norwegian Bokmål: guide; Nynorsk: guide; Ottoman Turkish: قلاووز‎, رهبر‎; Persian: راهنما‎; Polish: przewodnik, przewodniczka; Portuguese: guia; Romanian: ghid; Russian: гид, экскурсовод, проводник, проводница; Scottish Gaelic: neach-iùil; Serbo-Croatian Cyrillic: во̀дӣч; Roman: vòdīč; Slovak: sprievodca, sprievodkyňa; Slovene: vodič, vodnik; Spanish: líder, guía; Swahili: kiongozi; Swedish: guide; Tagalog: patnubay; Tajik: роҳнамо; Thai: มัคคุเทศก์; Tocharian B: ṣarpṣūkiññe; Turkish: rehber; Ukrainian: гід, екскурсовод, провідник, провідниця; Vietnamese: người hướng đạo; Volapük: tävageidan, tävahigeidan, tävajigeidan, geidan, higeidan, jigeidan