ἔνστασις
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
ἐνστάσεως, ἡ, (ἐνίσταμαι)
A origin, beginning, τῶν ὅλων πραγμάτων Aeschin.2.20; τοῦ πολέμου Plb.4.62.3; πραγμάτων Ph.2.75; institution of legal proceedings, τὴν ὅλην ἔνστασιν τοῦ ἀγῶνος Aeschin.1.132.
2 ἔνστασις βίου a way of life, D.L.6.103, cf. Jul.Or.6.201a.
3 institution of an heir, Cod.Just.1.2.25 Intr., PMasp.151.274 (vi A. D.); inheritance, ib.312.55 (vi A. D.).
II in Medic., lodgement, λίθων Aret.CD2.3.
2 impaction, obstruction, ὄγκων Asclep. ap. Gal.10.101, Herod.Med. ap. Orib.5.30.5, etc.: generally, interference, ὀνύχων Iamb.Protr.21.ιθ'.
III in Logic, objection to an argument, ἔ. πρότασις προτάσει ἐναντία Arist.APr.69a37, cf. Top.157a35, Rh.1402a31, Hermog.Inv.3.6, etc.
2 generally, opposition, Plb.6.17.8 (pl.), Ph.2.60.
3 prosecution, ἐν μολποῖς SIG 633.66 (Milet., ii B. C.).
4 χαλεπὴ ἔνστασις = difficult situation, IG12(5).509.4 (Seriphos, iii/ii B. C.).
IV (ἐνίστημι) winding up an engine, Ph.Bel.61.21, 57.41 (nisi leg. ἔντασις).
V impact, interference of an object of vision, Placit.4.13.2, Plot.4.5.2.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. plu. nom. ἐνστάσιες Aret.CD 2.3.3]
I preverb. indic. ‘inicio’
1 comienzo, origen, inicio c. gen. ἡ ... ἐξ ἀρχῆς ἔ. τῶν ὅλων πραγμάτων Aeschin.2.20, κατὰ τὴν ἔνστασιν τοῦ πολέμου Plb.4.62.3, cf. 36.2.3, Ph.2.75, Epiph.Const.Haer.8.9.2, Hdn.8.3.7
•aparición ῥεύματος ἔ. βραχέος Ph.2.60.
2 jur. incoación, inicio de un proceso legal ἡ ὅλη ἔ. τοῦ ἀγῶνος Aeschin.1.132, εἶναι αὐτοὺς ὑπε[υ] θύνους ... τῇ ἐμ Μολποῖς ἐνστάσει Milet 1(3).150.66 (II a.C.).
3 jur. nombramiento, institución de heredero Cod.Iust.1.2.25 proem., Iust.Nou.18.1
•de donde herencia o parte de la herencia, Cod.Iust.1.2.25 proem., PMasp.151.274, 312.55 (ambos VI d.C.).
4 mec. puesta en marcha de una máquina, Ph.Bel.57.41, 61.21 (ambas var., v. 1 ἔντασις II 1).
II preverb. indic. ‘lugar o estado’
1 sent. fís. constitución, forma de ser de las garras de las rapaces, Iambl.Protr.21.19, de una planta, Ath.Al.M.28.481D, βλέμματος Basil.M.31.880C.
2 sent. moral disposición, manera de ser, actitud ἔ. βίου forma de vida D.L.6.103, cf. Ph.1.125, Epict.Ench.23, Arr.Epict.3.14.7, Artem.4 proem., Athenag.Leg.31.1, Iul.Or.9.201a, φοβερὸς ἦν τὴν ἔνστασιν Cat.Eu.Luc.7.24 (p.59.21), ἡ μοναδικὴ κατὰ τὸν βίον ἔ. Synes.Ep.67 (p.121.10), αἱ ἐνστάσεις τοῦ Χριστιανοῦ Clem.Al.Paed.2.3.38, τὸ μὴ ἀγνοεῖσθαι παρὰ σοῦ τὴν ἔνστασιν ἡμῶν Synes.Ep.95 (p.158.4).
3 apoyo, asiento πολλὰς ἐνστάσεις καὶ βοηθείας ἀπὸ τῶν ὑγιανόντων ἔχουσιν encuentran mucho apoyo y ayuda en las partes sanas Plu.Lys.17
•firmeza, estabilidad, constancia c. gen. subjet. τοῦ δὲ σόφου ... ἀναιρεῖν ἐπιχειρεῖ τὴν ἔνστασιν Ph.1.125, ἡ ἀκίνητος ἔ. καὶ ἀδιάπτωτος τῆς ψυχῆς περὶ τὴν ἁγνείαν Meth.Symp.299, πρὸς τὰς ἀλγηδόνας Eus.HE 4.15.4, cf. Iust.Phil.Dial.112.5, Const.App.5.6.2, νουθεσίας ἐνστάσει por la constancia de mi consejo Const. en Eus.VC 2.71.4.
4 ref. la argumentación postura, punto de vista ἐκείνου ... ἐπιμείναντος τῇ ἐνστάσει Sch.E.Or.414.
5 situación, circunstancia διὰ τὴν ἔχουσάν με ἔνστασιν BGU 2606.8 (I a.C.), τὴν νῦν χαλεπὴν ἔνστασιν IG 12(5).509.4 (Sérifo II/III d.C.).
III preverb. sent. ‘en contra’, ‘enfrente’
1 dificultad, plu. situaciones difíciles ἡ βασιλικὴ πρόνοια ... ἐν ταῖς τῶν ὑπηκόων ἐνστάσεσι φανεροῦται Iust.Edict.7 proem.
2 resistencia ὡς μηδὲν ... ἐνστάσεσιν διαταράττοι τὴν τοῦδε σύστασιν de modo que nada altere la consistencia de éste (el mundo) por oponerle resistencia Plu.2.424a, ἡ πρὸς τὸ ὑποκείμενον ἔ. en la acción de ver Placit.4.13.2, cf. Plot.4.5.2
•oposición πρὸς τὰς ἐνστάσεις καὶ τὰς ἀντιπράξεις τῶν ... βουλημάτων Plb.6.17.8.
3 hostilidad, actuación hostil ἡ διαμάχη καὶ ἡ ἔ. ... πρὸς μυρία τὰ ἐκτὸς ἐμβεβηκότα Eus.PE 6.6.39, ἡ κατὰ τῶν αἱρετικῶν ἔ. Gr.Naz.M.35.1036A, cf. Thdt.M.81.1452C, μετὰ ... ἐχθρῶν ἐνστάσεως Heph.Astr.2.36.15.
4 lóg. y ret. objeción a un argumento ἔ. δ' ἐστὶ πρότασις προτάσει ἐναντία Arist.APr.69a37, cf. Top.157a35, Rh.1402a31, APo.77b34, Str.1.2.25, 13.1.45, Hermog.Inu.3.6 (p.136), S.E.M.10.106, Papp.488, Alex.Aphr.in Metaph.515.12, αἱ περὶ τῶν ἀρχῶν ἐνστάσεις las objeciones en relación con los principios de una ciencia, Arist.Ph.253b2, cf. SE 170b5
•Ἐνστάσεις tít. de una obra de Aristóteles, D.L.5.23.
5 medic. y vet. obstrucción, oclusión ἐν χαλεπαῖς ἐνστάσεσιν Herod.Med. en Orib.5.30.5, cf. Orib.Syn.8.41.3, 5, c. gen. λίθων ἐνστάσιες ref. cálculos en el riñón, Aret.l.c., cf. Hippiatr.2.18, ἔ. αἵματος παχέος Gal.18(1).49, cf. Plu.2.129d, τοῦ πνεύματος Dsc.Eup.1.62.
German (Pape)
[Seite 852] ἡ (vgl. ἐνίστημι), 1) das Anfangen, die von Anfang getroffene Einrichtung, Einleitung; τοῦ ἀγῶνος Aesch. 1, 132; τῶν ὅλων πραγμάτων ἐξ ἀρχῆς 2, 20; Folgde, wie Pol. 4, 62, 3; bes. bei den Philosophen mit u. ohne ζωῆς od. βίου, Lebens- u. Handlungsweise, Epict. u. A.; vgl. Hemsterhuys zu Th. Hag. p. 314. – 2) das Dagegenstehen, der Widerstand; Hippocr.; καὶ ἀντίπραξις Pol. 6, 17, 8; bes. bei den Rhetoren der Einwurf, die Instanz, Arist. rhet. 2, 25 u. a. Rhett.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 direction (d'une entreprise, d'une guerre, etc.);
2 action de presser un adversaire, objection à un argument.
Étymologie: ἐνίστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἔνστᾰσις: εως ἡ
1 установление, учреждение, устройство (τῶν ὅλων πραγμάτων ἐξ ἀρχῆς Aeschin.): ἡ ὅλη ἔ. τῆς ἀγῶνος Aeschin. весь судебный процесс в целом; ἐυθέως κατὰ τήν ἔνστασιν τοῦ πολέμου Polyb. с самого же начала войны: ἔ. βίου Diog. L. образ жизни;
2 сопротивление, противодействие (αἱ ἐντάσεις τῶν τῆς συγκλήτου βουλημάτων Polyb.);
3 возражение (ἔ. ἐστιν ἐπιχείρημα πρὸς τὴν θέσιν Arst.; ἐνστάσεις καὶ κοινότητας λαλεῖν Plut.);
4 (врачебное), средство (ἐνστάσεις καὶ βοηθείας ἀπό τινος ἔχειν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔνστασις: -εως, ἡ, (ἐνίσταμαι) ἀρχή, σχέδιον, διεξαγωγή, τοῦ ἀγῶνος Αἰσχίν. 18. 35., 30. 36· τοῦ πολέμου Πολύβ. 4. 62, 3· ἔνστ. βίου, τρόπος τοῦ βίου, Διογ. Λ. 6. 103, κτλ. ΙΙ. παρ’ ἰατρ., στάσις ἔν τινι, στάσιμον, λίθων Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3 (δίς). ΙΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, ἀντίρρησις ὡς ἐπιχείρημα, Λατ. instantia, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 2. 26, Ρητ. 2. 25. 2) καθόλου, ἐναντίωσις, ἀντίπραξις, ἀντίστασις, Πολύβ. 6. 17, 8.
Greek Monotonic
ἔνστᾰσις: -εως, ἡ (ἐνίσταμαι), αρχή, σχέδιο, διεξαγωγή, σε Αισχίν.
Middle Liddell
[ἐνίσταμαι]
a beginning, plan, management, Aeschin.
Translations
obstruction
Armenian: խոչընդոտում, խափանում; Bulgarian: преграждане, блокиране; Finnish: estäminen; German: Obstruktion, Verhinderung, Blockierung, Störung; Greek: απόφραξη, φράξιμο; Ancient Greek: Ancient Greek: ἀντισκότησις, ἀπόφραξις, ἔμφραγμα, ἔμφραξις, ἐνεδρεία, κόλλημα, παρεμποδισμός, στέγνωσις, σύμφραξις, φραγμός; Hungarian: akadályozás; Indonesian: obstruksi; Latin: obstructio; Marathi: अडथळा, अवरोध; Romanian: împiedicare, obstrucționare, blocare, obstrucție; Russian: препятствие, обструкция, препятствование; Scottish Gaelic: amaladh; Serbo-Croatian Roman: opstrukcija, ometanje; Turkish: engel olma
difficulty
Arabic: صُعُوبَة; Asturian: dificultá; Azerbaijani: çətinlik; Belarusian: цяжкасць, труднасць; Bulgarian: трудност, мъчнотия; Catalan: dificultat; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Crimean Tatar: mesele, qıyınlıq; Czech: obtížnost; Danish: sværhed, vanskelighed; Dutch: moeilijkheid; Esperanto: malfacileco, malfacilo; Finnish: vaikeus, hankaluus; French: difficulté; Galician: dificultade; German: Schwierigkeit; Greek: δυσκολία; Ancient Greek: ἄκανθα, ἀμηχανία, ἀμύξ, ἄναντες, ἀπόρημα, ἀπορησία, ἀπόρησις, ἀπορία, ἀπορίη, ἀργαλεότης, ἀσχολία, ἀτεραμνότης, διαπορία, δυσέργεια, δυσέργημα, δυσεργία, δυσκολία, δυσοδία, δυσχέρεια, δυσχρήστημα, δυσχρηστία, δυσχωρία, ἔνστασις, ἐπίστασις, ἐρυμνότης, περισκέλεια, περισκελία, περίστασις, πιεσμός, πλάνη, πρόβλημα, στεῖνος, στενοχώρημα, στενοχώρησις, στενοχωρία, στένωσις, τὰ ἄπορα, τὰ δυσχερῆ, ταλαιπώρημα, ταλαιπωρία, ταλαιπωρίη, τὸ ἄπορον, τὸ δυσεργές, τὸ δύσκολον, τὸ δυσπετές, τὸ δυσχερές, χαλεπότης, ψῦξις; Greenlandic: sapernassuseq; Haitian Creole: difikilte; Hebrew: קושי; Hindi: कठिनाई, मुसीबत, दिक़्क़त, दिक्कत; Hungarian: nehézség; Indonesian: kesukaran; Irish: deacracht; Italian: difficoltà; Japanese: 難しさ; Korean: 어려움; Kyrgyz: кыйындык; Kyrgyz: кыйындык; Ladino: difikultad, difikoltá; Latin: difficultas; Macedonian: тешкотија; Malayalam: ബുദ്ധിമുട്ട്, കഷ്ടപ്പാട്; Maori: papatoieketanga, uauatanga; Middle English: resistence; Navajo: ił nanitłʼah; Norwegian Bokmål: vanske; Nynorsk: vanske; Occitan: dificultat; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: dificuldade; Romanian: dificultate; Russian: трудность, сложность; Scottish Gaelic: duilgheadas, cruas, cruadal, spàirn, docaireachd, èiginn, teanntachd, staing; Serbo-Croatian Cyrillic: тешко̀ћа; Roman: teškòća; Slovak: obtiažnosť; Slovene: težavnost; Spanish: dificultad; Swedish: svårighet, besvär; Telugu: కష్టం; Tocharian B: āmāskai; Turkish: zorluk; Ukrainian: важкість, трудність, тяжкість; Urdu: مشکل, کٹھنائی