δονέω

From LSJ
Revision as of 18:27, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δονέω Medium diacritics: δονέω Low diacritics: δονέω Capitals: ΔΟΝΕΩ
Transliteration A: donéō Transliteration B: doneō Transliteration C: doneo Beta Code: done/w

English (LSJ)

A shake, of the effects of the wind, τὸ δέ τε πνοιαὶ δονέουσιν they shake the young tree, Il.17.55; ἄνεμος… νέφεα σκιόεντα δονήσας having driven them, 12.157; ἀνέμῳ δεδονημένον αὖον ἄχερδον Theoc. 24.90: generally, shake, δ. γάλα, in order to make butter, Hdt.4.2; δ. ἄκοντα Pi.P.1.44:—Pass., δονοῦνται τὸ νευρῶδες have twitchings in the tendons, Paul.Aeg.6.74.
2 drive about, τὰς… οἶστρος… ἐδόνησεν (sc. τὰς βόας) Od.22.300; disturb, terrify, Tim.Pers.222: hence of love, agitate, excite, Sapph.40, Ar.Ec.954 (lyr.); ποθεινὰ Ἑλλὰς αὐτὰν δ. μάστιγι πειθοῦς Pi.P.4.219, cf. 6.36 (Pass.); θυμὸν δονέουσι μέριμναι B.1.69 (but δ. καρδίαν to agitate one's mind, Fr.8); ὀσμὴ… μυκτῆρα δονεῖ Mnesim.4.60; ἡμᾶς ἐδόνησεν ἡ μουσική Alciphr.Fr.6.12:—Pass., ἡ Ἀσίη ἐδονέετο Asia was in commotion, Hdt.7.1; τὰ ὑπερόρια πολέμοις ἐδονεῖτο App.BC4.52; πελέκεσσι δονεῖσθαι Corinn. 18; Ἔρωτι δονεύμενος Bion Fr.6.5; παῖδα ποθῶν δεδόνητο Theoc.13.65: fut. Med. in pass. sense, ἅρματα καλὰ δονήσεται h.Ap.270.
3 Pass., wheel, of troops, Arist.Mu.399b9.
II of sound, murmur, buzz, of bees, prob. in h.Merc.563; δ. θρόον ὕμνων rouse the voice of song, Pi.N.7.81:—also in Med. or Pass., λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται Id.P.10.39; of bees, Choeril.2; ῥοιζήμασιν αἰθὴρ δονεῖται Ar.Av.1183.—Poet. word, used in Ion., X.Smp.2.8, and late Prose; of medical percussion, Aret.SD2.1.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pas. pres. ind. 3a sg. δονῖτη Corinn.22 (e), part. δονεύμενος Bio Fr.9.5]
A tr.
I sent. fís.
1 sacudir, revolver, agitar frec. suj. el viento τὸ δέ τε πνοιαὶ δονέουσι παντοίων ἀνέμων ref. a un árbol Il.17.55, cf. A.R.3.1376, ἄνεμος ... νέφεα σκιόεντα δονήσας Il.12.157, φύλλ' ἄνεμος ... δονεῖ B.5.67, cf. AP 16.11 (Hermocr.), παραδόντες αὐτὰ (τὰ περιττὰ τοῦ ἔρνους) τοῖς ἀνέμοις δονεῖν Luc.Anach.20, ἄκονθ' ... παλάμᾳ δονέων Pi.P.1.44, λυσσομανεῖς πλοκάμους AP 6.219 (Antip.Sid.), c. adv. δονοῦσα καὶ τρέπουσα τύρβ' ἄνω κάτω A.Fr.311, en v. pas. οὐθ' ἅρματα καλὰ δονήσεται h.Ap.270, ἀνερρίπτει (τοὺς τροχούς) δονουμένους lanzó al aire (los aros) puestos en movimiento X.Smp.2.8, πτεροῖσι καὶ ῥοιζήμασιν αἰθὴρ δονεῖται Ar.Au.1183, ἀνέμῳ δεδονημένον αὖον ἄχερδον Theoc.24.90, δονέοντο μετὰ πνοιῇσιν ἔθειραι A.R.1.223, cf. 3.1295, κάρφεα δονέεσθαι ὑπὸ τῶν ἀνέμων τοῦ δρόμου Luc.Astr.29, cf. Nonn.D.1.69
c. suj. de pers. batir τὸ γάλα Hdt.4.2.
2 hostigar, golpear, aguijar τὰς (βόας) αἰόλος οἶστρος ἐδόνησεν Od.22.300
hacer vibrar δεξιτερὴν ὑπάτην ... πλήκτροισι δονήσας AP 11.352 (Agath.), fig. ὀσμὴ ... μυκτῆρα Mnesim.4.60
en v. pas. πελέκεσσι δονῖτη Corinn.l.c., Ζέφυρος δεδόνητο ... κυπαρίσσων ... πετάλοισι Nonn.D.2.80.
3 agitar, sublevar en v. pas. ἡ Ἀσίη ἐδονέετο ἐπὶ τρία ἔτεα Asia estuvo agitada durante tres años Hdt.7.1, τὰ ὑπερόρια πάντα πολέμοις διὰ τήνδε τὴν στάσιν ἐδονεῖτο App.BC 4.52.
II rel. los sentimientos agitar, estremecer c. ac. de pers. o la sede de sus emociones, esp. del amor Ἔρος ... μ' ... δονεῖ Sapph.130, θυμὸν δονέουσι μέριμναι B.1.179, ἄπρακτ' ὀδυρόμενον δονεῖν καρδίαν B.Fr.12, τις ἔρως ... με δονεῖ τῶνδε σῶν βοστρύχων Ar.Ec.954, ὁ ... μ' ... δονεῖ λαός Tim.15.209, ποθεινὰ δ' Ἑλλὰς αὐτὰν ... δονέοι μάστιγι Πειθοῦς Pi.P.4.219
en v. pas. δονηθεῖσα φρήν Pi.P.6.36, ref. al amor βελέεσσι δὲ σοῖσι δονεῖται Opp.C.2.412, Ἔρωτι δονεύμενος Bio l.c.
fig. suscitar, promover θρόον ὕμνων δόνει Pi.N.7.81.
B intr.
I en v. act. resonar, zumbar δι' ἀλλήλων δονέουσαι ref. a las abejas h.Merc.563, τὸ ἐπιγάστριον δονέει Aret.SD 2.1.6.
II en v. med.
1 agitarse, vibrar, moverse, ir y venir ἐπὶ δὲ δεινοῖσι καρήνοις Γοργείοις ἐδονεῖτο μέγας φόβος Hes.Sc.237, πτερύγεσσι δονούμενον del Noto vibrando con las alas Orph.H.82.2, μυρία φῦλ' ἐδονεῖτο ... μελίσσαις <εἴκελα> Choeril.3, καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται Pi.P.10.39, πάντα ... δονεῖται κατὰ προστάξιν en el ejército, Arist.Mu.399b9, παῖδα ποθῶν δεδόνητο de Heracles buscando a Hilas, Theoc.13.65, δύο πέτραι ... συνίασι δονεύμεναι D.P.396, τὸ ... ὕδωρ ... δονεῖται ... τοῦ ἀέρος σάλον λαμβάνοντος Plu.2.1005e, ἅλμης ... ἐν ἀγκοίνῃσιν ... δονέονται ref. a los peces, Opp.H.3.34, δονεῖται τὰ ὄμματα los ojos no se están quietos Adam.2.52, cf. Polem.Phgn.63.
2 medic. sufrir una sacudida c. ac. de rel. δονοῦνται τὸ νευρῶδες Paul.Aeg.6.74.1.
• Etimología: Formación intens. c. vocalismo o, para la que sólo se ha propuesto una etim. pelásgica en rel. c. ai. dhunóti.

German (Pape)

[Seite 656] (vgl. δινέω), hin und her bewegen, schütteln. Hom. dreimal: von einem ἔρνος ἐλαίης Iliad. 17, 55 τὸ δέ τε πνοιαὶ δονέουσιν παντοί ων ἀνέμων; Iliad. 12, 157 ἄνεμος ζαής, νέφεα σκιόεντα δονήσας; von βόες ἀγελαῖαι Odyss. 22, 300 τὰς μέν τ' αἰόλος οἶστρος ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, umhertreiben, umherjagen. – Folgende: ἀνέμῳ δεδονημένος ἄχερδος Theocr. 24, 88, vgl. 7, 135; Ap. Rh. 3, 1376 u. Luc. gymn. 20; ἔρως με δονεῖ Ar. Eccl. 954, wie Sappho frg. 10; παλάμᾳ δονέων ἄκοντα Pind. P. 1, 44, schwingen; θρόον ὕμνων, Hymnenklang ertönen lassen, N. 8, 81; vgl. Anacr. 59 ἀνὰ βάρβιτον δονήσω, u. ὑπάτην πλήκτροισιν Agath. 68 (XI, 352); sonst oft bei Dichtern; auch auf den Geist übertr., durch Leidenschaften in Bewegung setzen, beunruhigen; δοναθεῖσα φρήν Pind. P. 6, 36, wie αὔρη ἐμὰς φρένας δονείτω Dionys. 1; νόος ἔρωτι δονεύμενος Bion. 4, 5. Eigenthümlich ὀσμὴ μυκτῆρα δονεῖ Mnesim. bei Ath. IX, 403 d (v. 60). – Seltener in Prosa; δονέουσι τὸ γάλα, schütteln, Her. 4, 2; Xen. Symp. 2, 8, l. d. Am häufigsten im pass., in Aufruhr sein, ἡ Ἀσίη ἐδονέετο Her. 7, 1, u. Sp., wie App. B. C. 4, 52; Hdn. 7, 5, 19.

French (Bailly abrégé)

δονῶ :
f. δονήσω, ao. ἐδόνησα, pf. inus.
secouer, agiter :
I. au pr.
1 mettre en mouvement, pousser;
2 secouer;
3 battre, remuer (le lait, pour faire du beurre);
II. fig. agiter, exciter, troubler.
Étymologie: DELG sans étym.

Russian (Dvoretsky)

δονέω:
1 трясти, сотрясать, колыхать (ἔρνος ἐλαίης Hom., ἄκοντα Pind.; δονέοντο αἴγειροι πτελέαι τε Theocr.; ὕδωρ δονεῖται καὶ κυμαίνεται Plut.);
2 гнать, нагонять (νέφεα Hom.);
3 погонять (βόας ἀγελαίας Hom.; μάστιγι Pind.): ἅρματα δονήσεται HH, будут мчаться колесницы;
4 взбалтывать, взбивать (τὸ γάλα Her.);
5 издавать звуки, петь (θρόον ὕμνων Pind.);
6 потрясать, возбуждать, волновать (ἔρως δονεῖ τινα Arph.; ἡ Ἀσίη ἐδονέετο Her.).

Greek (Liddell-Scott)

δονέω: μέλλ. -ήσω, σείω, τινάσσω, ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ ἀνέμου, τὸ δέ τε πνοιαὶ δονέουσιν Ἰλ. Ρ. 55· ἄνεμος… νέφεα σκιόεντα δονήσας, παρασύρας αὐτά, Μ. 157· δ. γάλα, σείω αὐτὸ ἢ κτυπῶ πρὸς κατασκευὴν βουτύρου, Ἡρόδ. 4. 2· δ. ἄκοντα Πίνδ. Π. 1. 85. 2) παρασύρω, τὰς… οἶστρος… ἐδόνησεν (ἐνν. τὰς βόας) Ὀδ. Χ. 300· - ἐντεῦθεν ἐπὶ ἔρωτος, ἐμβάλλω εἰς ανησυχίαν, ἐξεγείρω, διεγείρω, Σαπφώ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 954· καὶ ἐπὶ παντὸς πάθους, Πίνδ. Π. 4. 390., 6. 36· ὀσμὴ… μυκτῆρα δονεῖ Μνησίπ. Ἱπποτρ. 1. 60. -Παθ., ἡ Ἀσίη ἐδονέετο, ἦτο εἰς κίνησιν, ταραχήν, Ἡρόδ. 7. 1· πελέκεσσι δονεῖσθαι Κόριννα 18· μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημασ., ἅρματα καλὰ δονήσεται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολλ. 270. ΙΙ. ἐπὶ ἤχου, δ. θρόον ὕμνων, διεγείρω τὸν ἦχον τῶν ὕμνων, Πίνδ. Ν. 7. 119· λυρᾶν βοαὶ καναχαί τ’ αὐλῶν δονέονται ὁ αὐτ. Π. 10. 60· δεδόνᾱτο Θεόκρ. 13. 65, πρβλ. 24. 88· αἰθὴρ δονεῖται Ἀριστοφ. Ὄρν. 11183. -Ποιητικὴ λέξις ἐν χρήσει παρ᾽ Ἴωσι καὶ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς· ἐν Ξεν. Συμπ. 2. 8 ὁ Δινδ. διορθοῖ δινουμένους.

English (Autenrieth)

aor. ἐδόνησα: move to and fro, agitate, shake; of the wind driving the clouds before it, νέφεα σκιόεντα δονήσᾶς, Il. 12.157.

English (Slater)

δονέω (δόνει; δονέοι; δονέων; δονεῖν: pass. δονέονται: aor. δονηθεῖσα· δεδονημ[)
   1 shake
   a lit., brandish ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω παλάμᾳ δονέων (P. 1.44)
   b of sound, stir up, make to quiver ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ (N. 7.81) pass. παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται (P. 10.39)
   c frighten, disturb ποθεινὰ δ' Ἑλλὰς αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι μάστιγι Πει- θοῦς (P. 4.219) Μεσσανίου δὲ γέροντος δονηθεῖσα φρὴν βόασε παῖδα ὅν (δοναθεῖσα coni. Tricl.) (P. 6.36) τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν (N. 6.56)
   d frag. ]ενδεδονημ[ fr. 51f. b. ]δ[ο]νευντι[ (“sed δ[ι]ν- potius”, Snell) Δ. 4e. 5.

Greek Monotonic

δονέω: μέλ. ήσω — Δωρ. γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. δεδόνᾱτο·
1. κουνώ, σαλεύω, λέγεται για τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· δ. γάλα, το αναταράζω, το κτυπώ, ώστε να φτιάξω βούτυρο, σε Ηρόδ.
2. παρακινώ, παρασύρω, αναγκάζω, οιστρηλατώ, ερεθίζω, εξεγείρω, Λατ. agitare, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ. — Παθ., ἡ Ἀσίη ἐδονέετο, η Ασία βρισκόταν σε κίνηση, σε αναταραχή, σε Ηρόδ.· αἰθὴρ δονεῖται, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: shake (Il.).
Other forms: Aor. δονῆσαι
Compounds: As second member e. g. in ἁλί-δονος driven around on sea (A.).
Derivatives: δόνημα (Luc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology.

Middle Liddell

1. to shake, of wind, Il.; δ. γάλα to shake it, as to make butter, Hdt.
2. to drive about, Lat. agitare, Od., Pind.:—Pass., ἡ Ἀσίη ἐδονέετο Asia was in commotion, Hdt.; αἰθὴρ δονεῖται Ar.

Frisk Etymology German

δονέω: {donéō}
Forms: Aor. δονῆσαι
Grammar: v.
Meaning: schütteln, erschüttern (ep. ion. seit Il., poet. und spät).
Derivative: Davon δόνημα (Luk.). Als Hinterglied z. B. in ἁλίδονος auf dem Meere herumgetrieben (A.).
Etymology: Iterativ-intensive Bildung ohne Etymologie. Pelasgische Erklärung bei v. Windekens Le Pélasgique 4 (zu aind. dhunóti).
Page 1,409

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=σείω, ταράζω). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό δίεμαι (=διώκω).
Παράγωγα: δόναξ, δονακεύς (=καλαμώνας), δονακόεις, δόνημα (=ταραχή), δονητός.