μόρος

From LSJ
Revision as of 13:06, 11 April 2024 by Spiros (talk | contribs)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόρος Medium diacritics: μόρος Low diacritics: μόρος Capitals: ΜΟΡΟΣ
Transliteration A: móros Transliteration B: moros Transliteration C: moros Beta Code: mo/ros

English (LSJ)

ὁ, (μείρομαι A)
A = μοῖρα III.1, fate, destiny, poet. and Ion. Prose: c. inf., μόρος [ἐστὶν] ὀλέσθαι 'tis my doom to die, Il.19.421; ὑπὲρ μόρον = beyond destiny, of those who by their own fault add to their destined share of misery, 20.30, Od.1.34, etc. (to be written divisim, cf. μοῖρα; but cf. ὑπέρμορα, ὑπερμόρως).
II doom, death, ὅτε μιν μόρος αἰνὸς ἱκάνοι Il.18.465, cf. Pi.P.3.58, etc.; νῦν δ'… ἦλθέ ποθεν σωτήρ, ἢ μόρον εἴπω; A.Ch.1074 (anap.); in Hdt. always of a violent death, τοιούτῳ μόρῳ ἐχρήσατο 1.117; κακὸς μόρος, θάνατός τε μόρος τε, Il.21.133, Od.9.61, etc.; μόρῳ ἀνοσίῳ, αἰσχίστῳ, Hdt.3.65, 9.17, etc.; μ. λευγαλέῳ S.Fr.785: also in plural, Heraclit.20, 25, S.Ant.1313, 1329 (lyr.).
2 corpse, αἱματηφόρους μόρους A.Th.420 (lyr.); νέος νέῳ ξὺν μόρῳ ἔθανες S.Ant.1266 (lyr.), cf. AP7.404 (Zon.).
III a measure of land in Locris, Berl.Sitzb.1927.8 (v B. C.); at Mytilene, IG12(2).74 B 3.
IV Μόρος personified, Hes.Th.211 (never in Trag., cf. τόνδε Μοῖρ' ἐπορσύνεν μόρον A.Ch.911).

German (Pape)

[Seite 208] ὁ (μείρομαι), wie μοῖρα, das den Menschen von dem Schicksal Zugetheilte, das Loos, Geschick; οἶδα, ὅ μοι μόρος ἐνθάδ' ὀλέσθαι, Il. 19, 421, daß es mein Loos ist; ὑπὲρ μόρον, über das Geschick hinaus, wider das Geschick (vgl. ὑπέρμορον). So auch Tragg.; θνητοὺς ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι μόρον, Aesch. Prom. 248; τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν, Soph. Ant. 461, vgl. 1311. Bes. unglückliches Geschick; vom gewaltsamen Tode, oft Hom.; ὅτε μιν μόρος αἰνὸς ἱκάνοι, Il. 18, 465; οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς θῆκε κακὸν μόρον, 6, 357; ὀλέεσθε κακὸν μόρον, 21, 133; neben θάνατος, Od. 9, 61 u. öfter, wie τίη δὲ σὺ Τηλεμάχῳ θάνατον τε μόρον τε ῥάπτεις; 16, 421; ἐνέσκιμψεν μόρον, Pind. P. 3, 58; ἐχθρότατον δώσειν μόρον, N. 1, 66; der Tod, oft bei Tragg., ἀπροσδόκητος δ' αὐτὸν αἰφνίδιος μόρος τοῦ ζῆν ἀπεστέρησεν, Aesch. Prom. 680; λευστήρ, der Steinigungstod, Spt. 181; τεθνᾶσιν αἰσχρῶς δυσκλεεστάτῳ μόρῳ, Pers. 438, u. sehr oft; μόρον κοινὸν κατειργάσαντο, Soph. Ant. 56, öfter; ἐπὶ μόρῳ θανατόεντι, Eur. I. A. 1288; Bacch. 337 u. öfter; gewaltsamer Tod ist es auch bei Her. 1, 117; τούτῳ τῷ μόρῳ διεφθάρησαν, 5, 21, wie διαφθαρῆναι αἰσχίστῳ μόρῳ, 9, 17; sonst nur in späterer Prosa einzeln u. in der Anth.; bei Diod. Zon. 9 (VII, 404), οὐ γάρ σευ μήτηρ – εἶδεν ἁλίξαντον σὸν μόρον εἰνάλιον, scheint es geradezu für νέκυς zu stehen. – Als mythische Person ist Μόρος Sohn der Nacht, Hes. Th. 211. – Nach Eust. soll bei den Cypriern μόρος auch = ὀξύς gewesen sein, wovon einige Alte ἰόμωρος ableiteten.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
1 lot assigné aux hommes par le destin ; sort, destin;
2 en mauv. part infortune, malheur, destin funeste ; mort violente, mort.
Étymologie: μείρομαι.
2ου (ὁ) :
mûre, fruit.
Étymologie: μόρον.

Russian (Dvoretsky)

μόρος:
1 участь, жребий, судьба (преимущ. несчастная): ὑπὲρ μόρον Hom. судьбе вопреки;
2 кончина, смерть (преимущ. насильственная) (θάνατός τε μ. Hom.): σωτὴρ ἢ μ.; Aesch. спасение или смерть?; αἰτία τῶνδε κἀκείνων μόρων Soph. причина этой и той (т. е. Эвридики и Гемона) гибели.

Greek (Liddell-Scott)

μόρος: ὁ, (μείρομαι) = μοῖρα ΙΙ, τὸ ὡρισμένον τέλος τοῦ ἀνθρώπου, ἡ τύχη αὐτοῦ, τὸ πεπρωμένον, ἀλλὰ μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ ἐν τῆ Ἰωνικῇ πεζογραφίᾳ· μετ’ ἀπαρ., μόρος [ἐστὶν] ὀλέσθαι, εἶναι τύχη τινός, τὸ πεπρωμένον τινὸς νὰ ἀποθάνῃ, Ἰλ. Τ. 421· ὑπὲρ μόρον (κοινῶς ὑπέρμορον), πέραν τῆς μοίρας, ἐπὶ τῶν ἐπαυξανόντων διὰ τῶν ἰδίων σφαλμάτων τὰ ὑπὸ τῆς μοίρας προορισθέντα κακά, Ἰλ. Υ. 30, Φ. 517, Ὀδ. Α. 34, 35, κτλ.· ἡ ἀναλογία τῶν φράσεων, ὑπὲρ Διὸς αἶσαν (Ἰλ. Ρ. 321), ὑπὲρ θεὸν (αὐτόθι 327), ὑπὲρ μοῖραν (Υ. 334), δεικνύει ὅτι κάλλιον νὰ γράφηται διῃρημένως· ἂν καὶ ὁ τύπος ὑπέρμορα, Ἰλ. Β. 155, ὑποδεικνύει σχηματισμὸν ἐπιρρηματικόν, καὶ τὸ ὑπερμόρως, εὕρηται παρ’ Εὐστ.· πρβλ. La Roche Text-Krit. 370. ΙΙ. ὄλεθρος, θάνατος, Λατ. fatum, Ἰλ. Σ. 465, κτλ., Πινδ. Π. 3. 105, καὶ Τραγ.· πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 1252· νῦν δ’... ἦλθέ ποθεν σωτήρ, ἢ μόρον εἴπω; Αἰσχύλ. Χο. 1073· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ., ὅστις μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἀείποτε ἐπὶ βιαίου θανάτου, μόρῳ τοιούτῳ ἐχρήσατο, οὕτως ἔφθασεν εἰς τὸ τέλος του, 1. 117· παρ’ Ὁμ., κακὸς μόρος, θάνατός τε μόρος τε, συχνάκις συνάπτονται, Ἰλ. Φ. 133, Ὀδ. Ι. 61, κτλ.· μόρῳ ἀνοσίῳ, αἰσχίστῳ Ἡρόδ. 3. 65., 9. 17, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Θήβ. 420, Σοφ. Ἀντ. 1313, 1329. 2) παρὰ μεταγεν., = νεκρός, πτῶμα, Ἀνθ. Π. 7. 404· ὡς τὸ Λατ. mors παρὰ Propert. 2. 10, 22, Κικ. Mil. 32. ΙΙΙ. Μόρος, ὡς μυθικὸν πρόσωπον, υἱὸς τῆς Νυκτός, Ἡσ. Θεογ. 211, ἀλλ’ οὐδέποτε προσωποποιεῖται παρὰ τοῖς Τραγ., δι’ ὃ καὶ ὁ Αἰσχύλ. ἠδυνήθη νὰ γράψῃ, τόνδε Μοῖρ’ ἐπόρσυνεν μόρον, Χο. 911.

English (Autenrieth)

(μείρομαι, cf. mors): lot, fate, doom; ὑπὲρ μόρον, Φ, Od. 1.34; especially in bad sense, κακός, αἰνὸς μόρος, Il. 18.465; hence death (abstract noun answering to the adj. βροτός).

English (Slater)

μόρος fate, death διασωπάσομαί οἱ μόρον ἐγώ (O. 13.91) αἴθων δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψεν μόρον (P. 3.58) καί τινα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (μόρῳ Boeckh: μόρον codd.: loc. susp.) (N. 1.66) ὅτε Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ (sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 68 (42).

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μόρος)
μοίρα, τύχη, ειμαρμένη, πεπρωμένο
αρχ.
1. όλεθρος, θάνατος
2. νεκρός, πτώμα
3. μονάδα μέτρησης επιφανειών στη Λοκρίδα και στην Μυτιλήνη
4. ως κύριο όν.Μόρος
μυθικό πρόσωπο, ο γιος της Νύκτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μορ- ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας μερ- του μείρομαι. Η λ. πιθ. εμφανίζεται ως α' συνθετικό στο μυκην. moroqa].

Greek Monotonic

μόρος: ὁ (μείρομαι),
I. = μοῖρα III, το καθορισμένο τέλος του ανθρώπου, Μοίρα, πεπρωμένο, μόρος (ἐστὶν) ὀλέσθαι, είναι γραφτό στον καθένα να πεθάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὲρ μόρον, πέρα, επέκεινα του πεπρωμένου κάποιου, σε Όμηρ.
II. 1. αφανισμός, θάνατος, Λατ. fatum, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.
2. νεκρός, σορός, πτώμα, σε Ανθ.
III. ο γιος της Νύχτας, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

μόρος, ὁ, μείρομαι
I. = μοῖρα III, man's appointed doom, fate, destiny, μόρος [ἐστὶν] ὀλέσθαι 'tis one's doom to die, Il.; ὑπὲρ μόρον beyond one's destiny, Hom.
II. doom, death, Lat. fatum, Il., Hdt., Trag.
2. = νεκρός, a corpse, Anth.
III. the son of Night, Hes.

Mantoulidis Etymological

(=πεπρωμένο). Ἀπό τό μείρομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.