μάγειρος
English (LSJ)
ὁ, Dor. μάγῑρος IG42(1).144 (Epid., v B.C.), SIG241.16 (Delph., iv B.C.), IG9(1).976.7 (Corc., iv/iii B. C.); but Att. μάγειρος ib.22.10B2 (v/iv B.C.), and so in Pap. of iii B.C., PCair.Zen.6.48, al., PRev.Laws50.14, both forms freq. in later Inscrr., Pap., and codd.; Aeol. διὰ τοῦ ῑ μάγοιρος (s.v.l.) Philox. ap. Et.Gud. in Greg.Cor.p.606 S.:—slaughterer, butcher, meat salesman, and cook (these functions being freq. combined in one person), Pl.Euthd.301d, Lg.849d, Babr.51.8, al., Ath.14.659csq., Plu.2.175d, D.Chr.4.44, Max.Tyr.25.2: hence, Ἅιδου μάγειρος, of Polyphemus, E.Cyc.397; public cook, παρὰ τῶν μαγείρων, opp. π. τῶν ἰδιωτῶν, Ph.Bel.86.38, cf. Alex.257, Men.272, Sam. 68; butcher, meat-salesman, Alex.98.23, Machoap.Ath.6.243f, Aesop. 301; λόγος μαγείρου = butcher's bill, POxy.108v (ii/iii A.D.), cf. PRyl. 228 intr. (i A. D.); μάγειρος ὁ κατ' οἶκον, οἱ ἐν ἀγορᾷ μάγειροι, Artem.3.56, cf. Arr.Epict.3.19.5, 3.26.21, PFlor.166 (iii A. D.); περὶ μαγείρου τοῦ ἀποδράντος PSI4.329 (iii B. C.); officiating at sacrifices, Athenio 1.40; μ. τὸ γ IG5(1).97.26 (i A.D.); acting as waiter, Matro Conv.11,46, al.; not in Hom., but mentioned in Batr.40, Hdt.4.71,6.60, S.Fr. [1122], Ar.Ra.517, al., freq. in Com.; opp. ὀψοποιός, Dionys.Com. 2.9; but = ὀψοποιός, Alex.149.14; ὅσον μαγείρου διαφέρει μάγειρος οὐκ οἶσθ' Nicom.Com.1.6; μάγειρος cook for fish and meat, opp. οἰνοχόος and σιτοποιός (baker), Ph.1.390 (pl.).
German (Pape)
[Seite 79] ὁ (μάσσω), ursprünglich der Knetende, Brotbackende, das älteste Geschäft des μάγειρος war nämlich das Brotbacken, vgl. Plin. H. N. 18, 28; übh. Koch, Ar. Equ. 416; neben ὀψοποιός, Plat. Rep. II, 373 c; von dem er als der höhere unterschieden wird, Ath. IX, 405 a. Aber auch Schlächter, wie es scheint, τοῦ μαγείρου – ὀστῶδες σφόδρα αὐτῷ τι προσκόπτοντος ἀπὸ τύχης κρέας, Macho bei Ath. VI, 243 f, womit Plat. Euthyd. 301 d zu vgl., προσήκει τὸν μάγειρον κατακόπτειν καὶ ἐκδείρειν. – Die Alten leiten es von τὰς μάζας μερίζειν od. τὰς μαγίδας αἴρειν ab.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 cuisinier;
2 boucher.
Étymologie: R. Μαγ, pétrir ; v. μάσσω.
Russian (Dvoretsky)
μάγειρος: (ᾰ) ὁ
1 повар Batr., Her., Arph. etc.;
2 мясник Plat.: Ἃιδου μ. Eur. = Κύκλοψ.
Greek (Liddell-Scott)
μάγειρος: [ᾰ], ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ «μάγειρας», οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ., Βατραχομ. 40, Ἡρόδ. 4. 71, 6. 60, Σοφ. Ἀποσπ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 517, κτλ. ΙΙ. κρεουργός, ὁ σφάζων τὰ πρὸς τροφὴν ζῷα καὶ διαμελίζων αὐτά, διότι ἐν ἀρχῇ ὁ μάγειρος ἦτο ἅμα καὶ κρεουργὸς ἢ κρεοπώλης (προσήκει τὸν μ. κατακόπτειν καὶ ἐκδέρειν Πλάτ. Εὐθύδ. 301D), οὕτω δὲ καὶ ὁ Κύκλωψ καλεῖται Ἅιδου μ., ὡς ἔχων ἀμφοτέρας τὰς ἰδιότητας, δηλ. τοῦ σφαγέως καὶ μαγείρου, Εὐρ. Κύκλ. 397· πρβλ. Μάχωνα παρ’ Ἀθην. 243F, Πλούτ. 2. 175D. (Ἐκ τῆς √ΜΑΓ, μάσσω, (ὃ ἴδε), διότι τὸ ἀρτοποιεῖν παρὰ τοῖς ἀρχαίοις ἦν ἔργον τοῦ μαγείρου, πρβλ. Πλίν. 18. 28, καὶ ἴδε ὀψοποιός.).
Greek Monolingual
και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας)
αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α. «προσέλαβαν καινούργιο μάγειρα στο εστιατόριο» β. «ὄψα μὲν γὰρ οἱ μάγειροι σκευάζουσιν ἐκ χυμῶν διαφόρων αὐστηρὰ καὶ λιπαρὰ καὶ γλυκέα καὶ δριμέα συγκεραννύντες», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που γνωρίζει καλά τη μαγειρική τέχνη
2. ιδιοκτήτης μαγέρικου, λαϊκού εστιατορίου
μσν.
το θηλ. η μαγείρισσα
χύτρα
αρχ.
1. σφαγέας, χασάπης που έσφαζε τα ζώα και παρασκεύαζε φαγητά με αυτά («Ἄδου μάγειρος» — ο Πολύφημος, Ευρ.)
2. επιμελητής στα τραπέζια, στα συμπόσια, τραπεζοκόμος («ἀλλ' εἴσιθ' ὡς μάγειρος ήδη τὰ τεμάχη ἤμελλ' ἀφαιρεῖν χἠ τράπεζ' εἰσῄρετο», Αριστοτ.)
3. αυτός που παρασκεύαζε εδέσματα από κρέατα και ψάρια, σε αντιδιαστολή προς τον οινοχόο και τον σιτοποιό
4. ο θύτης, αυτός που σφάγιαζε τα προς θυσία ζώα
5. ο δημόσιος μάγειρος, σε αντιδιαστολή προς τον ιδιώτη
6. ο κρεοπώλης, ο χασάπης
7. φρ. «λόγος μαγείρου» — κατάλογος φαγητών πάπ..
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάγειρος (πιθ. < μαγερj-ος) είναι αβέβαιης ετυμολ. Θεωρείται απίθανο ο τ. να συνδέεται με το ρ. μάσσω «ζυμώνω, μαλλάσσω», ενώ έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. είναι μακεδονική και συνδέεται με τον τ. μάχαιρα. Κατά μία άποψη, ο ιων.-αττικός τ. μάγειρος θεωρείται αρχικός, ενώ ο δωρ. τ. μάγῑρος αποτελεί άλλη ορθογραφία του τ., όπου το μακρό -ῖ-αντιστοιχεί με τη νόθο δίφθογγο -ει- της ιων. - αττικής. Κατ' άλλη άποψη όμως, λιγότερο πιθανή, ο αττ. τ. μάγειρος προέρχεται από τη δωρ. διάλεκτο, οπότε το αττ. -ει- αποτελεί μεταγραφή του δωρ. -ῖ-. Η λ. μάγειρος θεωρείται ότι αρχικά είχε θρησκευτική σημασία («αυτός που σφαγίαζε τα προς θυσία ζώα), στη συνέχεια θεωρήθηκε συνώνυμη του τ. δαιτρός («αυτός που έκοβε και μοίραζε το κρέας στα δείπνα»), ενώ με το πέρασμα, του χρόνου η σημασία της περιορίστηκε να δηλώσει απλώς «αυτόν που παρασκευάζει τα φαγητά». Η λατ. έχει δανειστεί ορισμένες λ. αυτής της οικογένειας (πρβλ. magira «η μαγειρική τέχνη», magiriscium «το όργανο που χρησιμοποιεί ο μάγειρος»).
ΠΑΡ. μαγείραινα, μαγειρεύω, μαγειρικός, μαγείρισσα
αρχ.
μαγειρίσκος, μαγειρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. μαγειροχιτώνας. (Β' συνθετικό) αρχιμάγειρος, λογομάγειρος
αρχ.
ανθρωπομάγειρος, ισικιομάγειρος, μοσχομάγειρος, χοιρομάγειρος
νεοελλ.
οινομάγειρος, παραμάγειρος, πρωτομάγειρος].
Greek Monotonic
μάγειρος: [ᾰ], ὁ,
I. μάγειρας, σε Ηρόδ., Αττ.
II. χασάπης, σε Ευρ. [προέρχεται από √ΜΑΓ του μάσσω (βλ. αυτ.), καθώς το ψήσιμο του ψωμιού ήταν έργο του αρχαίου μάγειρα].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: slaughterer, butcher, cook (Att. hell.)
Other forms: Dor. μάγιρος; Aeol. μάγοιρος
Compounds: as 2. member e.g. in ἀρχι-μάγειρος upper-cook (LXX, J., Plu.).
Derivatives: Rare fem. μαγείραινα (Pherecr. 84; momentary formation, Fraenkel Nom. ag. 2, 109 n. 3, Chantraine Form. 108, da Costa Ramalho Emer. 18, 38), μαγείρισσα (LXX; da Costa Ramalho ibd. 42). Dimin. μαγειρίσκος m. (Ath.) with magiriscium small figure of a b. (Plin.). Adj. μαγειρικός belonging to cook or butcher (Ar., Pl., Arist.) with -ικόν, -ική art of cooking, butcher taxes etc.; μαγειρώδης butcher-like (Eun.). Denom. verb μαγειρεύω be cook or butcher (hell.) with μαγειρ-εῖον butchery, cook-shop `(Arist., hell.), -εία f. boiled food (Cato, Hdn. Epim.), -ηΐα f. butcher-taxes? (Eresos), -ευμα = -εία (H., Eust.), -ευτικός (late).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Here prob. also Ἀπόλλων Μαγίριος (Cyprus). The profession μάγειρος seems from Doric as an element of higher culinary culture to have come to Attic (for older δαιτρός?); the notation ει indicates a closed ē-sound resp. an open ī-sound (Schwyzer 275 with Wackernagel IF 25, 326f., Kretschmer Glotta 3, 320, Fraenkel Nom. ag. 1, 190). The earlier history of the word is unknown. Pisani Rev. int. ét. balk. 1, 255ff. supposes Macedonian origin, connecting μάχαιρα (cf. Kretschmer Glotta 26, 38 f.); Schwyzer 471 n. 12 reminds of Lat. mactare; cf. also Chantraine Form. 234. Not with earliers (Bq, WP. 2, 226, Pok. 696 f.; doubting Schwyzer l.c.) to μάσσω knead. - If the Aeolian form is correct Pre-Greek? - The word looks non-IE. Is it Pre-Greek, deriving from *mag-ary-?
Middle Liddell
μᾰ́γειρος, ὁ,
I. a cook, Hdt., Attic
II. a butcher, Eur. (From !μαγ, Root of μάσσω ( q.v.), because baking bread was the business of the ancient cook.)
Frisk Etymology German
μάγειρος: (att. hell. u. sp.),
{mágeiros}
Forms: μάγιρος (dor.; auch ion. äol.)
Grammar: m.
Meaning: Metzger, Fleischer, Koch;
Composita: als Hinterglied z.B. in ἀρχιμάγειρος Oberkoch (LXX, J., Plu. u. a.).
Derivative: Davon die ganz seltenen Fem. μαγείραινα (Pherekr. 84; Augenblicksbildung, Fraenkel Nom. ag. 2, 109 A. 3, Chantraine Form. 108, da Costa Ramalho Emer. 18, 38), μαγείρισσα (LXX; da Costa Ramalho ebd. 42). Demin. μαγειρίσκος m. (Ath.) mit magiriscium kleine Metzgerfigur (Plin.). Adj. μαγειρικός ‘zum Koch od. Metzger gehörig’ (Ar., Pl., Arist. usw.) mit -ικόν, -ική Kochkunst, Fleischersteuer; μαγειρώδης ‘fleischer-ähnlich’ (Eun.). Denom. Verb μαγειρεύω ‘Koch od. Fleischer sein’ (hell. u. sp.) mit μαγειρεῖον ‘Metzgerei, Garküche ‘(Arist., hell. u. sp.), -εία f. gekochte Speise (Cato, Hdn. Epim.), -ηΐα f. ‘Fleischersteuer?’ (Eresos), -ευμα = -εία (H., Eust.), -ευτικός (sp.). — Hierher wohl auch Ἀπόλλων Μαγίριος (Kypros).
Etymology: Die Berufsbezeichnung μάγειρος scheint vom Dorischen als ein Element der höheren kulinarischen Kultur (vgl. Metzger, Koch aus dem Lat.-Rom.) ins Attische eingedrungen zu sein (für älteres δαιτρός?); die Schreibung ει gibt einen geschlossenen ē-Laut bzw. einen offenen ī-Laut wieder (Schwyzer 275 mit Wackernagel IF 25, 326f., Kretschmer Glotta 3, 320, Fraenkel Nom. ag. 1, 190). Die frühere Geschichte des Wortes ist unbekannt. Pisani Rev. int. ét. balk. 1, 255ff. vermutet makedonischen Ursprung mit Anknüpfung an μάχαιρα ("erwägenswert" Kretschmer Glotta 26, 38 f.); Schwyzer 471 A. 12 denkt fragend an lat. mactare; vgl. noch Chantraine Form. 234. Jedenfalls nicht wegen der abweichenden Bed. mit den Früheren (Bq, WP. 2, 226, Pok. 696 f.; auch fragend Schwyzer a.a.O.) zu μάσσω kneten.
Page 2,156
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό μάσσω (=ζυμώνω), ἀπό ρίζα μαγ-. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μάσσω.
Translations
butcher
Apache Western Apache: itsįʼ nyiłgeeshí; Arabic: جَزَّار, جَزَّارَة, قَصَّاب, قَصَّابَة; Egyptian Arabic: جزار; Hijazi Arabic: جَزَّار; Moroccan Arabic: جزار; Albanian: maqellar; Armenian: մսագործ, մսավաճառ; Aromanian: cãrnar, hãsap, cãsap; Assamese: কচাই; Avar: къасабчи; Azerbaijani: qəssab; Basque: harakin; Belarusian: мясні́к; Bengali: কসাই; Bulgarian: месар, месарка, касапин, касапка, колач, колачка; Burmese: သားသတ်သမား; Catalan: carnisser, carnissera; Chechen: хаспанча; Chinese Mandarin: 屠夫, 屠戶, 屠户, 賣肉者, 卖肉者; Cornish: kiger, kigores; Czech: řezník, řeznice; Danish: slagter; Dongxiang: migvachi; Dutch: slager, beenhouwer; Esperanto: buĉisto; Estonian: lihunik; Faroese: slaktari, slátrari; Finnish: lihakauppias, lihanleikkaaja, teurastaja; French: boucher, bouchère; Galician: carniceiro, buxeo; Georgian: ყასაბი; German: Fleischer, Fleischerin, Metzger, Metzgerin, Schlachter, Schlachterin; Gothic: 𐍃𐌺𐌹𐌻𐌾𐌰; Greek: χασάπης, κρεοπώλης; Ancient Greek: ἄρταμος, μάγειρος, σφαγεύς; Hebrew: שׁוֹחֵט, קַצָּב; Hindi: क़साई, बूचड़, कसाई, कस्साब, गोघातक, बुजकसाब, बकरकसाब, कस्साई, क़स्साब; Hungarian: hentes, mészáros; Icelandic: slátrari; Ido: karno-vendisto; Indonesian: tukang daging; Irish: feolaire, búistéir; Italian: macellaio; Japanese: 肉屋; Kazakh: қасапшы, етші; Khmer: អ្នកលក់សាច់, គោឃាតក៍; Korean: 푸주한; Kurdish Central Kurdish: قەساب; Northern Kurdish: qesab, serjêker; Kyrgyz: касапчы; Lao: ຄົນຂາຍຊີ້ນ; Latin: lanius, macellarius; Latvian: miesnieks, miesniece; Lezgi: кьасабчи; Limburgish: slechter; Lithuanian: mėsininkas; Macedonian: месар, месарка, касап; Malay: tukang daging; Maltese: biċċier, biċċiera; Mongolian Cyrillic: яргачин; Norman: bouochi; Norwegian Bokmål: slakter; Ottoman Turkish: قصاب; Pashto: قصاب; Persian: قصاب; Plautdietsch: Fleescha; Polish: rzeźnik, rzeźniczka, masarz, masarka; Portuguese: talhante, açougueiro, açougueira; Quechua: ñak'aq; Romanian: măcelar, măcelăreasă; Romansch: mazler, batger, bacher; Russian: мясник; Scottish Gaelic: feòladair; Serbo-Croatian Cyrillic: ме̏са̄р, ме̏сарица, ка̀сапин, касапинка; Roman: mȅsār, mȅsarica, kàsapin, kasapinka; Sicilian: ghiancheri, bucceri, vucceri, ucceri; Slovak: mäsiar, mäsiarka; Slovene: mesar, mesarka; Sorbian Lower Sorbian: rěznik, rěznica; Spanish: carnicero, carnicera, oficial; Swahili: bucha, mchinjaji; Swedish: slaktare, styckare, charkuterist; Tagalog: manlalapa, tagalapa, matador; Tajik: қассоб, гӯштфурӯш; Tatar: итче; Telugu: కసాయి; Thai: คนขายเนื้อ; Tibetan: ཤ་ཁང; Turkish: kasap; Turkmen: gassap; Ukrainian: м'ясник, м'ясар, м'ясарка; Urdu: قصائی, قصاب, بوچڑ; Uyghur: قاسساپ; Uzbek: qassob; Vietnamese: người hàng thịt; Walloon: mangon, botchî, manguinresse, botchresse; Welsh: cigydd; Yiddish: קצבֿ
slaughterer
Bulgarian: касапин; German: Fleischer, Fleischerin, Schlachter, Schlachterin, Schlächter, Schlächterin, Metzger, Metzgerin, Fleischhacker, Fleischhackerin, Fleischhauer, Fleischhauerin, Metzler, Metzlerin, Knochenhauer, Knochenhauerin, Katzoff; Hebrew: קַצָּב; Latin: carnifex; Macedonian: касап, кланичар; Russian: мясник; Volapük: pugan, hipugan, jipugan, jevodipugan, jevodihipugan, jevodijipugan; Yiddish: קצבֿ
cook
Afrikaans: kok; Albanian: gjellëtar, gjellëtare; Arabic: طَبَّاخ, طَبَّاخَة; Egyptian Arabic: طباخ; Armenian: խոհարար; Assamese: ৰান্ধনি, চাংমাই, বাবুৰ্চি; Asturian: cocineru, cocedor; Azerbaijani: aşpaz; Bashkir: ашнаҡсы; Basque: sukaldari; Belarusian: кухар, кухарка, паварыха; Bengali: রাঁধুনি; Bulgarian: готвач, готвачка; Burmese: ခန်တမာ; Buryat: тогоошон; Catalan: cuiner, xef; Chechen: юургйийриг; Chinese Cantonese: 廚師, 厨师; Mandarin: 廚師, 厨师; Min Nan: 廚子師, 厨子师; Chukchi: увильын, ывильын; Czech: kuchař, kuchařka; Danish: kok; Dolgan: аччыт; Dutch: kok, kokkin; Elfdalian: kokk; Esperanto: kuiristo; Estonian: kokk; Ewe: nuɖala; Faroese: kokkur; Finnish: kokki, keittäjä; French: cuisinier, cuisinière, cuistot, chef; Galician: cociñeiro, cociñeira; Georgian: მზარეული; German: Koch, Köchin; Greek: μάγειρας, μαγείρισσα; Ancient Greek: ἄρταμος, δαιτρός, δειπνοποιός, δημιουργός, δραστήρ, δρηστήρ, δράστειρα, δρήστειρα, ἐλέατρος, ἐλεοκόπος, ἐσχαρεύς, μαγείραινα, μαγείρισσα, μάγειρος, μάγιρος, ὀψαρτυτής, ὀψοποιός, πέπτρια; Greenlandic: igasoq; Hebrew: טַבָּח, טבחית; Hindi: रसोइया, बावर्ची; Hungarian: szakács; Icelandic: kokkur; Ido: koquisto; Indonesian: koki; Irish: cócaire; Italian: cuoco, cuoca; Japanese: 調理師, 料理人, コック, シェフ; Kashmiri: وازٕ; Kazakh: аспаз; Khmer: អ្នកដាំស្ល, អ្នកធ្វើបាយ; Korean: 요리사(料理師), 료리사(料理師), 조리사(調理士)(調理師), 셰프; Kumyk: ашбаз, къазанчы; Kurdish Central Kurdish: چێشتکەر; Northern Kurdish: aşpêj, pêjek; Kyrgyz: ашпоз, повар; Ladino: gizandero, gizandor, gizandera; Lao: ພໍ່ຄົວ, ຄົນຄົວກິນ, ສູປະການ, ຄົນຄົວ, ແມ່ຄົວ; Latin: coquus, coqua, cocus, coctor, cocturarius; Latvian: pavārs; Lithuanian: kokas, virėjas; Lombard: cögh, cœugh, cœg, cœga, coxiner, coxinera; Low German: Kock, Kööksch, Kööksche; Luxembourgish: Kach; Lü: ᦅᦳᧃᦶᦔᧂᦂᦲᧃ; Macedonian: готвач, готвачка; Malay: tukang masak; Maltese: kok, koka; Mongolian Cyrillic: тогооч; Navajo: chʼiyáán ííłʼíní; Norman: tchuîsinnyi, couque; North Frisian Föhr-Amrum: kook; Northern Sami: koahkka, goahkka; Norwegian Bokmål: kokk, kokke; Nynorsk: kokk, kokke; Old English: cōc; Pali Devanagari: सूदो; Latin: sudo; Pashto: آشپز, اشپز; Persian: آشپز, پزنده, طباخ; Plautdietsch: Koch; Polish: kucharz, kucharka; Portuguese: cozinheiro, cozinheira; Quechua: wayk'uq; Romanian: bucătar, bucătăreasă; Romansch: cuschinier; Russian: повар, повариха, кок, стряпуха, кухарка; Scottish Gaelic: còcaire; Serbo-Croatian Cyrillic: ку̏ха̄р, ку̏харица, ку̏ва̄р, ку̏варица; Roman: kȕhār, kȕharica, kȕvār, kȕvarica; Slovak: kuchár, kuchárka; Slovene: kȗhar, kuharica; Sorbian Upper Sorbian: kuchar, kucharka; Spanish: cocinero, cocinera; Swahili: mpishi, wapishi; Swedish: kock; Tagalog: kusinero, tagaluto; Tajik: ошпаз, таббох, пазанда; Tamil: கூவியர்; Tatar: пешерче; Telugu: వంటమనిషి, వంటవాడు; Thai: กุ๊ก, พ่อครัว, แม่ครัว; Tibetan: མ་བྱན; Turkish: aşçı; Turkmen: aşpez; Tuvan: паштанчы; Ukrainian: кухар, кухарка/кухарка; Urdu: باورچی, طباخ; Urhobo: chere; Uyghur: ئاشپەز; Uzbek: oshpaz, pazanda; Venetian: cogo; Vietnamese: đầu bếp; Volapük: kvisinan, hikvisinan, jikvisinan; Welsh: cogydd, cogyddes