πινάκιον

From LSJ
Revision as of 21:22, 1 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐνᾰ́κιον Medium diacritics: πινάκιον Low diacritics: πινάκιον Capitals: ΠΙΝΑΚΙΟΝ
Transliteration A: pinákion Transliteration B: pinakion Transliteration C: pinakion Beta Code: pina/kion

English (LSJ)

τό, Dim. of πίναξ,
A small tablet on which the δικασταί wrote their verdict, πινάκιον τιμητικόν Ar.V.167, cf. Arist.Pol.1268a2; εὶς πινάκιον γράφειν Pl.Lg.753c; also used in drawing lots for offices, D.39.12; πινάκιον πύξινον, given to dicasts as badge of office, Arist.Ath.63.4.
2 notice board on which laws, decrees, etc. were written, Ar.Av.450, Plu.Per.30, etc.; ἐν πινακίῳ λελευκωμένῳ IG22.1237.62, cf. 12.66.31; also for notices of charges against officials, Arist.Ath.48.4, cf. D.8.28, PHal.1.225 (iii B. C.); ἀναγράψαντες ἐμ π. τὸ μέτρον τοῦ καρποῦ IG12.76.27.
3 tablets, memorandum book, τά τε πινάκια καὶ τὰ γραμματεῖα ib.91.11; πινάκιον ὀνειροκριτικόν Plu.Arist.27.
4 votive tablet, IG22.1388.57.
II tablet for painting upon, τὰ τῶν ζωγράφων πινάκια Thphr. HP3.9.7, cf. Inscr.Délos 290.100 (p.191, iii B.C.), Luc.Im.17.
b small or bad picture, Isoc.15.2.
2 small plate or dish, Arr.Epict. 1.19.4, 2.22.31; πινάκιον ἀργυροῦν BGU387ii10, etc.
3 astronomical table, πινάκιον ἀστρολογικόν ib.1674.8 (ii A. D.).

Wikipedia EN

Bronze dikast ticket of Archilochos of Phaleron.
A jury pinakion.

In ancient Greece, a pinakion (Greek: πινάκιον) (pl. pinakia) was a small bronze plate used to identify a citizen of a city, a form of Citizens' token. Pinakia for candidates for political office or for jury membership were inserted into randomization machines (kleroteria).

German (Pape)

[Seite 616] τό, = πινακίδιον; εἰς πινάκιον γράψαντα, Plat. Legg. VI, 753 c; Täfelchen zum Abstimmen bei Gericht, Ar. Vesp. 167; Dem. 39, 12; vgl. Arist. pol. 2, 6; Luc. Nigr. 2, öfter; auch kleines, oder schlechtes Gemälde, Isocr. 15, 2; Luc. im. 17.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 tablette pour écrire;
2 petit tableau servant d'affiche;
3 placet, particul. plainte dans l' εἰσαγγελία;
4 petit tableau.
Étymologie: dim. de πίναξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πινάκιον -ου, τό, demin. van πίναξ, plankje, schrijfplankje, schrijftafeltje:; πινάκιον τιμητικόν strafplankje (plankje met ‘schuldig’ of ‘onschuldig’ erop) Aristoph. Ve. 167; πινάκιον... τῶν ἀπὸ γεωμετρίας σχημάτων καταγεγραμμένον een tablet beschreven met wiskundige figuren Luc. 8.2; mededelingenbord (voor besluiten en wetten):; σκοπεῖν δ’ ὅ τι ἂν προγράφωμεν ἐν τοῖς πινακίοις alles wat wij op de mededelingenborden zullen publiceren, in de gaten houden Aristoph. Av. 450; boekje:. ἐκ πινακίου τινὸς ὀνειροκριτικοῦ uit een of ander droomboekje Plut. Arist. 27.4. paneeltje (om te beschilderen):. ἐκείνη... ἐν μικρῷ πινακίῳ ἐγέγραπτο zij (Aspasia) was op een klein paneeltje geschilderd Luc. 43.17.

Russian (Dvoretsky)

πῐνάκιον: (ᾰ) τό
1 дощечка, табличка для пометок (εἰς π. γράφειν Plat.), с прошением о пересмотре дела Dem., с записью закона Arph. или для подачи судейского голоса (π. τιμητικόν Arph.);
2 небольшая картина, картинка Isocr., Luc.;
3 (плоское), блюдо или поднос NT.

Greek Monolingual

πινάκιο, το / πινάκιον, ΝΜΑ, και πινάκι Ν, πινάκιν Μ πίναξ, -ακος]
1. πήλινο, συνήθως, επιτραπέζιο σκεύος, στο οποίο σερβίρεται το φαγητό, πιάτο
2. φρ. «ἀντί πινακίου φακῆς» — με πολύ μικρό και ευτελές αντάλλαγμα
νεοελλ.
1. (νομ.) δημόσιο βιβλίο που τηρείται σε κάθε δικαστήριο, αριθμημένο κατά σελίδα, μονογραφημένο από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή τον ειρηνοδίκη, στο οποίο καταχωρίζονται οι υποθέσεις που πρόκειται να συζητηθούν κατά προτεραιότητα εγγραφής σε κάθε δικάσιμο
2. κομμάτι από χαρτί ή χαρτόνι με σημειώσεις για σχέδιο μαθήματος, στρατιωτικών ασκήσεων κ.ά. χρήσεις
3. πλαίσιο, στο οποίο ανακοινώνονται οι υποθέσεις και η σειρά εκδίκασής τους, με τις οποίες θα ασχοληθεί το δικαστήριο σε ορισμένη δικάσιμο
4. φρ. α) «πινάκιο προεξόφλησης» — έντυπο στο οποίο καταγράφονται γραμμάτια και συναλλαγματικές που προσκομίζονται στην τράπεζα για προεξόφληση
β) «πινάκιο πωλήσεων» — κατάσταση πωλήσεων που στέλνει ο αντιπρόσωπος επιχείρησης και αποτελεί τη βάση για την εκκαθάριση τών λογαριασμών της
μσν.-αρχ.
1. μικρός πίνακας, σανίδα αλειμμένη με κερί, πάνω στην οποία έγραφαν
2. σανίδα πάνω στην οποία ζωγράφιζαν
3. αστρονομικός πίνακας
αρχ.
1. ο πίνακας για την καταγραφή τών νόμων
2. κατάστιχο σημειώσεων, σημειωματάριο.

Greek Monotonic

πῐνάκιον: τό, υποκορ. του πίναξ.
I. μικρός πίνακας, πλακίδιο, πάνω στο οποίο οι δικασταί έγραφαν την ετυμηγορία τους, πινάκιον τιμητικόν, Λατ. tabela damnatoria, σε Αριστοφ.· πάνω στο οποίο ήταν γραμμένοι οι νόμοι, στον ίδ.· πάνω στο οποίο γραφόταν η καταγγελία σε περίπτωση εἰσαγγελίας, σε Δημ.· πάνω στο οποίο γράφονταν οι νόμοι που είχαν χρέος να ακολουθούν οι δικασταί, στον ίδ.· πλακίδιο, βιβλίο για σημειώσεις, σε Πλάτ.
II. πίνακας για ζωγραφική, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πῐνάκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πίναξ. μικρὸς πίναξ, 1) ἐφ’ οὗ οἱ δικασταὶ ἔγραφον τὴν ἀπόφασίν των, Λατ. tabella (condemnatoria ἤτοι absolutoria), π. τιμητικὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 167, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8. 5. 2) ἐφ’ οὗ ἦτο γεγραμμένος νόμος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 450, Πλουτ. Περικλ. 30, κτλ. 3) ἐφ’ οὗ ἐγράφετο ἡ καταγγελία ἐν περιπτώσει εἰσαγγελίας Δημ. 96· ἐν τέλει. 4) ἐφ’ οὗ ἦσαν γεγραμμένοι οἱ κανόνες οὓς ὤφειλον νὰ ἀκολουθῶσιν οἱ δικασταί, Δημ. 998. 4, Φώτ. 5) κατάστιχον, βιβλίον σημειώσεων, εἰς π. γράφειν Πλάτ. Νόμ. 753C· π. τε καὶ γραμματεῖα Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 11· π. ὀνειροκριτικὸν Πλουτ. Ἀριστείδ. 27. 6) ἐπιγραφή, Συλλ. Ἐπιγρ. 350Β. 7. ΙΙ. πινακὶς πρὸς ζωγραφίαν, Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 3. 9, 7, Λουκ. π. Εἰκ. 17· ― μικρὰ ἢ κακῶς ἐζωγραφημένη εἰκών, Ἰσοκρ. 310Β. 2) ὡς καὶ νῦν, πινάκι, «πιάτο», Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 19, 4., 2. 22. 31.

Middle Liddell

πῐνάκιον, ου, τό, [Dim. of πίναξ
I. a small tablet, on which the δικασταί wrote their verdict, π. τιμητικόν, Lat. tabella damnatoria, Ar.;—on which a law was written, Ar.; —on which the information in case of εἰσαγγελία was written, Dem.;—on which the rules for the δικασταί were written, Dem.:— tablets, a memorandum book, Plat.
II. a tablet for painting upon, Luc.