ἀνακρίνω

From LSJ
Revision as of 13:42, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακρίνω Medium diacritics: ἀνακρίνω Low diacritics: ανακρίνω Capitals: ΑΝΑΚΡΙΝΩ
Transliteration A: anakrínō Transliteration B: anakrinō Transliteration C: anakrino Beta Code: a)nakri/nw

English (LSJ)

A examine closely, interrogate, esp. judicially, Παυσανίαν Th.1.95, cf. Antipho 2.1.9, Pl.Smp. 201e; ἀ. τινὰ πόθεν ζῇ Diph.32.3; sound a person, LXX 1 Ki.20.12.
2 inquire into, ἀ. τοὺς ἐργασαμένους Antipho 2.3.2; τὴν [αἰτίαν] Phld.Po.994 Fr.21, cf. Lib. p.21 O.:—Med., ἀ. ποινὰ τίς ἔσται what remedy there shall be, Pi.P. 4.63.
II examine magistrates so as to prove their qualification, D.57.66 and 70.
2 of the magistrates, examine persons concerned in a suit, so as to prepare the matter for trial, And.1.101, Is.5.32; ὁ ἄρχων ἀνέκρινε πᾶσιν ὑμῖν καὶ ἀνακρίνας εἰσήγαγεν εἰς τὸ δικαστήριον D.48.31, cf. Arist.Ath.56.6:—Pass., ἀνεκρίθησαν αἱ ἀμφισβητήσεις D.48.23:—Med., οὐκ ἀνεκρίνατο ταύτην [τὴν γραφήν] he did not have it examined, of the prosecutor, Id.21.103, cf. 53.17.
3 generally, examine, μάρτυρας SIG953.46 (Calymna); τινά 1 Cor.9.3:—Med., Michel409.9 (Cos).
4 select, Ps.-Callisth.3.26.
III in Med., abs., ἀνακρίνεσθαι πρὸς ἑωυτούς dispute, wrangle one with another, Hdt.9.56.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀγκ- Hsch.
• Prosodia: [-ῑ- en pres., -ῐ- en fut.]
A interrogar
I c. compl. de pers.
1 interrogar ἀνακρίνοντες τῶν ἀφικνουμένων ἕκαστον Pl.Ax.371c, τοῦτον ἀνακρίνειν πόθεν ζῇ preguntarle de qué vive Diph.32.3, τὸν πατέρα μου LXX 1Re.20.12
en v. med. consultar un oráculo δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν al que consultaba qué debía ofrecer a los dioses a cambio de su tartamudez Pi.P.4.63
discutir c. pron. recíproco τοὺς δὲ ἐπεὶ ἀνακρινομένους πρὸς ἑωυτοὺς ἠὼς κατελάμβανε Hdt.9.56.
2 interrogar, hacer un interrogatorio esp. en sent. jur. μετεπέμποντο Παυσανίαν ἀνακρινοῦντες Th.1.95, cf. Antipho 2.1.9, Pl.Smp.201e, Lg.855e, ἀνακρινάντω δὲ το[ὺς] μάρτυρας SIG 953.46 (Calimna II a.C.), ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσίν ἐστιν αὕτη 1Ep.Cor.9.3, en el interrogatorio previo a un juicio ἀνακρίναντες δὲ ἡμᾶς Is.5.32, τὸν ... θεράποντα ... σαφῶς ἀνακρίναντες Antipho 2.3.2, cf. And.Myst.101, ἀνακρίνας τοὺς φύλακας Act.Ap.12.19
c. dat. καὶ μετὰ ταῦτα ὁ ἄρχων ἀνέκρινε πᾶσιν ἡμῖν D.48.31
en gener., abs. περὶ παρατάξεως Plb.12.28a.8, περὶ πάντων Act.Ap.24.8, ὑπὲρ τῶν κατὰ τὸν Σωσίβιον καὶ Βῶλιν ἀνακρινόμενος Plb.8.17.6, cf. Arr.Epict.1.1.20.
3 juzgar en v. pas. σαρκικῶς γὰρ οἱ τοιοῦτοι ἀνεκρίθησαν Epiph.Const.Haer.55.5.
4 examinar, probar a un magistrado para conocer su idoneidad ὥσπερ γὰρ τοὺς θεσμοθέτας ἀνακρίνετε D.57.66, 70, sobre cualquier tipo de conocimiento πάντες γὰρ μέχρι τινὸς ἐπιχειροῦσιν ἀνακρίνειν τοῦς ἐπαγγελλομένους Arist.SE 172a32
examinar a esclavos antes de la venta POxy.1209.19 (III a.C.), 1706.20 (III a.C.), SB 11277.23 (III d.C.).
II c. compl. de cosas
1 examinar, preguntar en gener. τὴν γενὴν ἀνακρίνει Call.Fr.203.54, τοὺς τῶν πρεσβυτέρων ἀνέκρινον λόγους Papias 2.4, οὐδ' ἀνακρίνοντος τοῦ καθηγουμένου Phld.Lib.p.21, τὰς γραφάς Act.Ap.17.11.
2 examinar en sent. jur. γραφαὶ δὲ καὶ δίκαι ... ἃς ἀνακρίνας εἰς τὸ δικαστήριον εἰσάγει Arist.Ath.56.6.
B en v. med.-pas. diferir, posponer τοῦ λαβεῖν τὴν αἴτησίν σου Ephr.Syr.3.223D.

German (Pape)

[Seite 193] ausforschen, fragen, τινά, Plat. Conv. 201 e; Xen. u. sonst; untersuchen, Thuc. 1, 95; Plat. Legg. VI, 766 e; ὑπέρ τινος, Pol. 8, 19, 6; bes. von Rechtshändeln, wo δίκην zu ergänzen, ὁ ἄρχων ἀνέκρινε πᾶσιν ἡμῖν τοῖς ἀμφισβητοῦσι, καὶ ἀνακρίνας εἰσήγαγεν εἰς τὸ δικαστήριον, als eine vorläufige Prüfung der Klage, ehe sie vor den Richter kommt, Dem. 48, 31; vgl. Plat. Legg. IX, 879 e; dah. pass., zur Untersuchung gezogen werden, Antiph. II α 9; ἐπειδὴ ἀνεκρίθησαν πρὸς τῷ ἄρχοντι ἅπασαι αἱ ἀμφισβητήσεις καὶ ἔδει ἀγωνίζεσθαι ἐν τῷ δικαστηρίῳ Dem. 48, 43, nach beendigter Untersuchung kam es zu den Gerichtsverhandlungen. – Das med. wie act., befragen, Pind. P. 4, 63; οὐδ' ἀνεκρίνατο τὴν γραφὴν ὁ συκοφάντης, er ließ die Sache nicht vorläufig untersuchen, Dem. 21, 103; aber πρὸς ἑαυτοὺς ἀνακρινομένους ἠὼς κατελάμβανε, die mit einander Rechtenden, Her. 9, 56.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνακρινῶ, etc.
1 examiner, interroger : ἀν. τί τινα demander qch à qqn;
2 interroger en justice, instruire, acc.;
Moy. ἀνακρίνομαι se disputer : πρὸς ἑαυτούς HDT les uns les autres;
NT: examiner (les Écritures).
Étymologie: ἀνά, κρίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακρίνω: (ῑ) (fut. ἀνακρῐνῶ)
1 расспрашивать (τινά Plat.; τινὰ περί τινος Plut. и τινά τι Luc.);
2 тж. med., юр. допрашивать (τινά Thuc., Plat.); расследовать, вести следствие (τινός Pind., ὑπέρ τινος Polyb.): ἀνακρίνεσθαι τὴν γραφήν Dem. вести следствие по делу;
3 иметь суждение, судить: ἀ. τινά Arst. высказывать суждение о ком-л.;
4 med. спорить: πρὸς ἑαυτοὺς ἀνακρίνεσθαι Her. спорить друг с другом.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακρίνω: [ῑ]: μέλλ. -ῐνῶ (ἴδε κρίνω): - ἐξετάζω διὰ παντοίων ἐρωτήσεων ὅπως εὕρω τὴν ἀλήθειαν, ἀνακρίνω, ὡς καὶ νῦν, Παυσανίαν Θουκ. 1. 95, πρβλ. Ἀντιφῶντα 116. 6, Πλάτ. Συμπ. 201Ε· ἀν. τινὰ πόθεν ζῇ Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 2) ἐξετάζω, ἐρευνῶ περί τινος γεγονότος, ἀν. τοὺς ἐργασαμένους, ἐρευνῶ, ζητῶ νὰ εὕρω τίς εἶναι ὁ αὐτουργὸς τῆς πράξεως, Ἀντιφῶν 118. 10: - Μέσ., ἀν. ποινὰ τίς ἔσται, ποία θεραπεία θὰ ὑπάρξῃ, Πινδ. Π. 4. 111. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις ἐν χρήσει διττῶς ὡς τεχνικὸς ὅρος: 1) ἐξετάζω τοὺς ἄρχοντας ἵνα γνωρίσω εἰ ἔχουσι τὰ ἀπαιτούμενα προσόντα, Δημ. 1319. 21., 1320, 18, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 374-5, καὶ ἴδε τὴν λέξ. δοκιμασία. 2) ἐπὶ τῶν ἀρχόντων, ἐξετάζω πρόσωπα ἐνδιαφερόμενα εἴς τινα δίκην, ἵνα οὕτως ἑτοιμάσω τὴν ὕλην διὰ τὴν δίκην (ἴδε εἰσαγωγεὺς ΙΙ.), Ἀνδοκ. 13. 35, Ἰσαῖος 54. 11, Δημ. 1175. 28· τὸν ἄρχοντα ἀνακρίναντα εἰσάγειν [τὴν δίκην] Ἀριστ. Ἀποσπ. 382: - Μέσ., οὐκ ἀνεκρίνατο ταύτην [τὴν γραφήν], δὲν τὴν ἐξήτασεν, ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, Δημ. 548. 1, πρβλ. ἀνάκρισις. ΙΙΙ. ἐν μέσ. φωνῇ, ἀπολ., ἀνακρινομένους πρὸς ἑωυτούς, συζητοῦντας πρὸς ἀλλήλους, Ἡρόδ. 9. 56.

English (Slater)

ἀνακρῑνω med., ask enquire (Βάττον) δυσθρόου φωνᾶς ἀνᾰκρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται (P. 4.63)

English (Strong)

from ἀνά and κρίνω; properly, to scrutinize, i.e. (by implication) investigate, interrogate, determine: ask, question, discern, examine, judge, search.

English (Thayer)

1st aorist ἀνέκρινα; passive (present ἀνακρίνομαι); 1st aorist ἀνεκρίθην; (frequent in Greek writings, especially Attic); properly, "by looking through a series (ἀνά) of objects or particulars to distinguish (κρίνω) or search after. Hence,
a. to investigate, examine, inquire into, scrutinize, sift, question": τάς γραφάς); Judges, to hold an investigation; to interrogate, examine, the accused or the witnesses; absolutely: τινα, ἀπολογία shows) when in τοῖς ἐμέ ἀνακρίνουσί, investigating me, whether I am a true apostle.
b. universally, to judge of, estimate, determine (the excellence or defects of any person or thing): τί, τινα, 1 Corinthians 2:(Lightfoot Fresh Revision, etc. iv. § 3 (p. 67f, American edition).)

Greek Monolingual

ἀνακρίνω)
(ως δικανικός όρος) εξετάζω κάποιον υποβάλλοντας του συνεχείς ερωτήσεις για να εξακριβώσω την αλήθεια
αρχ.
1. εξετάζω, ερευνώ για την εύρεση της αλήθειας
2. (ως πολιτικός όρος) α) εξετάζω άρχοντες για να διαπιστώσω την ικανότητα, την καταλληλότητα τους
β) (για άρχοντες) εξετάζω τα σχετιζόμενα με εκδικαζόμενη υπόθεση πρόσωπα, για να συγκεντρώσω στοιχεία για τη δίκη
3. μέσ. α) ανακρίνω, εξετάζω
β) λογομαχώ, φιλονικώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + κρίνω.
ΠΑΡ. ανάκρισις (-η), ανακριτήριο, ανακριτής].

Greek Monotonic

ἀνακρίνω: [ῑ], μέλ. -κρῐνῶ,
I. 1. εξετάζω προσεκτικά, ανακρίνω, ερωτώ, τινά, σε Θουκ., Πλάτ.
2. ζητώ πληροφορίες για ένα γεγονός, σε Αντιφ. — Μέσ., σε Πίνδ.
II. χρησιμοποιείται στην Αθήνα με τεχνική σημασία:
1. εξετάζω τους άρχοντες ως προς την καταλληλότητα των προσόντων τους, σε Δημ.
2. λέγεται για τους δικαστικούς άρχοντες, ανακρίνω τα πρόσωπα που σχετίζονται με μια δίκη, ώστε να προετοιμαστεί η διαδικασία της, προεξετάζω, στον ίδ.
III. Μέσ., ἀνακρίνεσθαι πρὸς ἑαυτούς, διαπληκτίζεται ο ένας με τον άλλο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἀνάκρισις
I. to examine closely, to question, interrogate, τινά Thuc., Plat.
2. to inquire into a fact, Antipho:—Mid., Pind.
II. used at Athens in technical sense:
1. to examine magistrates, as to their qualification, Dem.
2. of the magistrates, to examine persons concerned in a suit, so as to prepare the matter for trial, Dem.
III. Mid., ἀνακρίνεσθαι πρὸς ἑαυτούς to dispute one with another, Hdt.

Chinese

原文音譯:¢nakr⋯nw 安那-克里挪
詞類次數:動詞(16)
原文字根:向上-審判 相當於: (חָקַר‎)
字義溯源:審問,查問,考查,調查,詢問,究問,盤問,審明,看透,論斷,判斷;由(ἀνά)*=上,回復)與(κρίνω)*=辨別)組成。這字是法庭上的用字,只有使徒路加在福音書,使徒行傳中與保羅在哥林多前書中使用這字。在( 徒17:11)說,庇哩亞的人天天考查(ἀνακρίνω))聖經,要曉得這道是與不是;他們考查神的話,有如律師考查法定文件,字字推敲;這就是信徒讀神的話該有的態度
同義字:1 (ἀνακρίνω)審問 2 (ἀποδιορίζω)脫離 3 (ἀποχωρίζω)分開 4 (διακρίνω)徹底分開 5 (διαχωρίζω)完全移開 6 (δοκιμάζω / δοκιμασία)試驗 7 (δοκίμιον)徹底的測驗 8 (κρίνω)辨別 9 (μερίζω)分開 10 (συζητέω)共同調查 11 (σχίζω)切斷 12 (χωρίζω)隔離
譯字彙編
1) 查問(2) 林前10:25; 林前10:27;
2) 論斷(1) 林前4:4;
3) 論斷自己(1) 林前4:3;
4) 盤問(1) 林前9:3;
5) 看透(1) 林前2:15;
6) 審明(1) 林前14:24;
7) 我⋯論斷(1) 林前4:3;
8) 能看透(1) 林前2:15;
9) 就審問(1) 徒12:19;
10) 被查問(1) 徒4:9;
11) 考查(1) 徒17:11;
12) 究問(1) 徒24:8;
13) 才能看透(1) 林前2:14;
14) 審問了(1) 徒28:18;
15) 審問過(1) 路23:14

Lexicon Thucydideum

quaestionem habere, to hold an inquiry, 1.95.3.