χορηγία
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
ἡ,
A office or λῃτουργία of a χορηγός, defraying of the cost of the public choruses, Antipho 2.3.8 (pl.), 5.77 (pl.), Th.6.16 (pl.), etc.: used generally of λῃτουργίαι other than the τριηραρχία, Lys.19.57 (pl.), D.20.19 (pl.), Lex ap. eund. 18.106.
2 generally, expense, Democr.282.
II generally, abundance of external means, fortune, ἡ ἐκτὸς χορηγία Arist.EN1178a24, cf. Pol.1255a14, al.; πολιτικὴ χορηγία things necessary to furnish or constitute a state, ib.1326a5: pl., βασιλικαὶ χορηγίαι Jul.Ep.89b; πρόγονοι καὶ χορηγία καὶ δόξα great fortunes, Lib.Or.33.20.
2 metaph., in later historians, of supplies for war, τῶν ἀναγκαίων, τῶν ἐπιτηδείων, Plb. 1.18.9, 4.71.10, etc.: pl., Id.1.16.6, etc.
b generally, supplies for a banquet, Plu.2.692b.
c extraneous, adventitious aids, Arist. Po.1453b8.
d abundance, τῶν εὐτυχημάτων Id.Pol.1333b17; ὕλης Luc.Anach.35; ὕδατος Hdn.8.2.6; τῶν πηγῶν Lib.Or.61.18; πᾶσα χορηγία τῆς νόσου = all that feeds the disease, Philostr.Im.2.23.
e subvention, assistance, Ph.Bel.50.39.
III f.l. for χορεία, Pl.Euthd. 277d.
German (Pape)
[Seite 1365] ἡ, das Amt, die Würde des χορηγός, die Ausrüstung, Aufführung eines Chors. Bes. das Hergeben der Kosten zur Ausrüstung, Aufführung eines Chors, welches unter den Staatsleistungen der athenischen Bürger, λειτουργίαι, die bedeutendste war, s. Böckh's Ath. Staatshaush. I p. 484. 487; vgl. Dem. Lpt. 19 Thuc. 6, 16. – Übh. der Kostenaufwand wozu, die Ausstattung mit Geld u. andern Mitteln; Arist. poet. 14 u. öfter; καὶ κατασκευή Plut. Lyc. 13; ἡ περὶ τοὺς στρατιώτας χορηγία Hdn. 7, 3, 6. Bes. der plur., αἱ χορηγίαι, die Zufuhr und der Vorrath von Lebensmitteln im Kriege, Pol. oft, auch übh. Einkünfte, πλείστας χορηγίας ἑτοιμάζειν τῇ πόλει 1, 72, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 fonction de chorège, càd soin d'équiper et d'organiser un chœur de danse ; frais de cet équipement;
2 p. ext. approvisionnement, fourniture, ressources en gén. ; particul. ressources d'une armée, revenus d'un État, moyens de subsistance.
Étymologie: χορηγός.
Russian (Dvoretsky)
χορηγία: ἡ
1 хорегия (обязанность организовать на свой счет хор для празднества; одна из λειτουργίαι) Thuc., Lys., Xen., Plat. etc.;
2 расходы, издержки (ἐπὶ ἰσον τῇ χορηγίᾳ χρῆσθαι Dem.): χορηγίας δεόμενος Arst. или πρόχειρον ἔχων τὴν χορηγίαν Luc. требующий (больших) расходов;
3 тж. pl. средства: ἡ ἐκτὸς χ. Arst. материальные средства, достаток; ἀρετὴ τυγχάνουσα χορηγίας Arst. добродетель, обладающая средствами (воздействия), т. е. действенная; πολιτικὴ χ. Arst. государственные ресурсы (т. е. население и территория); πολλὴ χ. τῶν εὐτυχημάτων Arst. множество благодеяний; ἀφθόνους ἔχειν τὰς εἴς τι χορηγίας Polyb. иметь обильные запасы для чего-л.;
4 тж. pl. снабжение, доставка (τῶν ἀναγκαίων τοῖς στρατοπέδοις Polyb.): ἡ τῆς ὕλης χ. Luc. доставка горючего материала;
5 источник снабжения: ἡ πᾶσα τῷ ἔργῳ χ. ἡ παλαιὰ ἱστορία ἐστίν Luc. единственным источником для этого служит древняя история.
Greek (Liddell-Scott)
χορηγία: ἡ, τὸ ὑπούργημα τοῦ χορηγοῦ ἐν Ἀθήναις, ἡ πληρωμὴ τῆς δαπάνης τῆς ἀπαιτουμένης πρὸς διδασκαλίαν καὶ παρασκευὴν τῶν δημοσίων χορῶν, ἦτο δὲ τοῦτο ἡ πρωτίστη τῶν Ἀθηναϊκῶν λειτουργιῶν, Ἀντιφῶν 118. 34, 138. 27, Θουκ. 6. 16, κλπ., πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 14. 3· ― τὸ ἄριστον χωρίον δοκίμου συγγραφέως περὶ τῶν χορηγιῶν εἶναι τὸ τοῦ Λυσίου 161 (ἐν Ἀπολογίᾳ Δωροδοκίας), πρβλ. Böckh. P. E. 2, σ. 207 κἑξ., Herm. Pol. Ant. § 161. 2, καὶ ἴδε ἐν λέξ. χορός. 2) καθόλου, = λειτουργία, δαπάνη, Νόμ. παρὰ Δημ. 261 ἐν τέλ. ΙΙ. μέσα πρὸς διδασκαλίαν καὶ παρασκευὴν χορῶν· ὅθεν καθόλου, ἀφθονία χρημάτων καὶ ἄλλων ἐξωτερικῶν μέσων, μεγάλη περιουσία ἡ ἐκτὸς χ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 4, Πολιτ. 1. 6, 3, κ. ἀλλ.· πολιτικὴ χ., πράγματα ἀναγκαῖα πρὸς παρασκευὴν καὶ σύστασιν πολιτείας, αὐτόθι 7. 4, 4. 2) μεταφορ., παρὰ μεταγενεστ. ἱστοριογράφοις, τὸ χορηγεῖν, παρέχειν, προμηθεύειν, προμήθεια, Λατ. apparatus belli, τὴν τῶν ἀναγκαίων χορηγίαν Πολύβ. 1. 18, 9· ἐπεὶ δὲ ἥ τε χορηγία τῶν βελῶν καὶ τῶν ἄλλων τῶν πρὸς τὴν χρείαν ἐπιτηδείων ἐνέλιπεν 4. 71, 10, κλπ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 1. 16, 6, κλπ. β) καθόλου, δαπάνη, πρὸς κατασκευὴν τῶν ἀναγκαιούντων σκευῶν τῆς σκηνῆς θεάτρου, Ἀριστ. Ποιητ. 14. 3· τὰ ἀπαιτούμενα πρὸς ἑστίασιν, οἷον σκεύη, κτλ., Πλούτ. 2. 692Ε. γ) ἄφθονος παροχή, ἀφθονία, τῶν εὐτυχημάτων Ἀριστ. Πολιτ. 7. 14, 17· ὕλης Λουκ. Ἀνάχαρσ. 35· ὕδατος Ἡρῳδιαν. 8. 2· πᾶσα χ. τῆς νόσου, πᾶν ὅ,τι τρέφει καὶ περιθάλπει τὴν νόσον, Φιλόστρ. 849.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ χορηγός
1. (στην αρχ. Αθήνα) μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες της αθηναϊκής δημοκρατίας, κατά την οποία ένας εύπορος πολίτης κατέβαλλε τα χρήματα της προετοιμασίας του χορού για την συμμετοχή του σε διάφορες θρησκευτικές εκδηλώσεις, καθώς και για παραστάσεις στους δραματικούς αγώνες («οἱ μὲν... πλουσιώτατοι τριηραρχοῦν
τες ἀεὶ τῶν χορηγιῶν ἀτελεῖς ὑπάρχουσιν», Δημοσθ.)
2. (γενικά) καταβολή δαπάνης, χορήγηση
3. παροχή, προμήθεια
νεοελλ.
το χορηγούμενο σε κάποιον χρηματικό ποσό («βασιλική χορηγία» — το χρηματικό ποσόν που καταβάλλει ετησίως ένα κράτος σε συνταγματικό μονάρχη)
αρχ.
1. λειτουργία, δαπάνη υπέρ της πόλης
2. (ιδίως) δαπάνη για την κατασκευή τών αναγκαίων μέσων και αντικειμένων της σκηνής θεάτρου («τὸ δὲ διά τῆς ὄψεως τοῦτο παρασκευάζειν ἀτεχνότερον καὶ χορηγίας δεόμενόν ἐστιν», Αριστοτ.)
3. τα μέσα για την διδασκαλία και την προετοιμασία χορών
4. μεγάλη περιουσία, αφθονία χρηματικών και άλλων μέσων
5. (γενικά) άφθονη παροχή, αφθονία («ὅτι πολλὴ χορηγία γίγνεται τῶν εὐτυχημάτων», Αριστοτ.)
6. θέαμα που παρέχεται με δημόσια δαπάνη («τοῦ... ναοῦ καταφρονοῦν
τες καὶ τῶν θυσιῶν ἀμελοῦν
τες ἔσπευδον μετέχειν ἐν παλαίστρᾳ παρανόμου χορηγίας», ΠΔ.)
7. τα απαραίτητα για εστίαση, για παρασκευή και παράθεση γεύματος
8. φρ. «πολιτείας χορηγία» — τα αναγκαία για την προετοιμασία και τη σύσταση της πολιτείας (Αριστοτ.).
Greek Monotonic
χορηγία: ἡ,
I. το επάγγελμα του χορηγοῦ στην Αθήνα, η πληρωμή της δαπάνης για την απαιτούμενη διδασκαλία και προετοιμασία των δημοσίων χωρών, είμαι αρχηγός στο θεσμό των λῃτουργιῶν, σε Θουκ. κ.λπ.
II. 1. μέσα για τη διδασκαλία του χοροῦ· αφθονία μέσων, εφοδιασμός, σε Αριστ.
2. μεταφ., προμήθειες για πόλεμο, σε Πολύβ.
Middle Liddell
χορηγία, ἡ,
I. the office of a χορηγός at Athens, the defraying of the cost of the public choruses, being the chief of the λειτουργίαι, Thuc., etc.
II. means for providing χοροί; abundance of means, fortune, Arist.
2. metaph. supplies for war, Polyb.