ἐπιδείκνυμι

Revision as of 15:41, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἐπιδεικνύω PPetr.2p.110 (iii B.C.)), fut. ἐπιδείξω: aor. ἐπέδειξα, Ion.
A ἐπέδεξα Hdt.2.42:—exhibit as a specimen, Ar.Ach..765: generally, display, exhibit, βίαν Pi.N.11.14; τεκμήρια A.Supp.53 (lyr.), etc.; ἑωυτόν τινι Hdt.2.42; πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα τινί Id.3.135, cf. 6.61; ἐ. τὸ στράτευμά τινι parade it before... X.An.1.2.14, cf.Cyr.5.5.5; of speeches, compositions, etc., ἐπιδειξάτω τῇ βουλῇ he shall exhibit his draft, IG12.76.60; ἐ. λόγον Ar.Eq.349; ῥαψῳδίαν Pl.Lg.658b, cf. Isoc.2.7 (Pass.); σοφίαν Pl.Euthd.274a, X.Smp.3.3.
2. more freq. in Med., show off or display for oneself or what is one's own, μουσικὰν ὀρθὰν ἐ. give a specimen of his art... Pi.Fr.32; ἐμὲ ἐπεδέξατο γυμνήν exhibited me naked, Hdt.1.11; πάντα τὸν στρατόν showed all his army, Id.7.146; ἐ. τὸν Ἀλέξανδρον recall Alexander, Plu.Pyrrh. 8; especially of one's personal qualities, ἐπιδείκνυσθαι τὴν αὑτοῦ δύναμιν And.4.14; σοφίαν, πονηρίαν, Pl.Phdr. 258a, Isoc.20.4, cf. X.An.1.9.16; ἐπιδείξασθαι αὑτὸν ἀβέβηλον Inscr.Prien.113.66 (i B.C.).
b. ἐπίδειξαι.. ἅττ' ἐδίδασκες [[>give a specimen of]].., Ar.Nu.935; τὰ γυμνικά POxy.42.5 (iv A.D.): abs., show off, make a display of one's powers, ἐπεδείκνυτο τοῖς λωποδύταις Ar.Ra.771; ὃν.. ἐθεάσασθε ἐπιδεικνύμενον giving a display (of fighting in armour), Pl.La.179e; of a rhetorician lecturing, Id.Phdr.235a; πολλὰ καὶ καλά Id.Grg.447a; of epideictic orators, Arist.Rh.1391b26; of a musician, Ael.VH9.36: c. part., . ὑπερθέων Pl.Lg.648d.
II. show, point out, τινὶ τὴν αἰτίαν Id.Phd. 100b, cf. Aeschin.1.177; τὴν πονηρίαν Pl.Prt. 346a; ἐ. αὐτήν, ἥτις ἐστίν Pl.Com.173.5; ἐ. τὸν ἀλεκτρυόν' ὡς ἐτυράννει show, prove that... Ar.Av.483, cf. Lys.1.4; ὅτι.. Pl.R. 391e, etc.: c. part., ἐ. πάντα ἐόντα μεγάλα Hdt.1.30; ἐ. τινὰ φονέα ὄντα show that one is a murderer, v.l. in Antipho 1.3, cf. Th.3.64 (where perhaps ἐπ- 'as an afterthought'); ἐ. τινὰ δωροδοκήσαντα prove that one took bribes, Ar.Eq. 832 (anap.); ἐπιδείξω σε ταῦτα ὁμολογοῦντα Pl.Euthd.295a, cf.Chrm. 158d; ψυχὴν ἐ. πρες βυτέραν οὖσαν τοῦ σώματος Id.Lg.892c; ἐ. αὑτὸν φοβερὸν (sc. ὄντἀ καὶ μέγα δυνάμενον And.4.11: c. acc., ἐ. ὅ τι ἂν ἐγκαλῇ ἐναντίον ἀνδρῶν τριῶν PEleph.1.7 (iv B.C.), etc.:—Pass., ἐπιδείκνυται αὐθέντης (sc. ὤν) Antipho 3.4.9; ἐπεδείχθησαν οὐδὲν βελτίους ὄντες Isoc.4.145, cf. 18.56; κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι X.Mem. 2.3.17 (ἐπιδεῖξαι secl. Cobet).
2. Med., τῆς αἰτίας τὸ εἶδος Pl.Phd. 100b; ἔργῳ ἐπεδείκνυτο, ὅτι.. X.An.1.9.10, cf.Is.5.30.

German (Pape)

[Seite 934] (s. δείκνυμι), 1) aufzeigen, vorzeigen, kund thun, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν Pind. N. 11, 14; τά τε νῦν ἐπιδείξω πιστὰ τεκμήρια Aesch. Suppl. 52; (οὐ μόνον λόγῳ ἤγγειλαν) ἀλλὰ κἀπέδειξαν Soph. El. 1445; σαυτὴν ἐπιδείκνυ τοῖσι ξένοις Ar. Av. 666; πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα τοῖσι Πέρσῃσι Her. 3, 135; vgl. 6, 61; auch med., τὸν στρατόν 7, 146; τῷ Κυαξάρει τὴν δύναμιν Xen. Cyr. 5, 5, 5; τοὺς πρέσβεις τοῖς στρατιώταις An. 6, 4, 4; τὸ στράτευμα, die Parade machen lassen, 1, 2, 14; Folgde überall; bes. eine vollendete Arbeit sehen lassen, zur Schau stellen, Ζεῦξις καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδεί. κνυεν Oec. 10, 1; ᾠδάς, ῥαψῳδίαν, Plat. Legg. VII, 817 d II, 658 b; σ οφίαν Euthyd. 274 a, wie Xen. Conv. 3, 3; τὴν εὔνοιαν καὶ ἀρετὴν αὐτοῦ ἔν τινι Lys. 18, 3; ἑαυτόν, sich zeigen, Plat. Theaet. 145 b. Häufiger noch im med., sich mit Etwas sehen lassen, bes. um sich Beifall u. Ruhm zu erwerben, τοῖς ἐπαινέταις τὴν ἑαυτοῦ σοφίαν Phaedr. 258 a; ἢ ποίησιν ἤ τινα ἄλλην δημιουργίαν Rep. VI, 493 b; τὴν δύναμιν τῆς σοφίας, die Kraft seiner Weisheit an den Tag legen, Euthyd. 247 d; absol., Lach. 179 e, wie Xen. An. 5, 4, 34; τινί, sich vor Einem sehen lassen, Ar. Ran. 771; Plat. Gorg. 447 b; auch εἰς δικαιοσύνην εἴ τις ἐπιδείκνυσθαι βούλοιτο, in Beziehung auf Gerechtigkeit sich zeigen, hervorthun wollen, Xen. An. 1, 9, 16; ψάλτης Ἀντιγόνῳ ἐπεδείκνυτο, zeigte sich vor dem Ant., Ael. V. H. 9, 36; ἀρετὰς ἔν τινι Isocr. 4, 85; δοκοῦσιν ἐπιδεδεῖχθαι τὴν μαλακίαν §. 149; νῦν καιρός ἐστιν ἐπιδείξασθαι τὴν παιδείαν Xen. An. 4, 6, 15; Cyr. 4, 2, 45; τὰ ἔργα φιλανθρωπίας, sich menschenfreundlich zeigen, 8, 4, 8; λόγον, sich mit seiner Beredsamkeit zeigen, 5, 5, 47 u. Sp.; δύναμιν λόγων Luc. Nigr. 1; αὐλήματα Harmon. 2; oft, wie Plut., von Prunkreden, mit denen man sich hören läßt. – 2) beweisen, darthun; τὴν αἰτίαν Plat. Phaed. 100 d; Aesch. 1, 177; mit folgdm ὅτι, Plat. Rep. III, 391 e; Xen. An. 3, 2, 26 u. sonst; ὡς διδακτόν ἐστιν ἡ ἀρετή Plat. Prot. 320 b; mit folgdm partic., ἐὰν ἐπ ιδείξω τὴν μητέρα φονέα οὖσαν Antiph. 1, 3; Μειδίαν ὑβρικότα Dem. 21, 7; ἐπιδείξω καὶ σὲ ταῦτα τὰ θαυμαστὰ συνομολογοῦντα, daß auch du dies zugiebst, Plat. Euthyd. 295 a; c. inf., κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι Xen. Mem. 3, 2, 17. – Von ἐπιδεικνύω impf. ἐπεδείκνυε, Xen. Cyr. 1, 4, 10, part. praes. ἐπιδεικνύων, Mem. 4, 1, 3; Dem. 53, 1.

French (Bailly abrégé)

1 montrer ouvertement, exhiber : ἑαυτόν τινι HDT se faire voir à qqn ; στράτευμα XÉN faire parader un corps de troupes;
2 faire voir par une preuve ou par un raisonnement, montrer, expliquer : τινί τι qch à qqn ; κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι XÉN tu auras chance de montrer que tu es honnête ; Pass. ἐπεδείχθη τὰ ψευδῆ μαρτυρῶν ISOCR c'est chose prouvée qu'il a rendu un faux témoignage;
Moy. ἐπιδείκνυμαι;
I. tr. 1 exposer ouvertement, étaler avec complaisance ou ostentation, faire montre de : πάντα τὸν στρατόν HDT montrer toute son armée;
2 montrer, prouver;
II. intr. se présenter à ou devant, particul. s'exhiber, se produire au grand jour pour une lecture ou une déclamation publique.
Étymologie: ἐπί, δείκνυμι.

English (Slater)

ἐπῐδείκνυμι make a display of εἰ δέ τις μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν (N. 11.14) med., γυίων ἀέθλοις ἐπεδείξαντο κρίσιν ἐσθᾶτος ἀμφίς (κρίσιν codd.: ἶν coni. Kayser) (P. 4.253) μουσικὰν ὀρθὰν ἐπιδεικνυμένου (sc. τοῦ Ἀπόλλωνος) fr. 32.

English (Strong)

from ἐπί and δεικνύω; to exhibit (physically or mentally): show.

English (Thayer)

1st aorist ἐπέδειξα; (present middle ἐπιδεικνυμαι); to exhibit, show (as though for exposition or examination (Schmidt, chapter 127,5); from Pindar, Herodotus down.);
a. to bring forth to view: τί, τί τίνι, R G; ἑαυτόν τίνι, bid to look at, τί τίνι, furnish to be looked at, produce what may be looked at: σημεῖον, to display something belonging to oneself: χιτῶνας, the tunics as their own, to prove, demonstrate, set forth to be known and acknowledged: Acts 18:28.

Greek Monotonic

ἐπιδείκνῡμι: και -ύω· μέλ. -δείξω, αόρ. αʹ -έδειξα, Ιων. -έδεξα·
I. 1. παρουσιάζω ως δείγμα, σε Αριστοφ.· γενικά, επιδεικνύω, εκθέτω, παρουσιάζω, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.
2. Μέσ., επιδεικνύω ή παρουσιάζω για τον εαυτό μου ή για κάτι που είναι δικό μου, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· ἐπιδείξασθαι λόγον, παρουσιάζω την ευγλωττία μου, την επιδεικνύω, στον ίδ.· απόλ., επιδεικνύω, κάνω μία παρουσίαση, επίδειξη των δυνάμεών μου, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
II. 1. δείχνω, υποδεικνύω, δηλώνω, τί τινι, στον ίδ.· με μτχ., αποδεικνύω ότι κάτι είναι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης στη Μέσ., σε Ξεν.· ἐπ. τινα δωροδοκήσαντα, αποδεικνύω ότι κάποιος δωροδοκήθηκε, σε Αριστοφ.
2. απόλ., παρέχω πληροφορίες, στον ίδ.

Greek Monolingual

(AM ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω)
1. παρουσιάζω, εμφανίζω, προβάλλω κάτι ως δείγμα, ως αξιόλογο για θέα ή ως πειστήριο (α. «επιδεικνύει τα νέα κοσμήματα, ή τα πειστήρια του εγκλήματος» β. «καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν»)
2. εμφανίζω και προβάλλω κάποιο προσόν ή γνώρισμά μου (α. «επιδεικνύει την ομορφιά της» β. «ἐπιδείξεις τὴν αὑτοῦ σοφίαν»)
3. φανερώνω κάτι που ήταν σχετικά άγνωστο ώς τώρα («επέδειξε τη δύναμη του χαρακτήρα του», «ἔν τ’ ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν»)
νεοελλ.
μέσ. επιδεικνύομαι
προβάλλω τα προσόντα μου ή συμπεριφέρομαι έτσι ώστε να προκαλώ την προσοχή τών άλλων
αρχ.
υποδεικνύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδείκνυμι: и ἐπιδεικνύω (fut. ἐπιδείξω, aor. ἐπέδειξα - ион. ἐπέδεξα)
1 показывать (πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα τινί Her.; τὴν δύναμίν τινι Xen.): ἐ. ἑαυτόν τινι Her., Arph., Plat. показываться или являться кому-л.; ἐπιδείξασθαι τὸν στρατόν Her. произвести смотр войску;
2 предъявлять (πιστὰ τεκμήριά τινος Aesch.);
3 выказывать, проявлять, обнаруживать (βίαν ἐν ἀέθλοισιν Pind.; τὴν πρός τινα εὔνοιαν Lys.; τὴν αὑτοῦ σοφίαν Xen.; med. τὰς αὑτῶν ἀρετὰς ἔν τισι Isocr.): τοῖς ὅπλοις καὶ ταῖς χερσὶν ἐ. τὸν Ἀλέξανδρον Plut. военными подвигами сравняться с Александром;
4 med. выставлять на показ (τὸν πλοῦτον Arst.): λόγον τινὶ ἐ. Xen. мараться блеснуть перед кем-л. своим красноречием;
5 med. выставлять себя напоказ (ἄλλοις Xen.);
6 показывать, доказывать (τι Plat., Aeschin., Arst.; ὅτι … Xen., Plat., Arst. и ὡς … Plat.; ἐπιδεῖξαί τινα ὑβρικότα εἴς τινα Dem.): ἐπέδειξαν οὐ λόγῳ μόνον Soph. они (это) не просто сказали, но и доказали; ἐ. τινὰ ψευδῆ Plat. уличать кого-л. во лжи; ἐπεδείχθη τὰ ψευδῆ μαρτυρῶν Isocr. он был уличен в лжесвидетельстве; ἔργῳ ἐπεδείκνυτο καὶ ἔλεγεν Xen. он доказал на деле, (как) и сказал.

Middle Liddell

and -ύω fut. -δείξω aor1 -έδειξα ionic -έδεξα
I. to exhibit as a specimen, Ar.: generally, to show forth, display, exhibit, Plat., Xen., etc.
2. Mid. to show off or display for oneself or what is one's own, Hdt., Plat., etc.; ἐπιδείξασθαι λόγον to exhibit one's eloquence, Plat.:—absol. to show off, make a display of one's powers, Ar., Plat., etc.
II. to show, point out, τί τινι Plat.:—c. part. to show that a thing is, Hdt., etc.; also in Mid., Xen.; ἐπ. τινὰ δωροδοκήσαντα to prove that one took bribes, Ar.
2. absol. to lay informations, Ar.

Chinese

原文音譯:™pide⋯knumi 誒披-得克匿米
詞類次數:動詞(9)
原文字根:在上-顯示 相當於: (נָגַד‎)
字義溯源:陳列,表現,展示,察看,看,顯⋯看,拿⋯看,指給⋯看,證明,顯明,顯;由(ἐπί)*=在⋯上)與(δείκνυμι / δεικνύω)*=顯示)組成。參讀 (ἀναδείκνυμι)同義字
出現次數:總共(8);太(3);路(2);徒(2);來(1)
譯字彙編
1) 顯⋯看(1) 太16:1;
2) 拿⋯看(1) 太22:19;
3) 指給⋯看(1) 太24:1;
4) 顯明(1) 來6:17;
5) 證明(1) 徒18:28;
6) 看(1) 路24:40;
7) 展示(1) 徒9:39;
8) 察看(1) 路17:14

Lexicon Thucydideum

ostendere, to show, 3.64.4, 6.46.3, 6.47.1,
significare, to indicate, signify, 5.77.8.

Translations

prove

Afrikaans: bewys; Arabic: أَثْبَتَ‎; Armenian: ապացուցել; Asturian: probar; Bengali: প্রমাণ করা; Bulgarian: доказвам; Catalan: provar, demostrar; Chinese Mandarin: 證明, 证明; Czech: dokázat, prokázat; Danish: bevise; Dutch: bewijzen, aantonen, bewijs leveren, bewijzen leveren; Esperanto: pruvi; Estonian: tõestama; Finnish: todistaa, näyttää toteen; French: prouver; Friulian: provâ; Galician: probar, demostrar; German: beweisen, prüfen; Greek: αποδεικνύω; Ancient Greek: τεκμηριόω; Hebrew: הוכיח‎; Hindi: प्रमाणित करना, साबित करना; Hungarian: bizonyít; Ido: verigar; Indonesian: membuktikan; Italian: dimostrare, provare; Japanese: 証明する; Korean: 증명하다; Latin: probo, arguo; Low German: bewiesen; Macedonian: докажува, докаже; Maore Comorian: uonesa dalili; Maori: whakatūturu, hāpono; Occitan: provar, demostrar; Old English: sōþian; Persian: اثبات کردن‎; Polish: dowodzić, udowadniać; Portuguese: provar, demonstrar; Romanian: proba, dovedi, stabili, arăta; Russian: доказывать, доказать; Sardinian: proai, proare, probare, provai, provare; Sicilian: pruvari; Slovene: dokazati; Spanish: probar, demostrar; Swahili: hakiki; Swedish: visa, bevisa; Thai: พิสูจน์; Turkish: ispat etmek; Ukrainian: доводити; Venetian: provar, proar; Vietnamese: chứng minh

display

Armenian: ցույց տալ; Azerbaijani: nümayiş etdirmək; Belarusian: паказваць, паказаць; Bulgarian: показвам; Catalan: exhibir; Dutch: tonen; Esperanto: elmontri; Finnish: esittää, näyttää; French: afficher, étaler, montrer, présenter; Galician: amosar; German: zeigen, darstellen, präsentieren; Gothic: 𐌲𐌰𐍄𐌴𐌹𐌷𐌰𐌽, 𐍆𐌰𐌿𐍂𐌰𐌼𐌴𐌻𐌾𐌰𐌽; Greek: παρουσιάζω, προβάλλω; Ancient Greek: ἐπιδείκνυμι; Indonesian: menampilkan, menayangkan; Italian: mostrare, presentare, esibire, visualizzare; Latin: exhibeo, praesto; Malayalam: പ്രദർശിപ്പിക്കുക; Maori: tiori, whakamātakitaki, whakakite, tītohu; Middle English: displayen; Polish: wyświetlać; Portuguese: exibir, mostrar, apresentar; Russian: отображать, отобразить, показывать, показать; Serbo-Croatian: prikazivati; Slovak: zobraziť; Spanish: exhibir, mostrar, presentar; Swahili: onyesha; Ugaritic: 𐎁𐎙𐎊; Ukrainian: показувати, показати, відображати, відобразити; Vietnamese: trưng bày