εὔφημος
English (LSJ)
Dor. εὔφαμος, ον, (φήμη)
A uttering sounds of good omen, ἀετός Arist.HA618b31: usually in derived senses,
I abstaining from inauspicious words, i.e. religiously silent, εὔφημον… κοίμησον στόμα A.Ag.1247; γλῶσσαν εὔ. φέρειν Id.Ch.581; so perhaps εὔ. γόοι Id.Fr.40; εὐφάμου στόμα φροντίδος ἱέντες = moving the lips of reverent thought, i.e. keeping a holy silence, S.OC132 (lyr.); so ὑπ' εὐφήμου βοῆς, i.e. in silence, Id.El.630; εὔφημα φώνει = εὐφήμει (speak no ill-omened words), Id.Aj.362, 591, E.IT687; εὔφημος ἴσθι S.Fr.478; εὔ. πᾶς ἔστω λαός Ar.Th.39 (anap.).
2 mild, softening (cf. εὐφημία ΙΙ.1, εὐφημισμός), ἐνοτάτοις ὀνόμασι… κατονομάζειν Pl.Alc.2.140c; πρός γε τὸ εὐφημότατον ἐξηγούμενος τὸ εἰρημένον, interpeting the utterance in the best way, Lat. in meliorem partem, Luc.Prom.Es3. Adv. Comp. εὐφημότερον Eust. 1398.49.
3 fair-spoken, εἰς τὸ δαιμόνιον Phld.Piet.18.
II in positive sense, fair-sounding, auspicious, μῦθοι Xenoph.1.14; ἦμαρ A.Ag.636; ἔπος Id.Supp.512; εὔφημοι κέλαδοι E.Tr.1072 (lyr.); εὔφαμον δ' ἐπὶ βωμοῖς μοῦσαν θείατ' ἀοιδοί A.Supp.694 (lyr.); Μούσης ἀνοίγειν… εὔφημον στόμα Ar.Av.1719; εὔφημοι πόνοι pious, holy, E.Ion 134 (lyr.); δόμοι Id.Andr.1144; ᾠδῆς γένος, ἐρωτήματα, Pl.Lg.800e, Hp.Ma.293a, cf. Ep.Phil.4.8; πλοῦς Iamb.VP3.16 (Sup.). Adv. εὐφήμως = with words of good omen or in words of good omen, h.Ap.171 (dub. l.), A.Eu.287, IG12.108.55, Pl.Phdr. 265c: Comp. εὐφημότερον Aristaenet.2.9.
III laudatory, λόγοι εὔφημοι = panegyrics, Plb.31.3.4. (Also f.l. for εὔχυμος Aët.5.58, for εὔφιμος Nic.Al.275.)
German (Pape)
[Seite 1106] 1) von gutem Laute, von guter Vorbedeutung; ἔπος Aesch. Suppl. 507; εὔφημα φώνει, bona verba, Soph. Ai. 355 El. 1202; Worte guter Vorbedeutung redend, ὑμῖν δ' ἐπαινῶ γλῶσσαν εὔφημον φέρειν Aesch. Ch. 574, wie εὔφημον ἐπιβοᾶν Suppl. 675; ἐν εὐφημοτάτοις ὀνόμασι κατονομάζειν Plat. Alc. II, 140 c, d. i. mit milden Ausdrücken; τὸ τῆς ᾠδῆς γένος εὔφημον ἡμῖν ὑπαρχέτω Legg. VII, 801 a; vgl. noch θεὸν ὑμνεῖν εὐφήμοις μύθοις καὶ καθαροῖς λόγοις bei Ath. XI, 462 e., – Auch = erfreulich, froh, ἦμαρ Aesch. Ag. 622; – πρὸς τὸ εὐφημότατον ἐξηγούμενος τὸ εἰρημένον, in meliorem partem, Luc. Prom. 3. – 2) andachtsvoll, still, εὔφημον, ὦ τάλαινα, κοίμησον στόμα Aesch. Ag. 1220; εὐφήμου στόμα φροντίδος ἱέντες Soph. O. C. 131 ch., wie εὔφημος ἴσθι frg. 426; so ist auch El. 620 οὐκ οὖν ἐάσεις οὐδ' ὑπ' εὐφήμου βοῆς θῦσαί με = mit Stillschweigen; vgl. Seidler zu Eur. Tr. 566; εὔφημος πᾶς ἔστω λεώς – στόμα συγκλείσας Ar. Th. 39. – Übertr., δόμοι, das Heiligthum, Eur. Andr. 1145. – 3) rühmend, lobend, Plut. u. a. Sp. – Adv. εὐφήμως, mit Glück bedeutenden, heiligen Worten, καλῶ χώρας ἄνασσαν τῆσδε Aesch. Eum. 277; H. h. Apoll. 171 ὑμεῖς δ' εὖ μάλα πᾶσαι ὑποκρίνασθ' εὐφήμως; Plat. Phaedr. 261 c προσεπαίσαμεν μετρίως τε καὶ εὐφήμως Ἔρωτα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 d'ord. au sens religieux qui évite les paroles de mauvais augure ; qui garde un silence religieux ; εὔφημα φώνει SOPH garde un religieux silence ; p. ext. saint, sacré;
2 qui prononce une parole favorable ou bienveillante ; ou simpl. qui prononce des paroles favorables, càd qui ne prononce pas des paroles de désespoir ; en gén. favorable, propice : εὔφημον ἦμαρ ESCHL jour heureux ; πρὸς τὸ εὐφημότατον ἐξηγεῖσθαι LUC interpréter dans le sens le plus favorable;
Sp. εὐφημότατος;
NT: digne de louange ; qui est bon à dire.
Étymologie: εὖ, φήμη.
Russian (Dvoretsky)
εὔφημος: дор. εὔφᾱμος 2
1 воздерживающийся от неподобающих слов, т. е. хранящий благоговейное молчание (στόμα, γλῶσσα Aesch.; φροντίς Soph.; λαός Arph.);
2 возвещающий добро, сулящий (своим криком) счастье (μελανάετος Arst.);
3 имеющий благоприятный смысл, счастливый, радостный (ἦμαρ, ἔπος Aesch.; κέλαδοι Eur.): πρὸς τὸ εὐφημότατον ἐξηγεῖσθαι Luc. толковать в благоприятном смысле;
4 имеющий смягченный смысл, эвфемистический (ἐν εὐφημοτάτοις ὀνόμασι κατονομάζειν Plat.);
5 восхваляющий, хвалебный (λόγοι Polyb.);
6 благочестивый, священный (πόνοι, δόμοι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔφημος: Δωρ. εὔφᾱμος, ον, (φήμη) ἐκπέμπων φωνὴν εὐοίωνον, ὅσιος, ἀντίθετον τῷ δύσφημος, ἔστι δὲ... εὔφημος (ὁ μελανάετος)· οὐ γὰρ μινυρίζει… Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 3· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν δευτερευούσαις σημασίαις, Ι. ἀπεχόμενος ἀπὸ δυσοιώνων λέξεων, ὅ, ἐ. τηρῶν θρησκευτικήν σιγήν, εὔφημον… κοίμησον στόμα Αἰσχυλ. Ἀγ. 1247 γλῶσσαν εὔφ. φέρειν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 581· οὕτως ἴσως, εὔφ. γόοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 36· τὸ τᾶς εὐφάμου στόμα φροντίδος ἱέντες, κινοῦντες τὰ χείλη, ἄνευ ἤχου ἢ λέξεων, ἐν σιγηλοῖς στοχασμοῖς ἀφοσιώσεως, Σοφ. Ο. Κ. 132· οὕτως, ὑπ’ εὐφήμου βοῆς, δηλ. ἐν σιγῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 630· εὔφημα φώνει, ὡς τὸ εὐφήμει, Λατ. fave lingua, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 362, 591. Εὐρ. Ι. Τ. 687 εὔφημος ἴσθι Σοφ. Ἀποσπ. 426· εὔφ. πᾶς ἔστω λαὸς Ἀριστοφ. Θεσμ. 39. 2) ἤπιος (πρβλ. εὐφημία Ι. 2, εὐφημισμός), ἐν εὐφημοτάτοις ὀνόμασι… κατονομάζειν, δι’ ἠπίων ἐκφράσεων, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 140C· πρὸς τὸ εὐφημότατον, Λατ. in meliorem partem, Λουκ. Προμ. 3· πρβλ. ἀνευφημέω. ΙΙ. ἐπὶ θετικῆς ἐννοίας, ὁ εὖ ἠχῶν, εὐοίωνος, καλὰ προσημαίνων, μῦθοι Ξενοφάνης 1. 14· ἦμαρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 636· ἔπος ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ 512· εὔφαμοι κέλαδοι Εὐρ. Τρῳ. 1072· εὔφαμον δ’ ἐπὶ βωμοῖς μοῦσαν θείατ’ ἀοιδοὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 694 (ἴδε Ἕρμαννον)· Μούσης ἀνοίγειν… εὔφημον στόμα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1719 εὔφημοι πόνοι, εὐσεβεῖς, ἱεροί, Εὐρ. Ἴων. 134· δόμοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1144· ᾠδῆς γένος, ἐρωτήματα Πλάτ. Νομ.. 801 Α. Ἱππ. Μείζων 293Α: - οὕτως Ἐπιρρ. -μως, δι’ εὐφήμων λέξεων ἢ φράσεων, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 171, Αἰσχύλ. Εὐμ. 287, Πλάτ. Φαῖδρ. 261C, Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 4. 91. ΙΙΙ. ἐπαινετικὸς, λόγοι εὔφ., ἐγκώμια, Πολύβ. 31. 14, 4. IV. ὡς ὄνομα κύριον, «Εὔφημος· ὁ Ζεὺς ἐν Λέσβῳ» Ἡσύχ.
English (Strong)
from εὖ and φήμη; well spoken of, i.e. reputable: of good report.
English (Thayer)
ἐυφημον (εὖ and φήμη), sounding well; uttering words of good omen, speaking auspiciously: neuter plural εὔφημα, things spoken in a kindly spirit, with good-will to others, A. V. of good report (R. V. marginal reading gracious)). (In very diverse senses common in Greek writings from Aeschylus down.)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔφημος, -ον, Α δωρ. τ. εὔφαμος, -ον)
αυτός που χρησιμοποιεί καλά λόγια, ο επαινετικός, ο εγκωμιαστικός, ο κολακευτικός («εὐφήμους λόγους ποιήσασθαι περί τε τοῦ πατρός», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «εὐφημη μνεία» — αναφορά σε κάποιον ή σε κάτι με επαινετικά λόγια
μσν.-αρχ.
φημισμένος, διάσημος
αρχ.
1. αυτός που εκπέμπει ευοίωνη φωνή
2. (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που προοιωνίζεται καλά, ο αίσιος, ο ευοίωνος («θεὸν ὑμνεῖν... εὐφήμοις μύθοις», Ξεν.)
3. αυτός που αποφεύγει δυσοίωνες λέξεις, που τηρεί θρησκευτική σιγή (α. «εὔφημον, ὦ τάλαινα, κοίμησον στόμα», Αισχύλ.
β. «ἀφώνως, ἀλόγως τὸ τᾱς εὐφάμου στόμα φροντίδος ἱέντες» — κινώντας τα χείλη χωρίς ήχους ή λέξεις, με σιωπηλούς στοχασμούς, Σοφ.)
4. μαλακός, ήπιος («ἐν εὐφημοτάτοις ὀνόμασι... κατονομάζειν» — να ομιλεί κανείς με ήπιες εκφράσεις, Πλάτ.)
5. φρ. α) «ὑπ' εὐφήμου βοῆς» — με σιγή, σιωπηρά
β) «εὔφημα φωνῶ» — ευφημώ
γ) «εὔφημοι πόνοι» — ευσεβείς κόποι
6. πλήρης σεβασμού, ευλαβικός («εὔφημος καὶ ἀληθὴς οὗτος ὁ λόγος», Διον. Αλεξ.)
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὔφημα
οι έπαινοι, τα εγκώμια.
επίρρ...
ευφήμως (ΑΜ εὐφήμως) με εύφημη μνεία, επαινετικά
μσν.-αρχ.
1. με ήπιες ή εύσχημες εκφράσεις
αρχ.
με ευοίωνες λέξεις, με αίσιες λέξεις («εὐφήμως καλῶ ἄνασσαν τῆσδ' Ἀθηναίαν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φημος (< φήμη), πρβλ. κακό-φημος, περί-φημος].
Greek Monotonic
εὔφημος: Δωρ. εὔ-φᾱμος, -ον (φήμη),·
I. αυτός που προφέρει λόγια καλών οιωνών ή απέχει από δυσοίωνους χρησμούς, δηλ. ευλαβικά σιωπηλός, αντίθ. προς το δύσφημος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· εὐφήμου στόμα φροντίδος ἱέντες, εκφέροντας λέξεις ευλαβικής σκέψης, δηλ. τηρώντας ιερή σιωπή, σε Σοφ.· ομοίως, ὑπ' εὐφήμου βοῆς, δηλ. στην σιωπή, στον ίδ.· εὔφημα φώνει, όπως το εὐφήμει, στον ίδ.
II. με θετική σημασία, ευοίωνος, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, επίρρ. -μως, με ή μαζί με λόγια καλών οιωνών, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.
Middle Liddell
φήμη
I. uttering sounds of good omen, or abstaining from inauspicious words, i. e. religiously silent, opp. to δύσφημος, Aesch., etc.; εὐφήμου στόμα φροντίδος ἱέντες uttering words of religious thought, i. e. keeping a holy silence, Soph.; so, ὑπ' εὐφήμου βοῆς, i. e. in silence, Soph.; εὔφημα φώνει, like εὐφήμει, Soph.
II. in positive sense, auspicious, Aesch., Eur., etc.:—so adv. -μως, with or in words of good omen, Hhymn., Aesch.
Chinese
原文音譯:eÜfhmoj 由-費摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-宣稱的
字義溯源:有美名的,佳言,得體的話;由(εὖ / εὖγε)=好)與(φήμη)=聲言)組成,其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善),而 (φήμη)出自(φημί)=說明), (φημί)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=顯示,或出自(φαίνω)=照耀)
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 有美名的(1) 腓4:8
English (Woodhouse)
auspicious, favourable, abstaining from ill-omened words, favorable, of omens, using auspicious words