στρατόπεδον
English (LSJ)
τό,
A camp, encampment, Id.5.63, A. Th. 79 (lyr.), S.Ph.10, Gal.15.709; Στρατόπεδα, name of a part of Egypt, Hdt.2.154, cf. 112: hence, encamped army, Id.4.114, Gal.15.119, etc.; in both senses, Th.2.81.
2 at Rome, the Castra praetoriana, D.C. 60.1, al.
II generally, army, Hdt.1.77, 9.51,53; also, squadron of ships, Id.8.94, Th.1.117, Lys.21.6, IG12.105.29; στρατόπεδα ναυτικὰ καὶ πεζικά = forces on sea and on land X.HG6.3.18.
2 the Roman legion, Plb.1.16.2, BGU362 xi 15 (iii A.D.), D.C.55.23, etc.
III the court or suite of the emperor or his representative, Jul.Ep.46.
German (Pape)
[Seite 952] τό, eigtl. der Boden, auf dem die Krieger sich gelagert haben (s. Her. 2, 154 u. nom. propr.), das Heerlager; μεθεῖται στρατὸς στρατόπεδον λιπών, Aesch. Spt. 79, Soph. Phil. 10; Eur. Rhes. 593 u. öfter, Her. u. sonst in Prosa gelagertes Heer, übh. Heerschaar, στρατοπέδῳ πορεύεσθαι, Isocr. 4, 87; συνταράττειν τὸ στρ., 4, 147; τάξαι τὸ στρατόπεδον, Plat. Legg. III, 687 a, der auch gegenüberstellt εἴτε πόλει εἴτε στρατοπέδῳ, Rep. I, 351 e, auch die Flotte, Thuc. 1, 117; Lys. 21, 6; Xen. Cyr. 3, 3, 27 u. öfter; bei Pol. auch die röm. legio, 1, 16, 2. 26. 6.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 le sol sur lequel campe une armée, campement, camp;
2 troupe campée, armée dans un camp ; armée en gén. ; p. anal. flotte.
Étymologie: στρατός, πέδον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατόπεδον -ου, τό [στρατός, πέδον] legerkamp:; Τυρίων σ. (leger)kamp van de Tyriërs Hdt. 2.112.2; als plaatsaanduiding. τὰ Στρατόπεδα = Stratopeda, ‘Kampen’ (streek in Egypte) Hdt. 2.154.1. leger, krijgsmacht (te land en ter zee):; στρατόπεδα ναυτικὰ καὶ πεζικά = strijdmachten van de vloot en de infanterie Xen. Hell. 6.3.18; uitbr. gevolg, entourage (van een tiran). Plat. Resp. 568d.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτόπεδον: τό
1 месторасположение войск, лагерь, стан Her., Aesch.;
2 стоящее лагерем войско Her., Soph., Thuc.;
3 полевая армия (τὰ στρατόπεδα ἀμφότερα οὕτως ἠγωνίσατο Her.): τετραμμένου τοῦ στρατοπέδου Her. когда войско было обращено в бегство;
4 вооруженные силы (στρατόπεδα ναυτικὰ καὶ πεζικά Xen.);
5 флот Her., Thuc.: ἡ ναῦς ἄριστα παντὸς τοῦ στρατοπέδου Lys. лучший во флоте корабль;
6 отряд, свита (τὸ τοῦ τυράννου σ. Plat.);
7 (в Риме; лат. legio) легион (τέτταρα στρατόπεδα Ῥωμαϊκά Polyb.).
Greek Monolingual
το / στρατόπεδον ΝΜΑ
χώρος όπου εγκαθίσταται προσωρινά ή μόνιμα στρατός
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) τόπος εγκατάστασης πλήθους οργανωμένου σύμφωνα με τις αρχές που οργανώνεται ένα στράτευμα («στρατόπεδα εργασίας»)
2. φρ. α) «στρατόπεδο εκπαίδευσης» — εδαφική έκταση όπου στρατοπεδεύει στρατός για την εκτέλεση γενικότερων ή συνδυασμένων ασκήσεων
β) «στρατόπεδα συγκέντρωσης» — κέντρα εγκλεισμού αιχμαλώτων πολέμου ή, σε αυταρχικά καθεστώτα, καταναγκαστικής εργασίας και εξόντωσης πολιτικών κρατουμένων και μελών εθνικών ή μειονοτικών ομάδων που περιορίζονται με την επίκληση λόγων κρατικής ασφάλειας, εκμετάλλευσης ή τιμωρίας
μσν.
η ακολουθία του αυτοκράτορα ή του αντιπροσώπου του
αρχ.
1. στρατός εγκατεστημένος σε στρατόπεδο
2. στράτευμα
3. στόλος πλοίων, ναυτική μοίρα
4. η ρωμαϊκή λεγεώνα
5. στον πληθ. τὰ στρατόπεδα
(στη Ρώμη) οι στρατιωτικοί καταυλισμοί, οι στρατώνες υπό τις διαταγές του πραίτωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -πεδο(ν) (< πέδον), πρβλ. οικόπεδο].
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτόπεδον: τό, τὸ ἔδαφος ἐφ’ οὗ οἱ στρατιῶται καταλύουσιν, Ἡρόδ. 5. 63, Αἰσχύλ. Θήβ. 79· οὕτως ἐν Ἡροδ. 2. 154, Στρατόπεδα καλεῖται μέρος τι τῆς Αἰγύπτου, πρβλ. 112· - ἐντεῦθεν, στρατὸς καταλύσας που, ἐστρατοπεδευμένος, ὁ αὐτ. 4. 114, Σοφ. Φιλ. 10, κτλ.· ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν σημασιῶν, Θουκ. 3. 81. 2) ἐν Ρώμῃ, τὰ Castra Praetoriana. ΙΙ. καθόλου, στρατός, στράτευμα, Ἡρόδ. 1. 76, 9. 51, 53· ὡσαύτως, στόλος πλοίων, ναυτικὴ μοῖρα, ὁ αὐτ. 8. 94, Θουκ. 1.117, Λυσ. 162. 9· στρ. ναυτικὰ καὶ πεζικὰ Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 18. 2) τὸ Ἑλληνικὸν ὄνομα τῆς παρὰ Ρωμαίοις λεγεῶνος, Πολύβ. 1. 16, 2, κτλ. ΙΙΙ. ἡ ἀκολουθία τοῦ αὐτοκράτορος ἢ τοῦ ἀντιπροσώπου αὐτοῦ, Βυζ.
English (Strong)
from the base of στρατιά and the same as πεδινός; a camping-ground, i.e. (by implication) a body of troops: army.
English (Thayer)
στρατοπεδονου, τό (στρατός, and πέδον a plain), from Herodotus down;
a. a military camp.
b. soldiers in camp, an army: Luke 21:20.
Greek Monotonic
στρᾰτόπεδον: τό,
I. έδαφος επί του οποίου έχουν στρατοπεδεύσει στρατιώτες, στρατιωτική κατασκήνωση, στρατόπεδο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· απ' όπου, στρατός, στρατοπεδευμένο στράτευμα, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. γενικά, στρατός, στράτευμα, σε Ηρόδ.· επίσης, ναυτική μοίρα, αγκυροβολημένος, στόλος, στον ίδ., Θουκ.
2. ρωμαϊκή λεγεώνα, σε Πολύβ.
Middle Liddell
στρᾰτό-πεδον, ου, τό,
I. the ground on which soldiers are encamped, a camp, encampment, Hdt., Aesch.:— hence, a camp, encamped army, Hdt., Thuc.
II. generally, an army, Hdt.; also, a squadron of ships, Hdt., Thuc.
2. the Roman legion, Polyb.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό στρατός (τοῦ στρώννυμι) + πέδον (=ἔδαφος) πού παράγεται ἀπό τό πούς. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη πούς καί στό ρῆμα στορέννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ στρατοπέδον: στρατοπεδεύω, στρατοπεδεία, στρατοπέδευμα, στρατοπέδευσις, στρατοπεδευτικός.
Chinese
原文音譯:stratÒpedon 士特拉拖-胚端
詞類次數:名詞(1)
原文字根:戰爭-腳
字義溯源:營地,軍隊,兵,隊伍;由(στρατιά)=類似營房)與(πεδινός)=平的)組成,其中 (στρατιά)出自(στρατόπεδον)X*=軍隊),而 (πεδινός)出自(πούς)*=足,腳)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 兵(1) 路21:20
Lexicon Thucydideum
castra, camp, 1.11.1, 1.46.5, 1.49.5. 1.51.4. 1.117.1, 1.137.2, 2.12.4. 2.19.2. 2.65.11. 2.81.4, 2.81.7, 2.81.8, 3.5.2. 3.6.1, 3.6.2. 3.28.3. 3.33.3,
item likewise 3.107.1. 112. 4.14.5, 4.15.1. 4.25.2, 5.66.1. 6.44.3, 6.51.3. 6.64.1, 6.65.3, [artic. vulgo deest the article commonly lacking]. 6.74.2. 6.75.2, 6.88.5, 7.23.2. 7.23.4. 7.36.5. 7.43.4. 7.44.8. 7.50.3. 7.53.1, 7.53.3. 7.69.4, 7.71.6. 7.75.2, 7.75.5. 7.78.7. 7.79.6. 8.36.1. 8.40.3. 8.48.1. 8.51.1.
exercitus, army, 1.53.3, 1.62.3. 1.62.4, 1.62.5. 1.137.2, 2.25.2, 2.31.2, 2.78.1, [vulgo commonly στρατοῦ]. 2.81.7, 2.89.7, 3.22.5, 3.28.1. 3.97.3. 3.98.3, [vulgo commonly τῶν στρατοπέδων͂] 3.107.3. 4.26.1. 4.29.3, 4.29.34.4.1. 4.30.4. 4.43.5, 4.90.4. 4.94.1. 4.94.2. 4.96.1. 4.96.2, 4.125.1, 4.129.4. 4.131.3. 5.55.1, 5.59.1. 5.59.5, 5.60.3, 5.60.4. 5.66.4, 5.68.1. 5.70.1, 5.71.1. 5.72.4. 6.37.2, 6.68.1, 6.69.1. 6.86.3. 7.3.3, 7.8.3. 7.25.8, 7.42.4. 7.44.1. 7.44.7. 7.47.1. 7.54.1. 7.59.2, 7.71.4, 7.73.3. 7.80.3, 8.72.1. 8.76.1, 8.76.6. 8.96.2. 8.97.3.
Translations
camp
Azerbaijani: ordugah; Bulgarian: лагер; Catalan: campament; Chinese Mandarin: 營地, 营地; Czech: tábor; Finnish: leiri; French: camp, campament; German: Feldlager; Greek: στρατόπεδο; Ancient Greek: στρατόπεδον; Hebrew: מַחֲנֶה; Hungarian: tábor; Ingrian: laageri; Irish: campa; Italian: accampamento; Latin: castra; Malay: kem; Middle English: herberwe, herbergage; Old English: fierd; Ottoman Turkish: اردو; Persian: اردوگاه, کمپ; Polish: obóz; Portuguese: acampamento; Romanian: tabără; Russian: лагерь, стоянка, база, кемпинг; Scottish Gaelic: campa; Slovak: tábor; Spanish: campamento militar; Swahili: kambi; Swedish: förläggning, läger; Turkish: kamp
army
Abkhaz: армия, ар; Afrikaans: leër; Albanian: armatë, ushtri; Amharic: ሰራዊት, የጦር ኃይል; Arabic: جَيْش; Egyptian Arabic: جيش; Hijazi Arabic: جيش; Aragonese: exercito; Armenian: բանակ; Aromanian: ashcheri, urdhii, oaste; Assamese: সেনা; Asturian: exércitu; Avar: аскар; Azerbaijani: ordu, qoşun, ərteş; Bashkir: ғәскәр; Basque: gudaroste, armada; Belarusian: армія, войска; Bengali: সেনা, ফৌজ, লস্কর; Bulgarian: армия, войска; Burmese: စစ်တပ်, တပ်မတော်, ကြည်းတပ်; Catalan: exèrcit, host; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⵙⵔⴷⴰⵙⵜ; Chechen: эскар, арми; Chinese Cantonese: 陸軍, 陆军, 軍隊, 军队; Dungan: җүндуй; Mandarin: 陸軍, 陆军, 軍隊, 军队; Min Nan: 陸軍, 陆军; Wu: 陸軍, 陆军, 軍隊, 军队; Chuvash: ҫар; Crimean Tatar: ordu; Czech: armáda, vojsko; Danish: hær, arme, landstyrke; Dutch: leger, landmacht, weermacht; Erzya: ушмо; Esperanto: armeo; Estonian: maavägi; Faroese: herur; Finnish: maavoimat, armeija; French: armée; Friulian: armade, esercit; Galician: exército; Ge'ez: ጸብእ; Georgian: ჯარი, არმია, სახმელეთო ჯარი, სახმელეთო ჯარები, სახმელეთო ძალები, ლაშქარი, სპა; German: Heer, Landstreitkräfte, Armee; Gothic: 𐌷𐌰𐍂𐌾𐌹𐍃; Greek: στράτευμα, στρατιά, στρατός; Ancient Greek: στράτευμα, στρατιά, στρατιή, στρατοπέδευμα, στρατόπεδον, στρατός, στρότος; Gujarati: આર્મી, સેના; Gullah: aa'my; Hebrew: צָבָא; Hindi: सेना, आर्मी, थलसेना, लश्कर, लशकर, फ़ौज, फौज, अस्कर, सैन्य, थल सेना; Hungarian: hadsereg; Icelandic: her; Ido: armeo; Indonesian: tentara, angkatan darat; Ingush: эскар; Irish: arm, armáil; Italian: esercito; Japanese: 陸軍, 軍隊; Javanese: perjurit; Kannada: ಸೇನೆ; Karachay-Balkar: аскер; Kazakh: әскер; Khmer: កងទ័ព, ទ័ព, តស្ករ; Komi-Zyrian: чукӧр; Korean: 육군(陸軍), 륙군(陸軍), 군대(軍隊); Kurdish Central Kurdish: ئۆردوو, جاش; Northern Kurdish: artêş, ordî; Kyrgyz: армия, аскер; Lao: ກອງທັບບົກ, ທັບ, ກອງທັບ, ພົນລະກາຍ, ພົນລະຂັນ, ພົນ, ແສນຍາກອນ, ໂຍທາທັບ; Latin: exercitus; Latvian: armija, karaspēks; Lithuanian: armija, kariuomenė; Luhya: ejeshi; Luxembourgish: Arméi; Macedonian: војска, армија; Malay: tentera; Malayalam: പട്ടാളം; Maltese: armata; Manchu: ᠴᠣᠣᡥᠠ; Maori: ope; Marathi: आर्मी, लष्कर, सेना; Middle English: armee, ferde; Middle Persian Mongolian Cyrillic: арми, цэрэг; Nanai: чаоха; Navajo: siláo; Nepali: सेना; Norwegian Bokmål: hær, armé; Nynorsk: hær, armé; Occitan: armada; Old Church Slavonic Cyrillic: воиска; Old East Slavic: воиско; Old English: here, fierd; Old Javanese: bala; Oriya: ସେନା; Oromo: raayaa; Ossetian: ӕфсад, арми; Ottoman Turkish: لشكر, عسكر; Pali: yuddhasenā, senā; Pashto: پوځ, لښکر; Persian: ارتش, لشکر, عسکر; Plautdietsch: Häa; Polish: armia, wojsko; Portuguese: exército; Punjabi: ਸੈਨਾ; Romanian: armată, oaste; Romansch: armada, armeda; Russian: армия, войско; Sanskrit: स्थलसैन्यं, सेना; Sardinian: esertzitu; Scottish Gaelic: armailt; Serbo-Croatian Cyrillic: војска, а̀рмија; Roman: vójska, àrmija; Sicilian: esèrcitu, asèrcitu; Sinhalese: ඇණිය, කඳවුර; Slovak: armáda, vojsko; Slovene: vojska, armada; Somali: askar; Spanish: ejército; Sudovian: kar'as; Swahili: jeshi; Swedish: armé, här; Tagalog: hukbong-kati; Tajik: армия, артиш, лашкар, аскар; Tamil: படை; Tatar: армия, гаскәр, чирү; Telugu: సేన; Thai: ทัพ, กองทัพ, พล, กองทัพบก; Tibetan: དམག་དཔུང; Tigrinya: ሰራዊት; Tocharian B: retke; Turkish: ordu, leşker; Turkmen: goşun, oorda; Ugaritic: 𐎕𐎁𐎜; Ukrainian: армія, ві́йсько; Urdu: فوج, لشکر; Uyghur: ئارمىيە, قوشۇن; Uzbek: armiya, qoʻshin, askar; Vietnamese: quân đội, lục quân; Vilamovian: draowa; Volapük: milit; Walloon: årmeye; Welsh: byddin; West Frisian: leger; Xhosa: umkhosi; Yakut: аармыйа; Yiddish: אַרמיי, חייל; Zazaki: aspar, lecker, esker, cond; Zhuang: ginhdui; Zulu: impi