ἐλάχιστος
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, Sup. of ἐλαχύς: Comp. ἐλάσσων (q.v.):—
A smallest, least, freq. with a neg., γέρας, δύναμις οὐκ ἐ., h.Merc.573, Hdt.7.168, etc.; λόγου ἐλαχίστου of least account, Id.1.143; ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι narrowly missed destroying them, Th.2.77; περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Pl. Ap.30a; παρ' ἐλάχιστον ἐποίησεν αὐτοὺς ἀφαιρεθῆναι D.17.22.
2 of time, shortest, δι' ἐλαχίστου (sc. χρόνου) Th.3.39; δι' ἐλαχίστης βουλῆς = with shortest deliberation, Id.1.138.
3 of Number, fewest, Pl.R. 378a; ἐ. τὸν ἀριθμόν Arist.Pol.1312a30; ἐν ἐλαχίστοις δυσίν = between two at least. Id.EN1131a15.
4 Math., ἐλάχιστα καὶ μέγιστα = minima and maxima, Apollon.Perg.Con.1 Praef.
II τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, at the least, Hdt.2.13, X.An.5.7.8, D.4.21; ἐλάχιστα = least of any one, Th.1.70; ὡς ἐλάχιστα = as little as possible, Pl.Phd. 63d.
III from ἐλάχιστος came a new Comp. ἐλαχιστότερος = less than the least, ἐ. πάντων ἁγίων Ep.Eph.3.8: Sup. ἐλαχιστότατος = very least of all, S.E.M.3.54, 9.406.
Spanish (DGE)
v. ἐλαχύς.
German (Pape)
[Seite 792] superl. von ἐλαχύς, der kleinste, geringste, schlechteste; γέρας οὐκ ἐλ. H. h. Merc. 570; δύναμις οὐκ ἐλ. Her. 7, 168; Folgde; bes. mit der negat., οὐκ ἐλαχίστην χάριν εἴσονται Plat. Phaedr. 233 e; Gegensatz μέγιστος; von Schiffen, Thuc. 1, 10; τὰ πλείστου ἄξια περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Plat. Apol. 30 a. – Adv., τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, zum wenigsten, wenigstens; Plat. Parm. 142 e; Xen. An. 5, 7, 5 u. A.; ὡς ἐλάχιστα διαλέγεσθαι Plat. Phaed. 63 d; ἐπ' ἐλάχιστον, so wenig wie möglich, Thuc. 1, 70. 2, 45; δι' ἐλαχίστου, in sehr kurzer Zeit, Thuc. Auch von der Zahl, ὅπως ὅτι ἐλαχίστοις συνέβη ἀκοῦσαι Plat. Rep. II, 378 a; Gegensatz πλεῖστος, Xen. Mem. 4, 4, 17; Plut. Pericl. 23. – Spätere haben einen compar. u. superl. ἐλαχιστότερος u. ἐλαχιστότατος, Sezt. Emp. adv. phys. 9, 406, N.T.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 le plus petit, le moindre ; τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, ἐπ' ἐλάχιστον, ἐλάχιστα, au moins ; περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι PLAT faire le moins de cas possible ; δι' ἐλαχίστου THC dans le moins de temps possible;
2 le moins nombreux possible, très peu nombreux.
Étymologie: Sp. de ἐλαχύς, et aussi, pour le sens, de ὀλίγος ; cf. ἐλάσσων.
Russian (Dvoretsky)
ἐλάχιστος: (ᾰ) [superl. к ἐλαχύς, μικρός и ὀλίγος малейший, самый малый, наименьший (γέρας HH; δύναμις Her.; ναῦς μέγισται καὶ ἐλάχισται Thuc.; χρόνος Arst.): ἐ. τὸν ἀριθμόν Arst. численно ничтожный; δι᾽ ἐλαχίστου (sc. χρόνου) Thuc. в самое короткое время; τὸ ἐλάχιστον Her., Xen., Plat., ἐπ᾽ ἐλάχιστον Thuc. и ἐλάχιστα Thuc., Plat. по меньшей мере; παρ᾽ ἐλάχιστον Dem. чуть было (не); περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Plat. не ставить ни во что; ἐλαχίστου λόγου εἶναι Her. иметь самое небольшое значение; ἔστι τὸ ἴσον ἐν ἐλαχίστοις δυσίν Arst. равенство предполагает по крайней мере два предмета; ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι (τὸ πῦρ) Thuc. огонь чуть было (их) не уничтожил.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάχιστος: ᾰ, η, ον, ὑπερθ. τοῦ ἐλαχύς, συγκρ. ἐλάσσων (ὃ ἴδε), ὁ σμικρότατος, ἀντίθετον τῷ μέγιστος, μάλιστα μετ’ ἀρνήσεως, οὐκ ἐλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 573, Ἡρόδ. 7. 168, κτλ.· ἐλαχίστου λόγου, ἐλαχίστης σημασίας, ὁ αὐτ. 1. 143· ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι, παρ’ ὀλίγον νὰ τοὺς καταστρέψῃ, Θουκ. 2.77· περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 30Α· οὕτω, παρ’ ἐλάχιστον ἐποίησεν αὐτοὺς ἀφαιρεθῆναι Δημ. 217. 27. 2) ἐπὶ χρόνου, βραχύτατος, δι’ ἐλαχίστου ἐνν. χρόνου Θουκ. 3.39· δι’ ἐλαχίστης βουλῆς, μετὰ βραχυτάτης σκέψεως ἢ συζητήσεως, ὁ αὐτ. 1. 138. 3) ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὀλίγιστος, Πλάτ. Πολ. 378Α· ἐλ. τὸν ἀριθμὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 27· ἐν ἐλαχίστοις δυσί, μεταξὺ δύο τοὐλάχιστον, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5, 3, 3. ΙΙ. τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἡρόδ. 2. 13, Ξεν. Ἀν. 5. 7, 8, Δημ. 46. 3· ὡσαύτως, ἐλάχιστα Θουκ. 1. 70, Πλάτ. Φαίδων 63D. ΙΙ. ἐκ τοῦ ἐλάχιστος ἐσχηματίσθη νέον συγκριτικὸν ἐλαχιστότερος, μικρότερος τοῦ ἐλαχίστου, ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. γ΄, 8· ὑπερθ. ἐλαχιστότατος, ὁ ἐλάχιστος τῶν ἐλαχίστων, ὁ σφόδρα ἐλάχιστος, Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 51.
English (Strong)
superlative of elachus (short); used as equivalent to μικρός; least (in size, amount, dignity, etc.): least, very little (small), smallest.
English (Thayer)
ἐλαχίστη, ἐλάχιστον (superlative of the adjective μικρός, but coming from ἐλαχύς) (Homer h. Merc. 573), Herodotus down), smallest, least — whether in size: πιστός ἐν ἐλαχίστῳ, ἐν πολλῷ); ἐν ἐλαχίστῳ ἄδικος, οὐδέ (R G οὔτε) ἐλάχιστον, not even a very small thing, ἐμοί εἰς ἐλάχιστον, ἐστι (see εἰμί, V:2c.), 1 Corinthians 4:3.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐλάχιστος, -η, -ον)
1. πάρα πολύ λίγος ή πάρα πολύ μικρός
2. (για ανθρώπους) ο τελευταίος απ' όλους, ο πιο ασήμαντος
3. (σε ευχές και προσευχές της χριστιανικής εκκλησίας, ως ομολογία ταπεινότητας ενώπιον του θεού) ο πιο ασήμαντος, ο πιο αμαρτωλός
4. φρ. το ελάχιστο(-ν) ή τουλάχιστον
α) στο κατώτερο δυνατό σημείο, στη μικρότερη δυνατή έκταση
β) (ως μόριο συγκαταβατικό) καν, ούτε καν («δεν ήρθε να μάς χαιρετήσει τουλάχιστον)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ελάχιστος
λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας τών ελαχιστιδών
2. το θηλ. ως ουσ. η ελαχίστη
γένος φαιοφυκοφύτων
3. το ουδ. ως ουσ. το ελάχιστο
η μικρότερη δυνατή ποσότητα ή το μικρότερο δυνατό μέγεθος.
Greek Monotonic
ἐλάχιστος: [ᾰ], -η, -ον, υπερθ. του ἐλαχύς, συγκρ. ἐλάσσων·
I. 1. ο πιο μικρός, μικρότατος, οὐκἐλ., σε Ύμν. Ομηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἐλαχίστου λόγου, ελάχιστης σημασίας, στον ίδ.· περὶ ἐλάχιστου ποιεῖσθαι, σε Πλάτ.
2. λέγεται για χρόνο, βραχύτατος, συντομότατος, δι' ἐλαχίστου (ενν. χρόνου), σε Θουκ.· δι' ἐλαχίστης βουλῆς, με πολύ λίγη σκέψη ή μελέτη, στον ίδ.
3. λέγεται για αριθμό, πολύ λίγος, σε Πλάτ.
II. τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, τουλάχιστον, το λιγότερο, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης ἐλάχιστα, σε Θουκ., Πλάτ.
III. υπάρχει επίσης ένας νέος συγκρ. ἐλαχιστότερος, μικρότερος από τον ελάχιστο, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἐλᾰ́χιστος, η, ον [Sup. of ἐλαχύς, comp. ἐλάσσων,]
I. the smallest, least, οὐκ ἐλ. Hhymn., Hdt., etc.; ἐλαχίστου λόγου of least account, Hdt.; περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Plat.
2. of time, shortest, δι' ἐλαχίστου [sc. χρόνου] Thuc.; δι' ἐλαχίστης βουλῆς with shortest deliberation, Thuc.
3. of Number, fewest, Plat.
II. τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, at the least, Hdt., Xen., etc.; also ἐλάχιστα, Thuc., Plat.
III. there is also a new comp. ἐλαχιστότερος, less than the least, NTest.
Chinese
原文音譯:™l£cistoj 誒拉希士拖士
詞類次數:形容詞(13)
原文字根:(最)次等的
字義溯源:最小的,不重要的,極小的,小小的;源自(ἐλάχιστος)X*=短)。比較(μικρός)=小*)。有些人事物,在人看來是最小的,但在神卻是重大的( 太18:4)
出現次數:總共(13);太(5);路(4);林前(3);雅(1)
譯字彙編:
1) 最小的(6) 太2:6; 太5:19; 太5:19; 太25:40; 太25:45; 林前15:9;
2) 最小的事(4) 路12:26; 路16:10; 路16:10; 林前6:2;
3) 小小的(1) 雅3:4;
4) 很小的事(1) 路19:17;
5) 極小的事(1) 林前4:3
原文音譯:™lacistÒteroj 誒拉希士拖帖羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(更多)(最)次等的
字義溯源:甚小,極小,小於最小的(比最小的還小);源自(ἐλάχιστος)=最小的);而 (ἐλάχιστος)出自(ἐλάχιστος)X*=短)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 比⋯最小的還小(1) 弗3:8
Lexicon Thucydideum
minimus, brevissimus, very small, very short, 1.10.4, 1.10.5. 1.34.3, 1.63.1, 2.42.4, 3.32.3, 6.2.6, 7.60.2, 7.70.4,
satis amplus, haud spernendus, ample enough, not to be scorned, 1.2.6, 1.15.1, 2.18.3, 2.21.3, 4.59.1, 8.48.4, [Vat. Vatican manuscript οὐ τὰς ἐλ.].
paucissimi, very few, 4.74.4, [vulgo commonly νεμομένη] minima pars, very small part, 6.105.2,
brevissime, very briefly, 7.50.2 (de Libya concerning Libya), [nisi potius unless rather πλοῦν, cum Vat. Bekk. Goell. legendum est, cf. Popp. adn. with Vatican Bekker Goeller it must be read, compare Poppo's note].
praecipue, especially, 3.36.2, [vulgo commonly προσξυνεβάλοντο] quam minimum, as little as possible, 2.45.2, 3.46.6,
minimo temporis spatio, in the shortest time, 3.39.4,
minimum abesse, to be very near, 2.77.5,
idem, the same 8.76.4, [vulgo om. commonly omitted τῶν] minime, not at all, by no means, 1.42.2, 2.11.7, 3.42.4, 4.18.4, 5.16.1, 6.13.1, 6.23.3, [nonnulli codd. several manuscripts ἐλάχιστον] 6.70.1, 7.68.3.