πίτυλος
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
English (LSJ)
ὁ,
A sweep of oars, νεὼς πίτυλος εὐήρης, periphrasis for a ship and its oars, E.IT1050, cf. 1346, Tr. 1123: pl., Hp. ap. Gal.19.131; ναῦς ὅταν ἐκ πιτύλων ῥοθιάζῃ Ar.Fr.84: metaph., ἑνὶ πιτύλῳ = with one sweep, all together, A.Pers.976 (lyr.).
2 shower, torrent, δακρύων E.Hipp.1464 (anap.); of blows, Theoc.22.127, cf. Poll.2.147; ἄρασσε κρᾶτα πιτύλους διδοῦσα χειρός E.Tr.1236 (lyr.).
3 onslaught, π. Ἀργείου δορός Id.Heracl.834, cf. Fr.495.11; δὶς δὲ δυοῖν πιτύλοιν τείχη… κατέλυσεν αἰχμά Id.Tr.817 (lyr.); with allusion to signf. 1, ἐρέσσετ' ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν π. A.Th. 856 (lyr.).
b attack, fit, μανίας E.IT307; ἆρ' ἐς τὸν αὐτὸν πίτυλον ἥκομεν φόβου; are we victims of the same attack of fear, i.e. are we seeing the same phantasms? Id.HF816; μαινομένῳ π. πλαγχθείς ib.1189 (lyr.); πίτυλος σκύφου = the mad fit of the wine-cup, Id.Alc.798: as adjective, mad, Phld.Rh.1.251 S. (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 622] ὁ, die rasche, regelnäßige Bewegung der Hände und Ruder nach dem Takte des κελευστής, od. das mit dem Schlagen der Ruder verbundene Geplätscher des Wassers übh., das Rudern; νεώς, Eur. I. T. 1050 Tr. 1123. 1346; auch πίτυλος Ἀργείου δορός, Heracl. 834, vgl. Tr. 817. – Übertr. von den Schlägen der Trauernden gegen Brust u. Wangen, ἐρέσσετ' ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν πίτυλον, Aesch. Spt. 838, vgl. Pers. 937; πιτύλους διδοῦσα χειρός, Eur. Troad. 1235, Poll. 2, 147 erkl. συνεχὴς τῶν χειρῶν συναγωγὴ πυκνῶς εἰς πλῆθος ἐπιφερομένων, wenn dies nicht auf die schnell auf einander folgenden Streiche der Faustkämpfer geht, von denen Theocr. 22, 127, αἰεὶ δ' ὀξυτέρῳ πιτύλῳ δαλεῖτο πρόσωπον, zu verstehen ist; u. noch kühner übertr. Eur. πολλῶν δακρύων ἔσται πίτυλος, Hipp. 1464, wo der Schol. φορά, πλημμύρημα erkl.; Hesych. πιτύλοις, καταφοραῖς ὑδάτων, das Geriesel der fallenden Regentropfen, wie das Herabtröpfeln der Thränen, auch das Träufeln des sprudelnden Weines in den Becher, σκύφου, Eur. Alc. 801. – Auch eine Art Leibesbewegung, wobei man auf den Zehen stand, die Hände emporhob u. schnell abwechselnd die eine vorwärts, die andere rückwärts bewegte. – Übertr., μανίας, φόβου, die heftige, innere Bewegung der Raserei, der Furcht u. dgl., von jeder leidenschaftlichen Gemüthsbewegung; vgl. Eur. I. T. 307 Herc. f. 816. 1187. – Die Ableitung der Alten, dem Sinne nach richtig, von τύπτω, als Umstellung von τύπτιλος, τύπιλος, ist gewiß falsch; es scheint onomatopoetisch od. hängt vielleicht mit πτίσσω zusammen, od. einfach mit πίτυς, so daß »Ruder« die ursprüngliche Bedeutung wäre.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. bruit de la rame qui frappe l'eau ; coup de rame;
II. p. anal.
1 bruit de coups qui se succèdent, grêle de coups ; au sg. coup;
2 sanglots convulsifs;
3 bruit du vin qu'on verse dans une coupe;
4 mouvements violents du corps, gesticulation désordonnée, transport violent.
Étymologie: R. Πετ, tomber ; cf. πίπτω.
Russian (Dvoretsky)
πίτῠλος: (ῐ) ὁ
1 мерный плеск весел (νεὼς π. εὐήρης Eur.);
2 νεὼς π. Eur. = ναῦς;
3 падение (капель), капание: π. δακρύων Eur. потоки слез; π. σκύφου Eur. плеск (вина) в чашах;
4 удар(ы) (Ἀργείου δορός Eur.): δυοὶν πιτύλοιν Eur. двумя ударами; κρᾶτα πιτύλους διδόναι χειρός Eur. наносить себе удары в голову (в знак скорби);
5 приступ, припадок (μανίας π. Eur.): εἰς τὸν πίτυλον ἥκειν φόβου Eur. быть охваченным страхом.
Greek (Liddell-Scott)
πίτῠλος: [ῐ], ὁ τακτικὸς ἦχος τῶν κωπῶν ἐρρύθμως κινουμένων˙ τὸ ἔρρυθμον πλατάγημα τῶν κωπῶν, ψόφος ὕδατος τυπτομένου, νεὼς π. εὐήρης Εὐρ. Ι. Τ. 1050˙ σκάφος... πίτυλον ἐπτερωμένον, ἐπτερωμένον μὲ σειρὰς κωπῶν, 1346˙ νεὼς π., περίφρασις ἐπὶ πλοίου, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1123˙ ναῦς ὅταν ἐκ τιτύλων ῥοθιάζῃ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 60˙ ἑνὶ πιτύλῳ, πάντες ὁμοῦ, πάντες μιᾷ φωνῇ, Αἰσχύλ. Πέρσ., 975, ΙΙ. πᾶς ταχέως ἐπαναλαμβανόμενος ἦχος ἢ κίνησις, οἷον, 1) τὸ πλατάγημα σταγόνων ταχέως πιπτουσῶν, π. δακρύων Εὐρ. Ἱππ. 1464˙ π. σκύφου, ἐπὶ οἴνου ἐκχεομένου εἰς ποτήριον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 798˙ ― «πιτύλοις˙ ταῖς καταφοραῖς τῶν ὑδάτων» Ἡσύχ.˙ πρβλ. πιτυλίζω Ι. 2) ὁ ἦχος ὃν παράγει τὸ κτύπημα τοῦ στήθους καὶ τῶν παρειῶν τῶν θρηνούντων, Αἰσχύλ. Θήβ. 856 (ἴδε ἐν λέξ. ἐρέσσω ΙΙ), Εὐρ. Τρῳ. 1236˙ ἐπὶ τῶν ἐπανειλημμένων πληγῶν τῶν πυκτευόντων, Θεόκρ. 22. 127˙ ― μεταφορ., πίτυλος Ἀργείου δορὸς Εὐρ. Ἡρακλ. 834˙ δὶς δὲ δυοῖν πιτύλοιν... τείχη κατέλυσεν αἰχμὰ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 816˙ πρβλ. πιτυλίζω ΙΙ. 3) μεταφορ., ὡσαύτως ἐπὶ βιαίων καὶ παραφόρων κινήσεων ἢ σχημάτων, βία, πάθος, ὁρμή, π. μανίας, φόβου ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 307, Ἡρ. Μαιν. 816˙ μαινομένῳ π. πλαγχθεὶς αὐτόθι 1187.
Greek Monolingual
-ον, Α
μανιώδης, παράφορος, παράφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. πίτυλος με σημ. «μανία, πάθος, λύσσα» ως επίθ.].
ο, ΝΑ
νεοελλ.
ο ήχος που προκαλείται από τη σύγκρουση βραχέων κυμάτων μεταξύ τους ή πάνω στο κύτος του πλοίου ή πάνω στην ακτή, κν. αναμόμολα
αρχ.
1. (στην κωπηλασία) γρήγορη και ρυθμική κίνηση τών χεριών
2. το πλατάγισμα του νερού που οφείλεται στη ρυθμική κίνηση τών κουπιών
3. κάθε ήχος που επαναλαμβάνεται με ταχύτητα και με κανονικότητα και ο οποίος προέρχεται από την καταφορά υγρού και ιδίως νερού («πολλῶν δακρύων ἔσται πίτυλος», Ευρ.)
4. ήχος παραγόμενος από το επαναλαμβανόμενο στηθοκόπημα ανθρώπου που θρηνεί («ἄρασσε κρᾱτα πιτύλους διδοῦσα χειρός», Ευρ.)
5. ήχος προερχόμενος από τα πλήγματα πυγμάχων
6. μτφ. α) (για βίαιες και παράφορες κινήσεις) έφοδος, εφόρμηση
β) προσβολή πάθους, όπως λ.χ. μανίας, φόβου
γ) μόχθος, προσπάθεια
7. φρ. α) «ἑνὶ πιτύλω»
μτφ. όλοι με μια φωνή, ομόφωνα
β) «πίτυλος σκύφου» — η επίδραση του κρασιού στον πότη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το ρ. πίπτω (για το θ. πιτ
βλ. λ. πίτ-νω). Η άποψη ότι πρόκειται για ονοματοποιημένη λ., η οποία μιμείται τον ήχο τών κουπιών, δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
πίτῠλος: [ῐ], ὁ,
I. επαναλαμβανόμενος ρυθμός του παφλασμού των κουπιών, σε Ευρ.· ἑνὶ πιτύλῳ, με ένα χτύπημα, όλα μαζί, σε Αισχύλ.
II. ο οποιοσδήποτε γρήγορα επαναλαμβανόμενος ήχος.
1. παφλασμός, ήχος των σταγόνων που πέφτουν, πίτυλος δακρύων, σε Ευρ.· πίτυλος σκύφου, λέγεται για το κρασί που στάζει μέσα σε κούπα, στον ίδ.
2. ήχος από επαναλαμβανόμενα χτυπήματα, σε Αισχύλ., Ευρ.· μεταφ., πίτυλος Ἀργείου δορός, σε Ευρ.· δὶς δυοῖν πιτύλοιν, διπλός με δύο χτυπήματα, στον ίδ.· επίσης λέγεται για βίαιες και παράφορες χειρονομίες, βιαιότητα, πάθος, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: stroke of an oar, metaph. rhythmical, heavy beat, attack etc. (trag.).
Derivatives: πιτυλ-εύω to make a stroke with an oar, also metaph. (Ar. V. 678, Com. Adesp. 3 D.), -ίζω id. (Gal.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. The tradit. connection with πίπτω, πέτομαι (Curtius 712 with Fick, WP. 2, 19 u.a.) has (in spite of Lat. petulans) very little support. Cf. on πίτυρα.
Middle Liddell
πῐ́τῠλος, ὁ,
I. the measured plash of oars, Eur.; ἑνὶ πιτύλῳ with one stroke, all together, Aesch.
II. any quick repeated sound,
1. the plash of falling drops, π. δακρύων Eur.; π. σκύφου, of wine poured into a cup, Eur.
2. the sound of repeated blows, Aesch., Eur.:—metaph., πίτυλος Ἀργείου δορός Eur.; δὶς δυοῖν πιτύλοιν twice with two strokes, Eur.; also of violent frantic gestures, violence, passion, Eur.
Frisk Etymology German
πίτυλος: {pítulos}
Grammar: m.
Meaning: Ruderschlag, übertr. rhythmischer, heftiger Schlag, Anfall (Trag. u.a.)
Derivative: mit πιτυλεύω einen Ruderschlag machen, auch übertr. (Ar. V. 678, Kom. Adesp. 3 D.), -ίζω ib. (Gal. u.a.).
Etymology: Unerklärt. Die herkömmliche Anknüpfung an πίπτω, πέτομαι (Curtius 712 mit Fick, WP. 2, 19 u.a.) hat (trotz lat. petulans) sehr wenig für sich. Vgl. zu πίτυρα.
Page 2,545