-κτόνος
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
Greek Monolingual
(AM -κτόνος)
β' συνθετικό λ. της Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α' συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από ταύρο»). Το θ. κτον- της λ. είναι ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας κτεν (κτεν-jω > κτείνω).Παραδείγματα λ. με συνθετικό -κτόνος: αδελφοκτόνος, ανδροκτόνος, ανθρωποκτόνος, αυτοκτόνος, βρεφοκτόνος, μητροκτόνος, μυοκτόνος, νηπιοκτόνος, παιδοκτόνος, πατροκτόνος, τυραννοκτόνος, ψυχοκτόνος
αρχ.
αλληλοκτόνος, αντικτόνος, βαρβαροκτόνος, βουκτόνος, βροτοκτόνος, γαμβροκτόνος, γογγροκτόνος, γυναικοκτόνος, ελαφοκτόνος, θηλυκτόνος, θηριοκτόνος, θηροκτόνος, ιερακοκτόνος, ιπποκτόνος, κενταυροκτόνος, κυνοκτόνος, κυριοκτόνος, ληστοκτόνος, λυκοκτόνος, μηδοκτόνος, μηλοκτόνος, μνηστηροκτόνος, νεόκτονος, ξενοκτόνος, ξιφοκτόνος, οιωνοκτόνος, οφιοκτόνος, παπποκτόνος, παρδαλιοκτόνος, παρθενοκτόνος, πενθεροκτόνος, περσοκτόνος, πολυκτόνος, πρωτοκτόνος, πυθοκτόνος, σαυροκτόνος, σκυλακοκτόνος, συγγενοκτόνος, συοκτόνος, ταυρόκτονος, ταυροκτόνος, τεκνοκτόνος, τεκοκτόνος, τιτανοκτόνος, τιτυοκτόνος, τραγοκτόνος, φαβοκτόνος, φαραωκτόνος, φονοκτόνος, φυλλοκτόνος, φυτοκτόνος, χιμαροκτόνος, χοιρόκτονος, χοιροκτόνος, χοροκτόνος, χριστοκτόνος
νεοελλ.
ακριδοκτόνος, αρρενοκτόνος, βακτηριοκτόνος, βασιλοκτόνος, γενοκτόνος, εθνοκτόνος, εμβρυοκτόνος, εντομοκτόνος, ζιζανιοκτόνος, ζωοκτόνος, κατσαριδοκτόνο, λιμοκτόνος, μικροδιοκτόνος, μυκητοκτόνος, παρασιτοκτόνος, πνευματοκτόνος, ποντικοκτόνος, σκωληκοκτόνος, συζυγοκτόνος, ταινιοκτόνος, υιοκτόνος, φθειροκτόνος].