νόσφι
English (LSJ)
before a vowel or metri gr. νόσφιν, though ι may also be elided, as Il.20.7.
I Adv. of place, aloof, apart, aside (cf. ἀπονόσφι), νόσφιν ἀειράσας after carrying the corpse aside, Il.24.583; ν. ἰδών having looked aside, Od.17.304; νόσφιν ἀπό… aloof from, Il.5.322, 15.244, Hes.Th.57; ν. ἄτερ… Id.Sc. 15; ν. ἤ… besides, except, Theoc. 25.197; ν. μέν… ν. δέ separately, Coluth.105.
2 aside, secretly, ν. ἀκούων Il.17.408.
II as preposition, c. gen., aloof or away from, far from, ν. πολέμοιο, φίλων, 6.443, 14.256; ν. πόληος Od.16.383, etc.; ν. νόσων πενίας τε B.1.60.
2 without, apart from, unaided by, mostly of persons, ν. δεσποίνης Od.14.9; ν. Ἀχαιῶν Il.5.803; οὔτε κακὸς ν. δαίμονος οὔτ' ἀγαθός Thgn.166; ν. ἡγητῶν A.Supp.239; of things, ν. ἄτερ τε κακῶν καὶ ἄτερ… πόνοιο Hes.Op.91; ν. ἄτερ τε πόνων καὶ ὀϊζύος ib.113; οὔτ' εἰπεῖν ἐστί τι ν. πόθων AP12.18 (Alph.).
3 of mind or disposition, τοί κεν Ἀχαιῶν ν. βουλεύωσ' apart from, i.e. differently from, the (rest of the) Achaeans, Il.2.347; ν. Δήμητρος without her knowledge and consent, h.Cer.4; ν. ἐμεῖο ib.72.
4 beside, except, ν. Ποσειδάωνος Od.1.20; νόσφ' Ὠκεανοῖο Il.20.7; ν. Νότου Hes.Th. 870.—Ep. and Lyr. word, once in A., l.c., never in S. or E.
German (Pape)
[Seite 265] vor Vocalen oder um Position zu machen νόσφιν, doch wird ι auch elidirt, Il. 20, 7; fern, entfernt, getrennt; vom Orte, ὅτε που σύ γε νόσφι γένηαι, d. i. in deiner Abwesenheit, Od. 10, 486; auch beiseit, ins Geheim, im Verborgenen, νόσφιν ἀειράσας, ὡς μὴ Πρίαμος ἴδοι υἱόν, Il. 24, 583, vgl. 17, 408; αὐτὰρ ὁ νόσφι ἰδὼν ἀπομόρξατο δάκρυ, seitwärts sehend, Od. 17, 304; häufig mit ἀπό verbunden, νόσφιν ἀπ' ἄλλων, Il. 15, 244, vgl. 5, 322; Hes. Th. 57; auch ἀπονόσφι in ein Wort geschrieben, s. oben; νόσφιν ἄτερ τινός, Sc. 15; νόσφιν ἤ, außer daß, Theocr. 25, 197; – c. gen. en tse rntvou, wegoon; νόσφιν δεσποίνης καὶ Λαέρταο γέροντος, Od. 14, 9; νόσφι νεῶν, Il. 23, 365, von den Schiffen abwärts; νόσφι πόληος; auch νόσφιν Ἀχαιῶν βουλεύειν, getrennt von den Achäern, anders als die Achäer denken, 2, 347; außer, θεοὶ δ' ἐλέαιρον ἅπαντες, νόσφι Ποσειδάωνος, Od. 1, 20; Il. 20, 7; Hes. Th. 870; allein, ohne, νόσφιν ἡγητῶν, Aesch. Suppl. 263; einzeln bei sp. D., νόσφι μὲν – νόσφι δέ, Coluth. 105; οὐκ εἰπεῖν ἐστί τι νόσφι πόθων, Alpheus 1 (XII, 18).
French (Bailly abrégé)
ou νόσφιν;
adv. et prép.
I. adv. au loin, à l'écart, à part : νόσφιν ἀπό avec le gén. ou ἀπὸ νόσφι, ἀπὸ νόσφιν loin de;
II. prép.
1 loin de, à l'écart de, gén.;
2 à l'exception de, excepté, gén..
Étymologie: pour *νότιφι, *νότφι > νόσφι ; cf. νῶτος.
Russian (Dvoretsky)
νόσφῐ:
I или νόσφιν adv. отдельно, в стороне: ν. ἀκούων Hom. слушая в стороне, т. е. наедине, тайно; ν. ἀπ᾽ ἄλλων Hom. вдали от других; ν. ἰδών Hom. отвернувшись в сторону; ν. ἤ Theocr. кроме как, за исключением того (что).
II или νόσφιν в знач. praep. cum gen.
1 в сторону или в стороне, вдали или вдаль: ν. νεῶν Hom. прочь от кораблей; ν. Λαέρταο γέροντος Hom. без ведома старого Лаэрта; ν. Ἀχαιῶν βουλεύειν Hom. разойтись с ахейцами во мнении;
2 кроме, за исключением (ν. Ποσειδάωνος Hom.);
3 без (ν. ἡγητῶν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
νόσφῐ: πρὸ φωνήεντος ἢ χάριν τοῦ μέτρου, -φῐν, ἂν καὶ τὸ ι δυνατὸν καὶ οὕτω νὰ πάθῃ ἔκθλιψιν ὡς: νόσφ’ ὠκεανοῖο Ἰλ. Υ. 2. Ι. ὡς ἐπίρρ. τόπου, μακράν, χωρίς, εἰς ἀπόστασιν, Ὅμ.· ἐντεῦθεν ὡσαύτως, κατὰ μέρος, κρυφίως, λάθρα, νόσφιν ἀκούων Ἰλ. Ρ. 408· νόσφιν ἀείρας Ω. 583· ν. ἰδών, πλαγίως ἰδών, Ὀδ. Ρ. 304· νόσφιν ἀπὸ …, μακράν, «χωριστά», Ἰλ. Ε. 322., Ο. 244, Ἡσ. Θ. 57· (ὡσαύτως ἀπονόσφι, ὃ ἴδε)· νόσφιν ἄτερ ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 15· νόσφιν ἢ …, ὡς τὸ πλὴν ἢ ..., ἐκτός, πλήν, Θεόκρ. 25. 197. ΙΙ. ὡς πρόθ., μακρὰν ἀπὸ ..., συχνὸν παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. 2) χωρίς, ἄνευ, ἐγκαταλελειμμένος ὑπό τινος, ἀβοήθητος, Ὅμ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων· οὕτω, ν. ἡγητῶν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 239· ὡσαύτως, νόσφιν ἄτερ τε κακῶν καὶ ἄτερ ... πόνοιο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 91· νόσφιν ἄτερ τε πόνων καὶ ὀϊζύος (ὁ Brunck προὔτεινεν ἄτερθε) αὐτόθι 113. 2) ἐπὶ σκέψεως ἢ διαθέσεως, νόσφιν Ἀχαιῶν βουλεύειν, χωριστὰ ἀπὸ τῶν Ἀχαιῶν, δηλ. κατὰ τρόπον τοῦ σκέπτεσθαι διάφορον ἀπ’ αὐτῶν, Ἰλ. Β. 317· οὕτω, ν. Δήμητρος, Λατ. clam Cerere, ἄνευ τῆς γνώσεως καὶ συναινέσεως αὐτῆς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 4· νόσφιν ἐμεῖο αὐτόθι 72. 4) πλήν, ἐκτός, νόσφι Ποσειδάωνος Ὀδ. Α. 20· νόσφ’ Ὠκεανοῖο Ἰλ. Υ. 7· οὕτω καὶ Ἡσ. Θ. 870. - Ἐπ. λέξ. ἐν χρήσει ἅπαξ παρ’ Αἰσχύλ., οὐδέποτε δὲ παρὰ Σοφ. ἢ Εὐρ. Πρβλ. χωρίς. - Καθ’ Ἡσύχ.: νόσφιν· χωρὶς ἄνευ. λάθρα. δίχα. ἐκτὸς. μακράν». (Ἡ κατάληξις ὑπομιμνήσκει τὴν τῆς γενικῆς ἢ δοτ. κατάληξιν -φι· καὶ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸ νοσ ὡς = νοτ ἢ νωτ, ὥστε νόσφι θὰ ἐσήμαινε κατ’ ἀρχάς, ὀπίσω, ὄπισθεν καὶ νοσφίζομαι στρέφω τὰ νῶτά μου.)
Greek Monolingual
νόσφι και, πριν από φωνήεν, νόσφιν (Α)
επίρρ. (ποιητ. τ.) (συν. στον Ομ. και στον Αισχύλ.)
1. (ως τοπ.) μακριά, απομακρυσμένα
2. (ως τροπ.) κατ' ιδίαν, παράμερα, κρυφά
3. (σχετικά με πρόσ., αντικείμενα, καταστάσεις ή και ψυχική διάθεση) μακριά από («ἠρύκακε μώνυχας ἵππους νόσφιν ἀπὸ Φλοίσβου», Ομ. Ιλ.)
4. (για σκέψη) με διαφορετικό τρόπο, διαφορετικά από («τοί κεν Άχαιῶν νόσφιν βουλεύωσ'», Ομ. Ιλ.)
5. πλην, εκτός («οὔτε τις ποταμῶν ἀπέην, νόσφ' Ώκεανοῖο», Ομ. Ιλ.)
6. έξω από κάτι («νόσφι πόληος», Ομ. Οδ.)
7. χωρίς τη βοήθεια, τη συνδρομή ή την καθοδήγηση κάποιου, αβοήθητα («νόσφιν ἡγητῶν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ., κατά μία άποψη όχι τόσο πιθανή, προέρχεται από νοτ-σ-φι και μπορεί να συνδεθεί με νῶτον, λιθουαν. nuō «μακριά από», λεττον. nuo «από». Η κατάλ. -φι- αποτελεί πιθ. κατάλ. οργανικής πτώσης, που απαντά στην Μυκηναϊκή και στον Όμηρο (πρβλ. πάμφι)].
Greek Monotonic
νόσφῐ: πριν από φωνήεν ή χάριν του μέτρου -φῐν, παρόλο που το ι μπορεί επίσης να παραλειφθεί·
I. ως επίρρ. του τόπου, μακριά, κατά μέρος, χωριστά, πέρα μακριά, σε απόσταση, σε Όμηρ.· νόσφιν ἰδών, έχοντας κοιτάξει πέρα προς το πλάι, πλάγια, σε Ομήρ. Οδ.· νόσφιν ἀπό..., μακριά από..., σε Ομήρ. Ιλ.· νόσφιν ἤ..., όπως το πλὴν ἤ..., εκτός από, με την εξαίρεση..., πλην..., σε Θεόκρ.
II. ως πρόθ.,
1. μακριά ή ξεχωριστά από..., σε απόσταση από..., σε Όμηρ., Ησίοδ.
2. χωρίς, εγκαταλελειμμένος ή αβοήθητος από..., σε Όμηρ., Αισχύλ.
3. λέγεται για σκέψη ή διάθεση· νόσφιν Ἀχαιῶν βουλεύειν, μακριά από τους Αχαιούς, δηλ. με διαφορετικό από αυτούς τρόπο σκέψης, σε Ομήρ. Ιλ.· νόσφι Δήμητρος, Λατ. clam Cerere, χωρίς τη γνώση και τη συναίνεσή της, σε Ομηρ. Ύμν.
4. εκτός από, με την εξαίρεση του, της, νόσφι Ποσειδάωνος, σε Ομήρ. Οδ.· νόσφ' Ὠκεανοῖο, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv. a. prep.
Meaning: aside, far (from), without (ep. Il.; on the use Schwyzer-Debrunner 540).
Derivatives: νοσφίδιος situated aside, secretly (Hes. Fr. 187; Chantraine Form. 39, Schwyzer 467), νοσφιδόν adv. secretly (Eust.); νοσφίζομαι (Β 81 = Ω 222), νοσφίσ(σ)ασθαι, νοσφισθῆναι (Od.), fut. νοσφίσ(σ)ομαι (A. R.), also act. νοσφίζω (h. Cer., Pi.), rarely w. prefix, esp. ἀπο-, turn off, remove (oneself), act. turn off, remove; νόσφισμα n. embezzlement (pap.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology. After Curtius (with Pauli) to νῶτον back (s.v.); agreeing Schulze KZ 29, 263 n. 1 (= Kl. Schr. 375 n. 2) and Schwyzer 362, who posits orig. *νοτ-σ-φι. Persson IF 2, 204 compares Lith. nuõ away from, Latv. nùo, which must probably be explained diff., s. Fraenkel s.v., also WP. 1, 59 and Pok. 40.
Middle Liddell
before a vowel or metri grat. -φῐν, though may also be elided]
I. as adv. of place, aloof, apart, afar, away, Hom.; ν. ἰδών having looked aside, Od.; νόσφιν ἀπό aloof from, Il.; νόσφιν ἤ…, like πλὴν ἤ…, besides, except, Theocr.
II. as prep. aloof or away from, far from, Hom., Hes.
2. without, forsaken or unaided by, Hom., Aesch.
3. of mind or disposition, νόσφιν Ἀχαιῶν βουλεύειν apart from the Achaians, i. e. of a different way of thinking, Il.; ν. Δήμητρος, Lat. clam Cerere, without her knowledge, Hhymn.
4. beside, except, νόσφι Ποσειδάωνος Od.; νόσφ' Ὠκεανοῖο Il.
Frisk Etymology German
νόσφι: {nósphi(n)}
Grammar: Adv. u. Präp.
Meaning: ‘abseits, fern (von), ohne, außer’ (ep. lyr. seit Il.; zum Gebrauch Schwyzer-Debrunner 540).
Derivative: Davon νοσφίδιος abseits gelegen, heimlich (Hes. Fr. 187; Chantraine Form. 39, Schwyzer 467), νοσφιδόν Adv. insgeheim (Eust.); νοσφίζομαι (seit Β 81 = Ω 222), νοσφίσ(σ)ασθαι, νοσφισθῆναι (seit Od.), Fut. νοσφίσ(σ)ομαι (A. R. u.a.), auch Akt. νοσφίζω usw. (h. Cer., Pi. u.a.), vereinzelt m. Präfix, bes. ἀπο-, sich abwenden, sich entfernen, für sich entwenden, Akt. abwenden, entfernen; νόσφισμα n. Entwendung (Pap.).
Etymology: Ohne überzeugende Etymologie. Nach Curtius (mit Pauli) zu νῶτον Rücken (s.d.); zustimmend Schulze KZ 29, 263 A. 1 (= Kl. Schr. 375 A. 2) und Schwyzer 362, der urspr. *νοτσ-φι ansetzt. Persson IF 2, 204 vergleicht lit. nuõ ‘von — weg’, lett. nùo ‘von — aus', die aber wohl anders einzureihen sind, s. Fraenkel s.v., auch WP. 1, 59 und Pok. 40.
Page 2,324