κλέος: Difference between revisions
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
(T22) |
(20) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=κλεους, τό ([[κλέω]] equivalent to [[καλέω]]);<br /><b class="num">1.</b> rumor, [[report]].<br /><b class="num">2.</b> [[glory]], [[praise]]: [[Homer]] [[down]]; for שֵׁמַע , Job 28:22.) | |txtha=κλεους, τό ([[κλέω]] equivalent to [[καλέω]]);<br /><b class="num">1.</b> rumor, [[report]].<br /><b class="num">2.</b> [[glory]], [[praise]]: [[Homer]] [[down]]; for שֵׁמַע , Job 28:22.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[κλέος]])<br />καλή [[φήμη]], [[δόξα]], [[αίγλη]] («[[κλέος]] οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φήμη]], [[λόγος]], [[είδηση]] («τὶ δὴ [[κλέος]] ἔστ' ἀνὰ [[ἄστυ]];», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> κακή [[φήμη]], [[προσβολή]], [[ντροπή]] («θανὼν ὡς παισὶ [[κλέος]] μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κλέα</i><br />ένδοξες πράξεις, κατορθώματα, ανδραγαθήματα («ἄειδε δ' ἄρα κλέα ἀνδρῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kleu</i>- με αρχική σημ. «[[ακούω]]», που διατηρείται στην Ελληνική στο ρ. [[κλύω]]. Η [[σημασία]] του [[κλέος]] «[[φήμη]], [[δόξα]]» αποτελεί [[εξέλιξη]] της αρχικής σημ. της ρίζας («αυτό για το οποίο ακούει [[κανείς]] [[πολλά]]», <b>[[πρβλ]].</b> και νεοελλ. [[ξακουστός]]). Παράλληλη σημασιολογική [[εξέλιξη]] εμφανίζουν και συγγενείς τ. άλλων ΙΕ γλωσσών, όπως το αρχ. ινδ. <i>śravas</i>- «[[δόξα]]» και το αρχ. ιρλδ. <i>clu</i> «[[δόξα]]». Το [[κλέος]] συνδέεται [[επίσης]] με το αβεστ. <i>sravah</i>- «[[λέξη]]» και το αρχ. σλαβ. <i>slovo</i> «[[λέξη]], [[ομιλία]]», που ακολούθησαν διαφορετική σημασιολογική [[εξέλιξη]], παρεμφερή με εκείνην τών [[κλείω]] (II), [[κλῄζω]] (Ι)<br />Η λ. [[κλέος]] αποτελεί α' συνθετικό πολλών κύριων ονομάτων, όπως τών <i>Κλεισθένης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κλεFι</i>- ή <span style="color: red;"><</span> <i>κλε</i>-<i>Fε</i>(<i>σ</i>)<i>ι</i>-), <i>Κλεάνθης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κλεFε</i>- ή <span style="color: red;"><</span> <i>κλεFεσ</i>-), ενώ με θεματικό [[φωνήεν]] απαντά στα <i>Κλεο</i>-<i>μένης</i>, <i>Κλεο</i>-[[πάτρα]] κ.λπ. Ως β' συνθετικό κύριων ονομάτων απαντά με τη [[μορφή]] -<i>κλέFης</i> > -[[κλής]] (<b>[[πρβλ]].</b> κυπρ. <i>Τιμο</i>-<i>κλέFης</i>, <i>Περικλής</i> <b>κ.λπ.</b>). Ήδη στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τέτοια ονόματα, [[καθώς]] και το μετονοματικό παρ. επίθ. <i>etewo</i>-<i>kereweio</i> (<i>ἐτεόκλειος</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>ἘτεFο</i>-<i>κλέFης</i>. Αξιοσημείωτη [[είναι]] [[επίσης]] η [[πλήρης]] [[αντιστοιχία]] του <i>Εὐκλῆς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Εὐ</i>-<i>κλέFης</i>) με το αρχ. ινδ. <i>vasu</i>-<i>śravas</i> «αυτός που διαθέτει καλή [[φήμη]]» και το πιθ. ιλλυρ. κύριο όν. <i>Ves</i>-<i>cleves</i>. Ως β' συνθετικό επιθέτων, [[τέλος]], το [[κλέος]] απαντά με τη [[μορφή]] -<i>κλεής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγα</i>-<i>κλεής</i>, <i>περι</i>-<i>κλεής</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κλεινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>κλ</i>(<i>ε</i>)<i>ηδών</i>, [[κλέω]] / [[κλείω]] (ΙΙ), [[κλύω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κλεΐζω]] / [[κλῄζω]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> -κλεής: [[ακλεής]], [[ευκλεής]], [[περικλεής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>aγακλεής</i>, [[βαθυκλεής]], [[δυσκλεής]], [[επικλεής]], [[ισοκλεής]], [[κακοκλεής]], [[μεγακλεής]], [[μεγαλοκλεής]], [[πολυκλεής]], [[φερεκλεής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τρισευκλεής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dor. κλέϝος GDI1537 (Crissa, = RöhlImag.3pp.87/8 No.1), only nom. and acc. sg. and pl.: Ep. pl. κλέᾰ (before a vowel) Hom. (v. infr. 11.1), κλεῖα (nisi leg. κλέεα) Hes.Th.100: (κλέω A):—
A rumour, report, τί δὴ κ. ἔστ' ἀνὰ ἄστυ; Od.16.461; κ. εὐρὺ φόνου 23.137; ὄσσαν... ἥ τε μάλιστα φέρει κ. ἀνθρώποισι 1.283; σὸν κ. news of thee, 13.415: c. gen., μετὰ κ. ἵκετ' Ἀχαιῶν the report of their coming, Il.11.227, cf. 13.364; κείνου κατὰ κ. at the news of his coming, Pi.P.4.125; τῶν ἐμῶν κακῶν κ. S.Ph.251; rumour, opp. certainty, κ. οἶον ἀκούομεν οὐδέ τι ἴδμεν Il.2.486; γυναικογήρυτον κ. A.Ag.487 (lyr.). II goodreport, fame, freq.in Hom., κ. ἐσθλόν Il.5.3; ἀνδρὸς τοῦ κ. εὐρὺ καθ' Ἑλλάδα Od.1.344: abs., τῷ μὲν κ., ἄμμι δὲ πένθος Il.4.197; τὸ δ' ἐμὸν κ. οὔ ποτ' ὀλεῖται 7.91, cf. 2.325; κ. εἶναί τινι to be a glory to him, 22.514; κ. οὐρανὸν ἵκει 8.192, Od.9.20; κ. οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε 8.74; κ. ἄφθιτον Sapph.Supp.20a.4, Ibyc.Oxy.1790.47, GDIl.c.; κ. ἀρέσθαι, εὑρέσθαι, Pi.O.9.101, P.3.111; γίνεσθε κατὰ κ. ὧδε μαχηταί in renown, BCH24.71 (Acraeph., iii B.C.); λαβεῖν S.Ph.1347; κ. αἰχμᾶς glory in or for... Pi.P.1.66; τῆς μελλοῦς κ. A.Ag.1356; κ. σου μαντικόν ib.1098; μικροῦ δ' ἀγῶνος οὐ μέγ' ἔρχεται κ. S.Fr.938: less freq. in Prose, κ. ἀέναον Heraclit.29; μένοντι δὲ . . κ. μέγα ἐλείπετο Hdt.7.220; κ. καταθέσθαι to lay up store of glory, Id.9.78; τιμὴν καὶ κ. ἔσχεν Ar.Ra.1035; πόρρω κ. ἥκει Id.Ach.646; κ. οὐρανόμηκες Id.Nu. 459; κ. ἔχειν τὰ περὶ τὰς ναῦς Th.1.25; παρ' ἀνθρώποις ἀείμνηστον κ. ἔχει τινά X.Cyn.1.6; κ. ἀθάνατον καταθέσθαι Pl.Smp.208c; κ. τε καὶ ἔπαινος πρὸς ἀνθρώπων Id.Lg.663a; περὶ χώρας ἀκούειν κ. μέγα Lys. 2.5; κ. ἕξειν ἔν τινι Ath.Mech.15.4; ποῖον κ., εἰ . . ; 1 Ep.Pet.2.20: pl., ἄειδε δ' ἄρα κλέα ἀνδρῶν the lays of their achievements, Il.9.189, cf. 524, Od.8.73; κλέα φωτῶν μνήσομαι A.R.1.1. 2 rarely in bad sense, δύσφαμον κ. ill repute, Pi.N.8.36; αἰσχρὸν κ. E.Hel.135, cf. Ar.Fr.796: both senses in Th.2.45 ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου . . κ. ᾖ of whom there is least talk either for praise or blame. (Cf. Skt. śrávas 'fame', Slav.slovo 'word', 'glory'; cogn. with κλέω (A), κλύω.)
German (Pape)
[Seite 1448] τό (κλυ, vgl. κλέω u. καλέω), Ruf, Gerücht, unsichere, ungewisse Kunde; μὴ πρόσθεν κλέος εὐρὺ φόνου κατὰ ἄστυ γένηται Od. 23, 137; so auch 1, 382 ἢν ὄσσαν ἀκούσῃς ἐκ Διός, ἥτε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισι; σὸν κλέος, Kunde von dir, 13, 415; κλέος Ἀχαιῶν, das Gerücht von den Achäern, Il. 11, 227, vgl. 2, 325. 13, 364; so wird es 2, 485, ἡμεῖς δὲ κλέος οἶον ἀκούομεν, οὐδέ τι ἴδμεν, dem bestimmten Wissen entgegengesetzt. Vgl. noch Aesch. ταχύμορον γυναικοκήρυκτον ὄλλυται κλέος, das von den Weibern verbreitete Gerücht, Ag. 474; οὐδὲ τῶν ἐμῶν κακῶν κλέος ᾔσθου ποτ' οὐδέν Soph. Phil. 251. – Gew. der gute Ruf, der Ruhm; κλέος ἐσθλὸν ἄροιτο Il. 5, 3, öfter; μέγα, εὐρύ, auch ohne Zusatz, 4, 197. 7, 91. 9, 412 u. sonst; häufig κλέος οὐρανὸν ἵκει, von weitverbreitetem Ruhm; κλέος εἶναί τινι, Einem zur Ehre gereichen, 22, 514; auch im plur., κλέα ἀνδρῶν ἀείδειν, ἀκούειν, die ruhmvollen Thaten der Männer besingen, anhören, 9, 189. 524 Od. 8, 73, wie κλέα φωτῶν μνήσομαι An. Rh. 1, 1 [mit kurzem α], κλεῖα Hes. Th. 100; – λάμπει οἱ κλέος Pind. Ol. 1, 23; ἑλέσθαι 9, 109; εὑρέσθαι ὑψηλόν P. 3, 111, öfter; aber auch δύσφημον κλέος προσάπτειν, schlechten Ruf, N. 8, 36; Tragg., z. B. κλέος ὑπέρτατον λαβεῖν Soph. Phil. 1331, ἐπισπάσειν κλέος Ai. 756; τιμὰ καὶ κλέος Eur. Andr. 774. Auch in Prosa, Her. 7, 220, κλέος ἀθάνατον Plat. Conv. 208 c, κλέος τε καὶ ἔπαινος Legg. II, 663 a; κλέος ἔχειν τὰ περὶ τὰς ναῦς, im Ruf stehen in Bezug auf das Seewesen, Thuc. 1, 25, vgl. 2. 45; Sp. – In schlimmer Bdtg, wie bei Pind., αἰσχρόν, Eur. Hel. 135 u. Ar. bei Phot. lex. – Das Wort kommt nur im nom. u. acc. vor.
Greek (Liddell-Scott)
κλέος: τό, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. ἀμφοτέρων τῶν ἀριθμῶν. Ἐπικ. πληθ. κλέᾰ (πρὸ φωνήεντος) Ὅμ., κλεῖα Ἡσ. Θ. 100 (ἴδε κλέω Α). Φήμη, εἴδησις, νέα, Λατ. fama, τί δὴ κλέος ἔστ’ ἀνὰ ἄστυ Ὀδ. Π. 461· κλέος εὐρὺ φόνου Ψ. 137· Ὄσσαν..., ἥ τε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισι Α. 283· σὸν κλέος, εἰδήσεις περὶ σοῦ, Ν. 415· μετὰ γεν., μετὰ κλέος ἵκετ’ Ἀχαιῶν, ἦλθον ἀκούσας τὴν φήμην τῆς ἐπιστρατείας τῶν Ἀχαιῶν Ἰλ. Λ. 227, πρβλ. Β. 325., Ν. 364· κείνου κατὰ κλέος, εἰς τὴν φήμην τῆς ἐλεύσεως αὐτοῦ Πινδ. Π. 4. 221· τῶν ἐμῶν κακῶν κλ. Σοφ. Φιλ. 251· ― ἁπλῆ φήμη, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ βέβαιον, τὴν βεβαιότητα, κλέος οἶον ἀκούομεν, οὐδέ τι ἴδμεν Ἰλ. Β. 486· γυναικογήρυτον κλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 487. ΙΙ. καλὴ φήμη, δόξα, ὡσαύτως ὡς τὸ λατ. fama, συχν. παρ’ Ὁμ., κλέος ἐσθλόν, εὐρύ, μέγα Ἰλ. Ε. 3. κτλ.· ὡσαύτως ἀπολ., Δ. 197., Η. 91, κτλ.· ἀλλὰ πρὸς Τρώων καὶ Τρωϊάδων κλέος εἶναι, «ἀλλὰ πρὸς δόξαν τῶν Τρώων καὶ Τρῳάδων ἔσονται» (Γαζῆς), Χ. 514· κλέος οὐρανὸν ἵκει, κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει Ὀδ. Θ. 74., Ι. 20, κτλ.· οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, κλ. ἑλέσθαι, εὑρέσθαι Πινδ. Ο. 9. 154. Π. 3. 196· λαβεῖν Σοφ. Φιλ. 1347· κλ. αἰχμᾶς, δόξα εἰς ἢ διά..., Πινδ. Π. 1. 128· τῆς μελλοῦς κλέος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1356· κλ. σου μαντικὸν αὐτόθι 1098· μικροῦ δ’ ἀγῶνος οὐ μέγ’ ἔρχεται κλ. Σοφ. Ἀποσπ. 675· ― σπανιώτερον παρὰ πεζολόγοις, μένοντι δέ... κλ. μέγα ἐλείπετο Ἡρόδ. 7. 220· κλέος καταθέσθαι, ταμιεῦσαι δόξαν, αὐτόθι 9. 78· τιμὴν καὶ κλ. ἔσχεν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1035· πόρρω κλ. ἥκει ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 646· κλ. οὐρανόμηκες ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 459· κλ. ἔχειν τὰ περὶ τὰς ναῦς Θουκ. 1. 25· ἀείμνηστον κλ. ἔχει τινὰ Ξεν. Κυν. 1, 6· κλέος ἀθάνατον καταθέσθαι Πλάτ. Συμπ. 208C· κλ. τε καὶ ἔπαινος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 663Α· περὶ χώρας ἀκούειν κλέος μέγα Λυσίας 190. 40· ― κατὰ πληθ., ἄειδε δ’ ἄρα κλέα ἀνδρῶν (συντετμημένον ἐκ τοῦ κλέεα), σχεδὸν ὡς τὸ αἶνος, ἔψαλλε τοὺς ἐπαίνους, τὰ ἐγκώμια τῶν κατορθωμάτων αὐτῶν, Ἰλ. Ι. 189, πρβλ. 524 (520), Ὀδ. Θ. 73. 2) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασ., δύσφημον κλέος κακὴ φήμη, Πινδ. Ν. 8. 62· αἰσχρὸν κλ. Εὐρ. Ἑλ. 135· «κλέος· τὴν φαύλην δόξαν Ἀριστοφάνης» Φώτ.· ― ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι συνδυάζονται ἐν Θουκ. 2. 45, ἧς ἂν ἐπ’ ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου... κλέος ᾖ, περὶ ἧς ὀλιγίστη ὁμιλία γίνεται εἴτε πρὸς ἔπαινον εἴτε πρὸς ψόγον.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
us. seul. aux nom. et acc. sg. et aux nom. et acc. plur. κλέα;
1 bruit, nouvelle qui se répand : κλέος φόνου OD bruit d’un meurtre ; κλέος Ἀχαιῶν IL bruit de l’armement des Grecs ; σὸν κλέος OD nouvelles de toi ; particul. bruit sans fondement;
2 en b. part bonne renommée ; gloire ; τὰ κλέα actions glorieuses, hauts faits.
Étymologie: R. Κλυ, entendre, > κλευ-, κλεϜ-, κλε-.
English (Autenrieth)
(root κλυ, κλύω), pl. κλέᾶ (shortened before a vowel): rumor, tidings, glory; σόν, ἐμὸν κλέος, ‘news of thee,’ ‘of me,’ Od. 13.415 ; κλέος πρὸς Τρώων, ‘an honor to thee before the Trojans,’ Il. 22.415 ; ἀνδρῶν κλέᾶ, glorious deeds (laudes), Il. 9.189.
English (Slater)
κλέος (only nom., acc.)
a fame of pers., things. λάμπει δέ οἱ κλέος (O. 1.23) τὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε τᾶν Ὀλυμπιάδων (O. 1.93) ἦν δὲ κλέος βαθύ (O. 7.52) μέγα τοι κλέος αἰεί (O. 8.11) πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι (O. 9.101) ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος (O. 10.21) τρέφοντι δ' εὐρὺ κλέος κόραι Πιερίδες Διός (O. 10.95) γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς (P. 1.66) ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν (P. 3.111) τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε (P. 4.174) τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος (P. 5.73) φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (N. 7.63) λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι (N. 9.39) ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν (I. 5.8) οὐδ' ἔστιν πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος (I. 6.25) ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων (I. 7.29)
b in neutral sense,
I = φάμα, report ἤλυθον κείνου γε κατὰ κλέος at report of him (cf. Fraenkel on Agam. 487) (P. 4.125)
II reputation θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω (N. 8.36)
Spanish
English (Strong)
from a shorter form of καλέω; renown (as if being called): glory.
English (Thayer)
κλεους, τό (κλέω equivalent to καλέω);
1. rumor, report.
2. glory, praise: Homer down; for שֵׁמַע , Job 28:22.)
Greek Monolingual
το (AM κλέος)
καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.)
αρχ.
1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ' ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.)
2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.)
3. στον πληθ. τὰ κλέα
ένδοξες πράξεις, κατορθώματα, ανδραγαθήματα («ἄειδε δ' ἄρα κλέα ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kleu- με αρχική σημ. «ακούω», που διατηρείται στην Ελληνική στο ρ. κλύω. Η σημασία του κλέος «φήμη, δόξα» αποτελεί εξέλιξη της αρχικής σημ. της ρίζας («αυτό για το οποίο ακούει κανείς πολλά», πρβλ. και νεοελλ. ξακουστός). Παράλληλη σημασιολογική εξέλιξη εμφανίζουν και συγγενείς τ. άλλων ΙΕ γλωσσών, όπως το αρχ. ινδ. śravas- «δόξα» και το αρχ. ιρλδ. clu «δόξα». Το κλέος συνδέεται επίσης με το αβεστ. sravah- «λέξη» και το αρχ. σλαβ. slovo «λέξη, ομιλία», που ακολούθησαν διαφορετική σημασιολογική εξέλιξη, παρεμφερή με εκείνην τών κλείω (II), κλῄζω (Ι)
Η λ. κλέος αποτελεί α' συνθετικό πολλών κύριων ονομάτων, όπως τών Κλεισθένης (< κλεFι- ή < κλε-Fε(σ)ι-), Κλεάνθης (< κλεFε- ή < κλεFεσ-), ενώ με θεματικό φωνήεν απαντά στα Κλεο-μένης, Κλεο-πάτρα κ.λπ. Ως β' συνθετικό κύριων ονομάτων απαντά με τη μορφή -κλέFης > -κλής (πρβλ. κυπρ. Τιμο-κλέFης, Περικλής κ.λπ.). Ήδη στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τέτοια ονόματα, καθώς και το μετονοματικό παρ. επίθ. etewo-kereweio (ἐτεόκλειος) < ἘτεFο-κλέFης. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η πλήρης αντιστοιχία του Εὐκλῆς (< Εὐ-κλέFης) με το αρχ. ινδ. vasu-śravas «αυτός που διαθέτει καλή φήμη» και το πιθ. ιλλυρ. κύριο όν. Ves-cleves. Ως β' συνθετικό επιθέτων, τέλος, το κλέος απαντά με τη μορφή -κλεής (πρβλ. μεγα-κλεής, περι-κλεής).
ΠΑΡ. κλεινός
αρχ.
κλ(ε)ηδών, κλέω / κλείω (ΙΙ), κλύω
αρχ.-μσν.
κλεΐζω / κλῄζω (Ι).
ΣΥΝΘ. -κλεής: ακλεής, ευκλεής, περικλεής
αρχ.
aγακλεής, βαθυκλεής, δυσκλεής, επικλεής, ισοκλεής, κακοκλεής, μεγακλεής, μεγαλοκλεής, πολυκλεής, φερεκλεής
νεοελλ.
τρισευκλεής.