στέφω: Difference between revisions
(38) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[στέπτω]] Α<br />[[περιβάλλω]] κάποιον ή [[κάτι]] με [[στέφανο]], [[στεφανώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθέτω]] το [[στέμμα]] στην [[κεφαλή]] ηγεμόνα που [[μόλις]] ανήλθε στον θρόνο, [[τελώ]] την επίσημη [[τελετή]] της ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε [[αυτοκράτορας]] το 1804»)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] το γαμήλιο [[στέφανο]] στο [[κεφάλι]] κάποιου [[κατά]] την [[ιεροτελεστία]] του γάμου («στέφεται ο [[δούλος]] του θεού»)<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ ως ουσ.) <i>οι εστεμμένοι</i><br />οι βασιλείς ή οι ηγεμόνες πριγκιπικού οίκου<br /><b>μσν.</b><br />(για τους χριστιανούς ιερομάρτυρες) ανακηρύσσομαι [[νικητής]] στον αγώνα [[εναντίον]] του κακού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>στέφομαι</i><br />(για νικητή σε αγώνα) [[παίρνω]] [[στέφανο]] ως έπαθλο («στεφθείς [[παγκράτιον]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] [[ολόγυρα]], [[περιβάλλω]] («ἀμφὶ δὲ οἱ κεφαλῇ [[νέφος]] ἔστεφε δῑα θεάων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με άρχοντα) [[απονέμω]] [[αξίωμα]] με [[στέψη]] της κεφαλής («ὁ στρατηγὸς ἔστεψεν εἰς γυμνασίαρχον τὸν δεῑνα», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[στεφανώνω]] [[ποτήρι]] ή [[φιάλη]] με φύλλα<br /><b>4.</b> [[τιμώ]] κάποιον κάνοντας σπονδές («χοαῑσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> συστρέφομαι, περιτυλίσσομαι<br /><b>6.</b> (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>στέφουσα</i><br />[[ονομασία]] αγάλματος του Πραξιτέλους, η στεφανοῡσα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχική σημ. του ρ. [[στέφω]] «[[τοποθετώ]] [[ολόγυρα]], [[περιβάλλω]]» (από όπου προήλθε η σημ. «[[περιβάλλω]] με [[στεφάνι]], [[στεφανώνω]]») θα επέτρεπε πιθ. την [[αναγωγή]] του στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>steb</i>(<i>h</i>)- «[[στηρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>stabhn</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[στερεώνω]], [[συγκρατώ]], [[στηρίζω]]»). Το ρ. [[στέφω]] εμφανίζει σημασιολογική [[διαφορά]] σε [[σχέση]] με τη [[ρίζα]], η οποία μπορεί να παραβληθεί με την [[εξέλιξη]] της σημ. της λ. [[ἄμπυξ]] «[[διάδημα]]» (<span style="color: red;"><</span> [[πύκα]] «συμπαγώς, [[στερεά]]», [[πυκάζω]] «[[περιβάλλω]], [[ασφαλίζω]]»), Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, στην [[ίδια]] [[ρίζα]] [[αλλά]] με έρρινο [[ένθημα]] <i>stem</i>-<i>b</i>(<i>h</i>)- θα μπορούσαν να αναχθούν οι τ.: <i>στέμδώ</i> «[[κινώ]] εδώ και [[εκεί]]», [[ἀστεμφής]] «[[αμετακίνητος]], [[άκαμπτος]]», [[στόμφος]] (πρβλί και αρχ. ινδ. <i>stambha</i>- «[[στήριγμα]], [[στύλος]]», λιθουαν. <i>stambas</i> «[[στέλεχος]], [[κορμός]]»)<br /><b>βλ.</b> και λ. [[στέμβω]]. | |mltxt=ΝΜΑ, και [[στέπτω]] Α<br />[[περιβάλλω]] κάποιον ή [[κάτι]] με [[στέφανο]], [[στεφανώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθέτω]] το [[στέμμα]] στην [[κεφαλή]] ηγεμόνα που [[μόλις]] ανήλθε στον θρόνο, [[τελώ]] την επίσημη [[τελετή]] της ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε [[αυτοκράτορας]] το 1804»)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] το γαμήλιο [[στέφανο]] στο [[κεφάλι]] κάποιου [[κατά]] την [[ιεροτελεστία]] του γάμου («στέφεται ο [[δούλος]] του θεού»)<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ ως ουσ.) <i>οι εστεμμένοι</i><br />οι βασιλείς ή οι ηγεμόνες πριγκιπικού οίκου<br /><b>μσν.</b><br />(για τους χριστιανούς ιερομάρτυρες) ανακηρύσσομαι [[νικητής]] στον αγώνα [[εναντίον]] του κακού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>στέφομαι</i><br />(για νικητή σε αγώνα) [[παίρνω]] [[στέφανο]] ως έπαθλο («στεφθείς [[παγκράτιον]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] [[ολόγυρα]], [[περιβάλλω]] («ἀμφὶ δὲ οἱ κεφαλῇ [[νέφος]] ἔστεφε δῑα θεάων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με άρχοντα) [[απονέμω]] [[αξίωμα]] με [[στέψη]] της κεφαλής («ὁ στρατηγὸς ἔστεψεν εἰς γυμνασίαρχον τὸν δεῑνα», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[στεφανώνω]] [[ποτήρι]] ή [[φιάλη]] με φύλλα<br /><b>4.</b> [[τιμώ]] κάποιον κάνοντας σπονδές («χοαῑσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> συστρέφομαι, περιτυλίσσομαι<br /><b>6.</b> (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>στέφουσα</i><br />[[ονομασία]] αγάλματος του Πραξιτέλους, η στεφανοῡσα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχική σημ. του ρ. [[στέφω]] «[[τοποθετώ]] [[ολόγυρα]], [[περιβάλλω]]» (από όπου προήλθε η σημ. «[[περιβάλλω]] με [[στεφάνι]], [[στεφανώνω]]») θα επέτρεπε πιθ. την [[αναγωγή]] του στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>steb</i>(<i>h</i>)- «[[στηρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>stabhn</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[στερεώνω]], [[συγκρατώ]], [[στηρίζω]]»). Το ρ. [[στέφω]] εμφανίζει σημασιολογική [[διαφορά]] σε [[σχέση]] με τη [[ρίζα]], η οποία μπορεί να παραβληθεί με την [[εξέλιξη]] της σημ. της λ. [[ἄμπυξ]] «[[διάδημα]]» (<span style="color: red;"><</span> [[πύκα]] «συμπαγώς, [[στερεά]]», [[πυκάζω]] «[[περιβάλλω]], [[ασφαλίζω]]»), Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, στην [[ίδια]] [[ρίζα]] [[αλλά]] με έρρινο [[ένθημα]] <i>stem</i>-<i>b</i>(<i>h</i>)- θα μπορούσαν να αναχθούν οι τ.: <i>στέμδώ</i> «[[κινώ]] εδώ και [[εκεί]]», [[ἀστεμφής]] «[[αμετακίνητος]], [[άκαμπτος]]», [[στόμφος]] (πρβλί και αρχ. ινδ. <i>stambha</i>- «[[στήριγμα]], [[στύλος]]», λιθουαν. <i>stambas</i> «[[στέλεχος]], [[κορμός]]»)<br /><b>βλ.</b> και λ. [[στέμβω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στέφω:''' μέλ. <i>στέψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔστεψα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐστέφθην</i>, παρακ. [[ἔστεμμαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[περιβάλλω]], [[περικλείω]], [[περιθέτω]], Λατ. circumdare, ἀμφὶ κεφαλῇ [[νέφος]] ἔστεφε δῖα θεάων, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., [[θέτω]] γύρω από το [[κεφάλι]] μου [[στεφάνι]], στεφανώνομαι, σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[περιβάλλω]], [[επιστέφω]], [[στεφανώνω]], <i>τινὰ ἄνθεσι</i>, σε Ησίοδ.· <i>μυρσίνης κλάδοις</i>, σε Ευρ. — Μέσ., στέφου [[κάρα]], φόρεσε [[στεφάνι]] στο [[κεφάλι]] [[σου]], σε Ευρ. — Παθ., στεφανώνομαι, επιστέφομαι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στεφανώνω]], δηλ. [[επιβραβεύω]], [[τιμώ]] με σπονδές, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Od.8.170, S.Ant.431, Hyp.Fr.103: impf.
A ἔστεφον Il.18.205, A.Th.50; στέφον Hes.Op.75: fut. στέψω S.Aj.93, E.Tr.576 (anap.): aor. ἔστεψα Pl.Phd.58c:—Med., fut. στέψομαι Ath.15.676d: aor. ἐστεψάμην AP9.363.3 (Mel.), D.H.Rh.1.6, etc., (ἐπ-) Il. 1.470:—Pass., fut. στεφθήσομαι Gal.Protr.13: aor. ἐστέφθην E.Hel. 1360 (lyr.): pf. ἔστεμμαι A.Supp.345, Pl.Phd.58a, etc.; Ion. pf. part. ἐστεθμένος Schwyzer 725 (Milet., vi B.C.), cf. στέθματα.—στεφανόω is more freq., esp. in Prose:—put round, ἀμφὶ δέ οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε δῖα θεάων Il.18.205; ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει Od.8.170; μνημεῖα πρὸς ἅρμ' Ἀδράστου χερσὶν ἔστεφον hung them round it, A.Th. 50; λάφυρα δαΐων . . ἁγνοῖς δόμοις στέψω πρὸ ναῶν ib.279:—Med., put round one's head, ποίην AP9.363 (Mel.); σκόροδα prob. in Ath.15.676d; κύκλους ἐλαίης Orph.A.325; ἰούλους Anacreont.42.10. II encircle, crown, wreath, τινὰ ἄνθεσι Hes.Op.75; σε παγχρύσοις λαφύροις S.Aj.93; κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις E.Alc.759; ἐρίῳ Pl.R.398a; κάρα κισσῷ E.Ba.341; σ. τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου Pl.Phd.58c; νεκρόν Lyc.799; στήλην Call.Epigr.8, cf. AP7.657 (Leon.); ὁ στρατηγὸς ἔστεψέν [τινα] εἰς γυμνασίαρχ[ον] Wilcken Chr.41 ii 8 (iii A.D.):— Med., στέφου κάρα crown thy head, E.Ba.313; ἀμφὶ δὲ φύλλοις στεψάμενοι A.R.1.1124; βάκχοισιν κεφαλὰς περιανθέσιν ἐστέψαντο Nic.Fr. 130:—Pass., to be crowned, A.Supp.345; τινι with a thing, Id.Eu.44; τινος Nonn.D.5.282: with acc. of the games in which the prize is won, στεφθεὶς παγκράτιον CIG4380m10 (Oenoanda); ἔστεψαι τὰ Ὀλύμπια Luc.Merc.Cond.13; ποσσάκις ἐστέφθης δρόμον; IG14.1603 (Rome); στεφθεὶς στάδιν( = στάδιον) ib.1108 (ibid.); of a magistracy, στεφέσθω Ἀχιλλεὺς κοσμητείαν PRyl.77.34 (ii A.D.):— Med., Ἴσθμια καλλικόμοις στεψάμενον πίτυσιν Orph.Fr.290; στεψάμενοι σταδίοις APl.5.371. 2 wreathe a bowl or cup with leaves, Alex.119.6, cf. Ar.Fr.380; γυλλὸς ἐστεμμένος SIG57.26 (Milet., v B.C.); γυλλοὶ ἐστεθμένοι Schwyzer l.c. 3 crown or honour with libations, χοαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν σ. S.Ant.431; τύμβον λοιβαῖσι . . στέψαντες Id.El.53; ὅπως . . αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶ στέφωμεν ib.458, cf. E.Or.1322. III Pass., στέφανον τὸν ἐκ τῆς βύβλου στεφόμενον twined of papyrus, Ath.15.676d codd.:—Act., στέφουσα, title of a statue by Praxiteles, v.l. for στεφανοῦσα in Plin. HN34.70. (τὸ στέφειν πλήρωσίν τινα σημαίνει Arist.Fr.101 (arguing from Hom.); cf. ἐπιστέφω, ἐπιστεφής; the orig. sense and etym. are doubtful.)
German (Pape)
[Seite 940] rings od. dicht umgeben (vgl. Buttm. Lexil. I p. 96), umhüllen, umschließen; ἀμφὶ δέ οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε, rings um das Haupt hüllte sie ihm eine dichte Wolke, Il. 18, 205; übertr., θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, ein Gott umhüllt die unansehnliche Gestalt mit Redegabe, so daß jene vor dieser verschwindet, Od. 8, 170; λοιβαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει, sie über ihn ausgießen, Soph. Ant. 427; τύμβον λοιβαῖσι καὶ καροτόμοις χλιδαῖς στέψαντες, El. 53; vgl. Aesch. Ch. 93, τοῖσι πέμπ ουσιν τάδε στέφη; u. Eur. Or. 1321, τὸν τάφον στέψασα καὶ σπείσασα νερτέροις χοάς; überall der ursprüngliche Begriff des Umgebens festzuhalten. – Gew. kränzen, bekränzen; vielleicht ist so schon Hesiod. O. 75 zu nehmen, ἀμφὶ δὲ τήν γε Ὧραι καλλίκομοι στέφον ἄνθεσιν εἰαρινοῖσι, welche Stelle übrigens mit ihrer Umgebung für unächt gehalten wird; αἰδοῦ σὺ πρύμναν πόλεος ὧδ' ἐστεμμένην, Aesch. Suppl. 340; Eum. 44; u. übh. ehren, ὅπως αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶ στέφωμεν ἢ τὰ νῦν δωρούμεθα, Soph. El. 450; καί σε παγχρύσοις ἐγὼ στέψω λαφύροις, Ai. 93; Eur. στέφει κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις, Alc. 762; σὲ ἐπὶ κάρα στέψουσι καλλικόμαν πλόκαμον, I. A. 1080; ἐπειδὰν ὁ ἱερεὺς τοῦ Ἀπόλλωνος στέψῃ τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου, Plat. Phaed. 58 c; ἐρίῳ στέψαντες, Rep. III, 398 a, s. oben; Luc. vrbdt στέφεσθαι τὰ Ὀλύμ πια, de merced. cond. 13.
Greek (Liddell-Scott)
στέφω: Ὀδ. Θ. 170, Σοφ. Ἀντ. 431, Ὑπερείδ.· παρατ. ἕστεφον Ἰλ. Σ. 205, Αἰσχύλ. Θήβ. 50· μέλλ. στέψω Σοφ. Αἴ. 93, Εὐρ. Τρῳ. 576· - ἀόρ. ἔστεψα Ἀττ. - Μέσ., μέλλ. στέψομαι Ἀθήν. 676D· ἀόρ. ἐστεψάμην Ἀνθ. Π. 9. 363, 3, Διον. Ἁλ., κλπ., (ἐπ-) Ἰλ. Α. 470. -Παθ., μέλλ. στεφθήσομαι Γαλην.· ἀόρ. ἐστέφθην Εὐρ. Ἑλ. 1360· πρκμ. ἔστεμμαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 344, Πλάτ., κλπ. - στεφανόω εἶναι συνηθέστερον, μάλιστα παρὰ πεζογράφοις. (Ἐκ τῆς √ΣΤΕΠ ἴδε κατωτ.) παράγονται καὶ τὰ στέφος, στεφ -άνη, στέφ -ανος· πρβλ. Σανσκρ. sthâp- ayimi (stare facio, colloco)· Λατ. stip-s, stip-o, stip-ulor, stip-es· Ἀρχ. Γερμ. stif-t. Παραβάλλοντες τὰς Λατ. λ΄ξεις πρὸς τὴν Ὁμηρικὴν χρῆσιν τοῦ ἐπεστέψαντο (ἴδε ἐν λέξ. ἐπιστέφω), καὶ πρὸς τὸ ἐπιστρφὴς παρ’ Ἀρχιλ. δυνάμεθα νὰ εἰκάσωμεν ὅτι ἡ πρώτη σημασία τῆς λέξ. ἦν τοῦ πληροῦν, γεμίζειν καλῶς, «πατητά», τὸ στέφειν πλήρωσίν τινα σημαίνει Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 108· πρβλ. stipatores ἐκ τοῦ stipo). Ἐν τῇ χρήσει ἡ λέξις σημαίνει περιτίθιμι, Λατ. circumdar, ἀμφί δὲ οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε δῖα θεάων Ἰλ. Σ. 205· ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει Ὀδ. Θ. 171· μνημεῖα χερσίν ἔστεφον πρὸς ἅρμ’ Ἀδράστου, ἀνήρτων ὁλόγυρα περὶ αυτὸ, Αἰσχύλ. Θήβ. 50· λάφυρα δαΐων... ἀνγοῖς δόμοις στέψω πρὸ ναῶν αὐτόθι 278· - Μέσ., βάλλω περὶ τὴν κεφαλὴν μου, ποίην, ῥόδα Ἀνθ. Π. 9. 363, Ἀθήν. 676D, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 323· στ. ἰούλους Mehlh, εἰς Ἀνακρ. 32. 10· - πρβλ. ἀμφιπεριστέφω. II. περιβάλλω, περικυκλῶ, περιστέφω, τινὰ ἄνθεσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 75· παγχρύσος λαφύροις Σοφ. Αἴ. 93· μυρσίνης κλάδοις Εὐρ. Ἄλκ. 759· ἐρίῳ Πλάτ. Πολ. 398Α· κάρα κισσῷ Εὐρ. Βάκχ. 341· στ. τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου Πλάτ. Φαίδων 58C· νεκρὸν Λυκόφρ. 799· στήλην Καλλ. Ἐπιγράμμ. 7, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 657. - Μέσ., στέφου κάρα, στέψον τὴν κεφαλήν σου, Εὐρ. Βάκχ. 313· στέψασθαι φύλλοις, στεφανώνω ἐμαυτὸν μὲ ..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1124· κεφαλάς τινι Νικ. Ἀποσπ. 38. - Παθ., στεφανώνομαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 344· τινι, μέ τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. Εὐμ. 44· τινος Νόνν. Δ. 5. 282· μετ’ αἰτιατ. τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀγῶνος καθ’ ὃν τὸ βραβεῖον ἐλήφθη, στεφθεὶς παγκράτιον Συλλ. Ἐπιγρ. 4380. 10· ἔστεψαι τὰ Ὀλύμπια Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 13· ἐστέφθη δρόμον [ὁ ἵππος] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 625· στεφθεὶς στάδιον αὐτόθι 947. 3· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, στέψασθαι Ἴσθμια, καὶ Νεμέοις ... πίτυσιν Ὀρφ. Ἀποσπ. 15· στεψάμενοι σταδίοις Ἀνθ. Πλαν. 371. 2) στεφανώνω ποτήριον ἢ φιάλην μὲ φύλλα, Ἄλεξ. ἐν «Κύκν.» 1. 6, πρβλ. Ἀριστοφ. παρ’ Ἀθην. 479C, καὶ ἴδε ἐπιστέφω Ι. 3) στεφανώνω, δηλ. τιμῶ διὰ σπονδῶν, λοιβαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στ. Σοφ. Ἀντ. 431· τύμβον λοιβαῖσι ... στέψαντες ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 53· ὅπως ... αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶν στέφωμεν αὐτόθι 458· πρβλ. στεφανόω ΙΙ. 5, στέφος 2, Εὐρ. Ὀρ. 1322. ΙΙΙ. Παθητ., στέφανος ἐκ βύβλου στεφόμενος, συνεστραμμένος ἐκ βύβλου, Ἀθήν. 676D, πρβλ. Πλίν. 34. 19.
French (Bailly abrégé)
f. στέψω, ao. ἔστεψα, pf. inus.
Pass. f. στεφθήσομαι, ao. ἐστέφθην, pf. ἔστεμμαι;
1 répandre autour : ἀμφί τινι νέφος IL une nuée autour de qqn ; entourer, ceindre, couvrir : λοιβαῖσι νέκυν SOPH, τύμβον SOPH, τάφον EUR répandre des libations sur un mort, sur une tombe ; θεὸς μόρφην ἔπεσι στέφει OD litt. le dieu enveloppe sa forme de la parole, càd lui donne l’habileté ou la grâce de la parole (qui fait oublier ce que son extérieur a de disgracieux);
2 couronner : τινά ou τί τινι qqn ou qch d’une couronne ; τινι couronner de qch.
Étymologie: R. Στεφ, entourer ; cf. lat. stips, stipo.
English (Autenrieth)
(cf. stipo): properly to stuff or set close around, put on as a crown, crown with (cf. στεφανόω), Il. 18.205; fig., Od. 8.170.
English (Slater)
στέφω
1 put around “δοιὰ βοῶν θερμὰ πρὸς ἀνθρακιὰν στέψαν” fr. 168. 3.
Spanish
coronar, poner una corona, ir adornado con una corona
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και στέπτω Α
περιβάλλω κάποιον ή κάτι με στέφανο, στεφανώνω
νεοελλ.
1. επιθέτω το στέμμα στην κεφαλή ηγεμόνα που μόλις ανήλθε στον θρόνο, τελώ την επίσημη τελετή της ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε αυτοκράτορας το 1804»)
2. τοποθετώ το γαμήλιο στέφανο στο κεφάλι κάποιου κατά την ιεροτελεστία του γάμου («στέφεται ο δούλος του θεού»)
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ ως ουσ.) οι εστεμμένοι
οι βασιλείς ή οι ηγεμόνες πριγκιπικού οίκου
μσν.
(για τους χριστιανούς ιερομάρτυρες) ανακηρύσσομαι νικητής στον αγώνα εναντίον του κακού
μσν.-αρχ.
μέσ. στέφομαι
(για νικητή σε αγώνα) παίρνω στέφανο ως έπαθλο («στεφθείς παγκράτιον», επιγρ.)
αρχ.
1. θέτω ολόγυρα, περιβάλλω («ἀμφὶ δὲ οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε δῑα θεάων», Ομ. Ιλ.)
2. (σχετικά με άρχοντα) απονέμω αξίωμα με στέψη της κεφαλής («ὁ στρατηγὸς ἔστεψεν εἰς γυμνασίαρχον τὸν δεῑνα», πάπ.)
3. στεφανώνω ποτήρι ή φιάλη με φύλλα
4. τιμώ κάποιον κάνοντας σπονδές («χοαῑσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει», Σοφ.)
5. παθ. συστρέφομαι, περιτυλίσσομαι
6. (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) στέφουσα
ονομασία αγάλματος του Πραξιτέλους, η στεφανοῡσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχική σημ. του ρ. στέφω «τοποθετώ ολόγυρα, περιβάλλω» (από όπου προήλθε η σημ. «περιβάλλω με στεφάνι, στεφανώνω») θα επέτρεπε πιθ. την αναγωγή του στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας steb(h)- «στηρίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. stabhnāti «στερεώνω, συγκρατώ, στηρίζω»). Το ρ. στέφω εμφανίζει σημασιολογική διαφορά σε σχέση με τη ρίζα, η οποία μπορεί να παραβληθεί με την εξέλιξη της σημ. της λ. ἄμπυξ «διάδημα» (< πύκα «συμπαγώς, στερεά», πυκάζω «περιβάλλω, ασφαλίζω»), Σύμφωνα με την άποψη αυτή, στην ίδια ρίζα αλλά με έρρινο ένθημα stem-b(h)- θα μπορούσαν να αναχθούν οι τ.: στέμδώ «κινώ εδώ και εκεί», ἀστεμφής «αμετακίνητος, άκαμπτος», στόμφος (πρβλί και αρχ. ινδ. stambha- «στήριγμα, στύλος», λιθουαν. stambas «στέλεχος, κορμός»)
βλ. και λ. στέμβω.
Greek Monotonic
στέφω: μέλ. στέψω, αόρ. αʹ ἔστεψα — Παθ., αόρ. αʹ ἐστέφθην, παρακ. ἔστεμμαι·
1. περιβάλλω, περικλείω, περιθέτω, Λατ. circumdare, ἀμφὶ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε δῖα θεάων, σε Ομήρ. Ιλ.· θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., θέτω γύρω από το κεφάλι μου στεφάνι, στεφανώνομαι, σε Ανθ.
II. 1. περιβάλλω, επιστέφω, στεφανώνω, τινὰ ἄνθεσι, σε Ησίοδ.· μυρσίνης κλάδοις, σε Ευρ. — Μέσ., στέφου κάρα, φόρεσε στεφάνι στο κεφάλι σου, σε Ευρ. — Παθ., στεφανώνομαι, επιστέφομαι, σε Αισχύλ.
2. στεφανώνω, δηλ. επιβραβεύω, τιμώ με σπονδές, σε Σοφ.