καθάπτω: Difference between revisions
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(5) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καθάπτω:''' Ιων. κατ-, μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δένω]], [[προσαρτώ]], [[προσαρμόζω]] ή [[τοποθετώ]] [[επάνω]] σε, <i>τί τινι</i>, σε Σοφ.· ομοίως και, κ. τι [[ἀμφί]] τινι, σε Ευρ.· [[ἐπί]] τι, σε Ξεν. — Παθ., <i>βρόχῳ καθημμένος</i> (μτχ. παρακ.), σφιγμένος με το [[σχοινί]] της αγχόνης, της κρεμάλας, δηλ. κρεμασμένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ντύνω]], [[περιβάλλω]], [[καλύπτω]] με ενδύματα· σε Μέσ., <i>σκευῆ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> αμτβ. με Μέσ. [[σημασία]], [[κρατώ]], [[λαμβάνω]], έχω στην [[κατοχή]] μου, <i>τινός</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσι</i>, με θετική ή αρνητική [[σημασία]], όπως, σὺ [[τόν]] γ' ἐπέεσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι ή <i>μειλιχίοις</i>, να τον πιάσεις, να τον πλευρίσεις ή να του απευθυνθείς με [[καλά]], μαλακά [[λόγια]], σε Όμηρ.· ή ἀντιβίοις [[ἐπέεσσι]] καθαπτόμενος, προσβάλλοντας ή πραγματοποιώντας λεκτική [[επίθεση]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[χωρίς]] επιθ. προσδιορισμούς, [[ονειδίζω]], [[παρενοχλώ]] ή [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, <i>γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, [[ονειδίζω]], σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης όπως το Λατ. antestari, [[θεῶν]] καταπτόμενος, επικαλούμενος αυτούς, σε Ηρόδ.·<br /><b class="num">3.</b> [[πιάνω]], [[κρατώ]], [[καταλαμβάνω]], [[επιβάλλω]], <i>τυραννίδος</i>, σε Σόλ.· <i>βρέφεος</i>, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''καθάπτω:''' Ιων. κατ-, μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δένω]], [[προσαρτώ]], [[προσαρμόζω]] ή [[τοποθετώ]] [[επάνω]] σε, <i>τί τινι</i>, σε Σοφ.· ομοίως και, κ. τι [[ἀμφί]] τινι, σε Ευρ.· [[ἐπί]] τι, σε Ξεν. — Παθ., <i>βρόχῳ καθημμένος</i> (μτχ. παρακ.), σφιγμένος με το [[σχοινί]] της αγχόνης, της κρεμάλας, δηλ. κρεμασμένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ντύνω]], [[περιβάλλω]], [[καλύπτω]] με ενδύματα· σε Μέσ., <i>σκευῆ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> αμτβ. με Μέσ. [[σημασία]], [[κρατώ]], [[λαμβάνω]], έχω στην [[κατοχή]] μου, <i>τινός</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσι</i>, με θετική ή αρνητική [[σημασία]], όπως, σὺ [[τόν]] γ' ἐπέεσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι ή <i>μειλιχίοις</i>, να τον πιάσεις, να τον πλευρίσεις ή να του απευθυνθείς με [[καλά]], μαλακά [[λόγια]], σε Όμηρ.· ή ἀντιβίοις [[ἐπέεσσι]] καθαπτόμενος, προσβάλλοντας ή πραγματοποιώντας λεκτική [[επίθεση]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[χωρίς]] επιθ. προσδιορισμούς, [[ονειδίζω]], [[παρενοχλώ]] ή [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, <i>γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, [[ονειδίζω]], σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης όπως το Λατ. antestari, [[θεῶν]] καταπτόμενος, επικαλούμενος αυτούς, σε Ηρόδ.·<br /><b class="num">3.</b> [[πιάνω]], [[κρατώ]], [[καταλαμβάνω]], [[επιβάλλω]], <i>τυραννίδος</i>, σε Σόλ.· <i>βρέφεος</i>, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καθ-άπτω, Ion. κατάπτω, Hom. alleen med. vastmaken, act. met acc. en dat.:; καθῆψεν ὤμοις τοῖς ἐμοῖς... ὑφαντὸν ἀμφίβληστρον hij bevestigde het geweven shirt aan mijn schouders Soph. Tr. 1051; pass.:; βρόχῳ καθημμένην aan een strop hangend Soph. Ant. 1222; ook med.:; κισσὸν ἐφ ’ ἱμερτῷ κρατὶ καθαπτόμενος zich tooiend met klimop op zijn begeerlijk hoofd AP 9. 338; met gen.: zich hechten aan, vastgrijpen:; καθῆψεν τῆς χειρὸς αὐτοῦ hij (de slang) beet zich in zijn hand vast NT Act. Ap. 28.3; ook med.:; καθαπτομένα βρέφεος χείρεσσι φίλῃσιν terwijl zij de baby in haar liefhebbende armen nam Theocr. 17.65; geneesk. gevoelig zijn voor iets:. ψόφου voor lawaai Hp. zich (met woorden) richten tot, alleen med., met acc.:; ἀλλὰ σὺ τόν γ ’ ἐπέεσσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσιν kom, wend jij je tot hem met vriendelijke woorden Il. 1.582; ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος tegensprekend Od. 18.415; ongunstig berispen:; ἐπέεσσι καθάπτετο θοῦρον ῎Αρηα zij berispte de woeste Ares Il. 15.127; καθαπτόμενος φίλον ἦτορ hij verweet zichzelf Od. 20.22; met gen. bekritiseren:; σευ μάλιστα κατάπτονται οἱ ἐχθροί uw vijanden bekritiseren u vooral Hdt. 6.69.4; zich beroepen op:. θεῶν σε... καταπτόμενος ἱκετεύω met een beroep op de goden smeek ik je Hdt. 6.68.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. κατ-,
A fasten or fix on, put upon, καθῆψεν ὤμοις . . ἀμφίβληστρον S.Tr.1051; κ. τι ἀμφί τινι E.Ion1006; τι ἐπί τι X.Cyn. 6.9; τι εἴς τι Plb.8.6.3; τι ἔκ τινος Plu.2.647e; ἄγκυραν καθάψας having made it fast, Philem.213.10; τὰ ὀστέα καθάπτει τὰ νεῦρα Arist. Spir.483b31:—Med., κισσὸν ἐπὶ κρατὶ καθάπτεσθαι Theoc.Ep.3.4:— Pass., βρόχῳ καθημμένος S.Ant.1222, cf. Theoc.Adon.11. 2 equip by fastening or hanging on, in Med., σκευῇ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι E.Rh.202, cf. AP9.19 (Arch.):—Pass., νεβρίνῃ καθημμένος δορᾷ with a fawn-skin slung round him, S.Ichn.219; καθημμένοι νεβρίδας Str.15.1.71. 3 intr., attach itself, εἴς τι, πρός τι, Arist.HA514b30, 515a3; later = 11.5, fasten upon, τῆς χειρός τινος Act.Ap.28.3, cf. Poll.1.164. II used by Hom. only in Med., καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσσι, in good or bad sense, as, σὺ τόν γ' ἐπέεσσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι do thou accost him... Il.1.582; μαλακοῖσι καθαπτόμενος ἐπέεσσιν Od.10.70; μειλιχίοις ἐπέεσσι κ. 24.393; but also ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος assailing . ., 18.415, 20.323; χαλεποῖσι κ. ἐπέεσσι Hes.Op.332: without a qualifying Adj., accost, assail, ἐπέεσσι καθάπτετο θοῦρον Ἄρηα Il.15.127, cf. Od.2.240; without ἐπέεσσι, γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν 2.39, cf. 20.22, Il.16.421. 2 after Hom., c. gen., upbraid, Hdt.6.69, Th.6.16, Pl.Cri.52a, X.HG 1.7.4: abs., Th.6.82. 3 in military sense, attack, καθαψάμενοι τῆς οὐραγίας Plb.1.19.14. 4 appeal to, θεῶν . . καταπτόμενος appealing to them, Hdt.6.68; Δημαρήτου καὶ ἄλλων μαρτύρων Id.8.65. 5 lay hold of, τυραννίδος Sol.32.3; βρέφεος χείρεσσι Theoc.17.65; τῆς θαλάσσης take to the sea, Philostr.VA3.23: Act., καθάπτων τοῦ τραχήλου Arr.Epict.3.20.10(cf. 1.3). 6 to be sensitive in respect of, ψόφου Hp.Prorrh.1.16.
German (Pape)
[Seite 1280] anknüpfen; τὴν μὲν βρόχῳ μιτώδει σινδόνος καθημμένην κατείδομεν, aufgeknüpft, Soph. Ant. 1207; καθῆψεν ὤμοις τοῖς ἐμοῖς Ἐρινύων ὑφαντὸν ἀμφίβληστρον, er schlang um meine Schultern das Netz, Trach. 1040; δρυῒ καθῆψεν ἔντεα Diosc. 13 (VII, 430); in Prosa, καθάπτων τοὺς περιδρόμους ἐπὶ τὴν γῆν Xen. Cyn. 6, 9; τὰς πρώρας εἰς ἀκίνητον Pol. 8, 8, 3; – anlegen, anziehen, im med., σκευῇ πρεπόντως σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι Eur. Rhes. 202; μίτραις κῶλα καθαψάμενος Archi. 24 (IX, 19); übertr., καθηψάμην τυραννίδος Sol. bei Plut. Sol. 14; so adj. verb., θύρσοισι καὶ νεβρῶν δοραῖς καθαπτός Eur. bei Ar. Ran. 1212, was Suid. ἐνδεδυμένος erkl. – Aber καθαπτὸν ὄργανον ist ein Instrument, das durch Berührung gespielt, geschlagen wird, Ath. IV, 174 c. – Im N. T. = Vorigem; τόξου καθάψαι Poll. 1, 164. – Auch intr., εἴς τι, bis wohin reichen, Arist. H. A. 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
καθάπτω: Ἰων. κατάπτω: μέλλ. -ψω. Θέτω ἐπάνω εἴς τι, κρεμῶ ἢ προσάπτω τι εἴς τι, περιβάλλω, οἷον τόδ’ ἡ δολῶπις Οἰνέως κόρη καθῆψεν ὤμοις τοῖς ἐμοῖς Ἐρινύων ὑφαντὸν ἀμφίβληστρον Σοφ. Τρ. 1051· οὕτω, καθ. τι ἀμφί τινι Εὐρ. Ἴων. 1006· ἐπὶ τι Ξεν. Κυν. 6, 9· τι εἴς τι Πολύβ. 8. 8, 3· τι ἔκ τινος Πλούτ. 2. 647Ε· ἄγκυραν καθάψας, στερεώσας, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· τὰ ὀστέα καθάπτει τὰ νεῦρα Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5. 10. - Μέσ., κισσὸν ἐπὶ κρατὶ καθάπτεσθαι Θεόκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 4, - Παθ., βρόχῳ καθημμένος Σοφ. Ἀντ. 1222, πρβλ. Θεόκρ. 30. 11 2) ἐνδύω, περιβάλλω, ἐν Μέσ., σκευῇ σῶμ’ ἐμὸν καθάψομαι Εὐρ. Ρῆσ. 202, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 19. - Παθ., καθημμένοι νεβρίδας ἐνδεδυμένοι μὲ δέρματα νεβρῶν, Στράβ. 719· ἴδε καθαπτός. 3) ἀμετάβ., προσκολλῶμαι, εἰς τι, πρός τι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 9 καὶ 12· - παρὰ μεταγεν. μάλιστα σπανίως ἐπὶ τῆς μέσ. σημασ. (ΙΙ), πιάνω, κρατῶ τι, προσκολλῶμαι εἴς τι, ἔχιδνα ἐκ θέρμης ἐξελθοῦσα καθῆψε τῆς χειρὸς αὐτοῦ Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 3, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 10· τόξου καθάψαι, λαβεῖν αὐτὸ εἰς χεῖρας, Πολυδ. Α΄, 164. ΙΙ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσσι, ἐπὶ καλῆς ἢ κακῆς σημασίας, ὡς, σὺ τον γ’ ἐπέεσσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι, «νὰ τὸν πιάσῃς μὲ μαλακὰ λόγια», Ἰλ. Α. 582· μαλακοῖσι καθαπτόμενος ἐπέεσσιν Ὀδ. Κ. 70· μειλιχίοις ἐπέεσσι καθ. Ω. 293· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἀντιβίοις ἐπέεσσιν καθαπτόμενος, ὀνειδίζων διὰ λόγων ἐναντίων, Σ. 415, Υ. 323· χαλεποῖσι καθ. ἐπέεσσιν Ἐργ. κ. ἡμ. 330· ὡσαύτως ἄνευ ἐπιθετικοῦ προσδιορισμοῦ, ὀνειδίζω, ἐπέεσσι καθάπτετο θοῦρον Ἄρηα Ἰλ. Ο. 127, πρβλ. Ὀδ. Β. 240· τέλος καὶ ἄνευ τοῦ ἐπέεσσι, γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν Β. 39, πρβλ. Υ. 22, Ἰλ. Π. 421. 2) μεθ’ Ὅμηρον, ἀείποτε μετὰ γεν., ἐπιτίθεμαι, προσβάλλω, ὀνειδίζω, Ἡρόδ. 6. 69, Θουκ. 6. 16. Πλουτ. Κρίτων 52Α, Ξεν. Ἑλλ, 1. 7, 4· ἀπολ., Θουκ. 6. 82· ὡσαύτως, καθάπτεσθαι τῆς οὐραγίας Πολύβ. 1. 19, 14: - ἀλλὰ παρ’ Ἡροδ., ὡσαύτως, ὡς τὸ Λατ. antestari, θεῶν … καταπτόμενος, ἐπιμαρτυρόμενος, ἐπικαλούμενος αὐτούς, 6. 68· Δημαρήτου καὶ ἄλλων μαρτύρων 8. 65. 3) ἅπτομαι, τυραννίδος δὲ … οὐ καθηψάμην Σόλων 27. 3· βρέφεος χείρεσσι Θεόκρ. 17.65· τοῦ τραχήλου Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 10. 4) ἀντιλαμβάνομαί τινος, εἶμαι εὐαίσθητος πρός τι, ψόφου Ἱππ. 68D.
French (Bailly abrégé)
f. καθάψω, ao. καθῆψα;
I. tr. 1 attacher de haut en bas ; suspendre : ὤμοις ἀμφίβληστρον SOPH jeter un manteau autour de ses épaules ; βρόχῳ καθημμένη SOPH pendue au moyen d’un lacet;
2 p. ext. attacher à : τι ἐπί τι ou εἴς τι ou ἔκ τινος une chose à une autre;
II. intr. s’attacher à, gén.;
Moy. καθάπτομαι (f. καθάψομαι);
1 s’attacher à ; tenir fortement : τυραννίδος SOL s’emparer de la royauté;
2 particul. s’adresser à : τινα ἐπέεσσι adresser à qqn des paroles bienveillantes ou blessantes (litt. s’attacher ou s’attaquer à qqn par des paroles) ; φίλον ἦτορ OD parler à son propre cœur, càd se parler à soi-même ; postér. en mauv. part s’attaquer à, gén.;
3 se rattacher à qqn (comme à un soutien) ; invoquer, attester, prendre à témoin : τινος qqn.
Étymologie: κατά, ἅπτω.
English (Strong)
from κατά and ἅπτομαι; to seize upon: fasten on.
English (Thayer)
1st aorist καθηψα;
1. to fit or fasten to, bind on.
2. to lay hold of, fasten on (hostilely): τῆς χειρός αὐτοῦ, Winer's Grammar, 257 (241)); τοῦ τραχήλου, Epictetus diss. 3,20, 10. (In middle from Homer down (with the genitive from Herodotus on).)
Greek Monolingual
(AM καθάπτω, Α ιων. τ. κατάπτω)
1. συνάπτω δύο πράγματα, συνδέω, προσδένω το ένα πάνω στο άλλο
2. (το μέσ.) καθάπτομαι
θίγω, προσβάλλω, διασύρω, επιτίθεμαι (α. «το δημοσίευμα καθάπτεται της τιμής του στρατηγού» β. «ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο λέγοντες», Πλάτ.)
αρχ.
1. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, περιβάλλω («καθῆψεν ὤμοις... ἀμφίβληστρον», Σοφ.)
2. στερεώνω («τὰ ὀστέα καθάπτει τὰ νεῡρα», Αριστοτ.)
2. προσκολλώμαι σε κάτι
3. σφίγγω πάνω σε κάτι («καθάπτειν τῆς χειρός τινος», ΚΔ)
4. μέσ. καθάπτομαι
α) ντύνομαι, περιβάλλομαι με κάτι («σκευῆ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι», Ευρ.)
β) μιλώ σε κάποιον, απευθύνομαι σε κάποιον («γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν», Ομ. Οδ.)
γ) επιπλήττω κάποιον, κάνω παρατήρηση
δ) (με στρατ. έννοια) επιτίθεμαι
ε) επικαλούμαι κάποιον («θεῶν... καταπτόμενος», Ηρόδ.)
στ) αγγίζω («βρέφεος χείρεσσι καταπτόμενος», Θεόκρ.)
ζ) αντιλαμβάνομαι κάτι («καθάπτεσθαι ψόφου», Ιπποκρ.)
η) φρ. «καθάπτομαι ἐπέεσσι»
i) μιλώ σε κάποιον με καλά ή με άσχημα λόγια («μαλακοῑσι καθαπτόμενος ἐπέεσσιν», Ομ. Οδ.)
ii) ονειδίζω, κατηγορώ («ἐπέεσσι καθάπτετο θοῡρον Ἄρηα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + άπτω].
Greek Monotonic
καθάπτω: Ιων. κατ-, μέλ. -ψω·
I. 1. δένω, προσαρτώ, προσαρμόζω ή τοποθετώ επάνω σε, τί τινι, σε Σοφ.· ομοίως και, κ. τι ἀμφί τινι, σε Ευρ.· ἐπί τι, σε Ξεν. — Παθ., βρόχῳ καθημμένος (μτχ. παρακ.), σφιγμένος με το σχοινί της αγχόνης, της κρεμάλας, δηλ. κρεμασμένος, σε Σοφ.
2. ντύνω, περιβάλλω, καλύπτω με ενδύματα· σε Μέσ., σκευῆ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι, σε Ευρ.
3. αμτβ. με Μέσ. σημασία, κρατώ, λαμβάνω, έχω στην κατοχή μου, τινός, σε Καινή Διαθήκη
II. 1. Μέσ., καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσι, με θετική ή αρνητική σημασία, όπως, σὺ τόν γ' ἐπέεσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι ή μειλιχίοις, να τον πιάσεις, να τον πλευρίσεις ή να του απευθυνθείς με καλά, μαλακά λόγια, σε Όμηρ.· ή ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος, προσβάλλοντας ή πραγματοποιώντας λεκτική επίθεση, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, χωρίς επιθ. προσδιορισμούς, ονειδίζω, παρενοχλώ ή προσβάλλω, επιτίθεμαι, γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν, στον ίδ.
2. με γεν., προσβάλλω, επιτίθεμαι, ονειδίζω, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης όπως το Λατ. antestari, θεῶν καταπτόμενος, επικαλούμενος αυτούς, σε Ηρόδ.·
3. πιάνω, κρατώ, καταλαμβάνω, επιβάλλω, τυραννίδος, σε Σόλ.· βρέφεος, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-άπτω, Ion. κατάπτω, Hom. alleen med. vastmaken, act. met acc. en dat.:; καθῆψεν ὤμοις τοῖς ἐμοῖς... ὑφαντὸν ἀμφίβληστρον hij bevestigde het geweven shirt aan mijn schouders Soph. Tr. 1051; pass.:; βρόχῳ καθημμένην aan een strop hangend Soph. Ant. 1222; ook med.:; κισσὸν ἐφ ’ ἱμερτῷ κρατὶ καθαπτόμενος zich tooiend met klimop op zijn begeerlijk hoofd AP 9. 338; met gen.: zich hechten aan, vastgrijpen:; καθῆψεν τῆς χειρὸς αὐτοῦ hij (de slang) beet zich in zijn hand vast NT Act. Ap. 28.3; ook med.:; καθαπτομένα βρέφεος χείρεσσι φίλῃσιν terwijl zij de baby in haar liefhebbende armen nam Theocr. 17.65; geneesk. gevoelig zijn voor iets:. ψόφου voor lawaai Hp. zich (met woorden) richten tot, alleen med., met acc.:; ἀλλὰ σὺ τόν γ ’ ἐπέεσσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσιν kom, wend jij je tot hem met vriendelijke woorden Il. 1.582; ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος tegensprekend Od. 18.415; ongunstig berispen:; ἐπέεσσι καθάπτετο θοῦρον ῎Αρηα zij berispte de woeste Ares Il. 15.127; καθαπτόμενος φίλον ἦτορ hij verweet zichzelf Od. 20.22; met gen. bekritiseren:; σευ μάλιστα κατάπτονται οἱ ἐχθροί uw vijanden bekritiseren u vooral Hdt. 6.69.4; zich beroepen op:. θεῶν σε... καταπτόμενος ἱκετεύω met een beroep op de goden smeek ik je Hdt. 6.68.1.