ὑποφέρω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποφέρω:''' μέλ. <i>ὑπ-[[οίσω]]</i>, αόρ. αʹ <i>ὑπήνεγκα</i> (Ιων. <i>ὑπήνεικα</i>) ή αόρ. βʹ <i>ὑπήνεγκον</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φέρω]] κάποιον [[εκτός]] κινδύνου· [[ιδίως]], τον [[βγάζω]] από κίνδυνο, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[υποφέρω]] ή [[βαστώ]] με το να βρίσκομαι από [[κάτω]], [[ανέχομαι]], [[κουβαλώ]] ένα φορτίο, [[βάρος]], σε Ξεν.· μεταφ., [[ανέχομαι]], [[υπομένω]], [[βαστώ]], [[αντέχω]], βαστάω, [[υποκύπτω]], παραδίνομαι σε, <i>πόνους καὶ κινδύνους</i>, σε Ισοκρ.· [[γῆρας]] καὶ πενίαν, σε Αισχίν. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[προσφέρω]], [[προτείνω]], [[παρουσιάζω]], σε Σοφ.· [[προσποιούμαι]], [[προφασίζομαι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> [[φέρω]] προς τα [[κάτω]] — Παθ., παρασύρομαι από το [[ρεύμα]], σε Πλούτ.· μεταφ., [[γλιστρώ]] ή (κατα)βυθίζομαι, [[καταρρέω]], στον ίδ.
|lsmtext='''ὑποφέρω:''' μέλ. <i>ὑπ-[[οίσω]]</i>, αόρ. αʹ <i>ὑπήνεγκα</i> (Ιων. <i>ὑπήνεικα</i>) ή αόρ. βʹ <i>ὑπήνεγκον</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φέρω]] κάποιον [[εκτός]] κινδύνου· [[ιδίως]], τον [[βγάζω]] από κίνδυνο, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[υποφέρω]] ή [[βαστώ]] με το να βρίσκομαι από [[κάτω]], [[ανέχομαι]], [[κουβαλώ]] ένα φορτίο, [[βάρος]], σε Ξεν.· μεταφ., [[ανέχομαι]], [[υπομένω]], [[βαστώ]], [[αντέχω]], βαστάω, [[υποκύπτω]], παραδίνομαι σε, <i>πόνους καὶ κινδύνους</i>, σε Ισοκρ.· [[γῆρας]] καὶ πενίαν, σε Αισχίν. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[προσφέρω]], [[προτείνω]], [[παρουσιάζω]], σε Σοφ.· [[προσποιούμαι]], [[προφασίζομαι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> [[φέρω]] προς τα [[κάτω]] — Παθ., παρασύρομαι από το [[ρεύμα]], σε Πλούτ.· μεταφ., [[γλιστρώ]] ή (κατα)βυθίζομαι, [[καταρρέω]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποφέρω:''' (fut. [[ὑποίσω]], aor. 1 ὑπήνεγκα - эп. [[ὑπήνεικα]], aor. 2 ὑπήνεγκον)<br /><b class="num">1)</b> уносить прочь (τὴν ναῦν εἰς τὴν θάλασσαν Plut.): μ᾽ [[ὑπήνεικαν]] ταχέες πόδες Hom. меня унесли быстрые ноги;<br /><b class="num">2)</b> уносить вниз (τοῖς ποταμος ὑποφέρεσθαι Plut.): ὑποφέρεσθαι κατὰ κρημνῶν ὀλισθήματα Plut. скатываться по скользким скалам; τὰ πράγματα [[μοχθηρῶς]] ὑποφερόμενα Plut. дела, которые идут все хуже и хуже; ὑποφέρεσθαι πταίσμασί τινος Plut. приходить из-за чьих-л. ошибок в упадок; δι᾽ ἀσθένειαν ὑποφέρεσθαι Plut. уступать по слабости (характера); ὑποφέρεσθαι κατὰ [[μικρόν]] Plut. мало-помалу отставать (от истинного календаря); ἡ ὑποφερομένη Μαρίου [[στάσις]] Plut. приходящая в упадок партия Мария;<br /><b class="num">3)</b> выносить снизу: ὑ. τὸ [[ὑποκείμενον]] Arst. удалять подпору;<br /><b class="num">4)</b> подгибать, поджимать (τὰ ὀπίσθια σκέλη Arst.);<br /><b class="num">5)</b> подставлять (τι ταῖς πληγαῖς Plut.);<br /><b class="num">6)</b> наносить (θανασίμους [[πληγάς]] Plut.);<br /><b class="num">7)</b> поддерживать, нести на себе (δᾷδα ἡμμένην Plut.): [[ὅπλα]] ὑ. Xen. нести оружие (за кем-л.); τὰ τὰ σημεῖα δόρατα ὑποφέροντα Plut. копья с находящимися на них значками;<br /><b class="num">8)</b> приводить, доводить: ὑ. εἰς νουθεσίαν καὶ διόρθωσιν Plut. наставлять и исправлять; πρὸς τὸ [[κομπῶδες]] ὑποφέρεσθαι Plut. впадать в хвастливый тон;<br /><b class="num">9)</b> выносить, переносить, выдерживать, терпеть (πόνους καὶ κινδύνους Isocr.; τὰς τῆς τύχης μεταβολάς Polyb.);<br /><b class="num">10)</b> предлагать (σπονδαὶ ὑποφερόμεναι Xen.);<br /><b class="num">11)</b> выставлять в качестве предлога, приводить в свое оправдание (τι Xen.);<br /><b class="num">12)</b> подсказывать, внушать (ἐλπίδα τινός Soph.).
}}
}}

Revision as of 05:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφέρω Medium diacritics: ὑποφέρω Low diacritics: υποφέρω Capitals: ΥΠΟΦΕΡΩ
Transliteration A: hypophérō Transliteration B: hypopherō Transliteration C: ypofero Beta Code: u(pofe/rw

English (LSJ)

fut.

   A ὑποίσω S.El.834 (lyr.), Phld.Lib.p.28 O.: aor. ὑπήνεγκον Arist.Pol.1267a27, Ep. ὑπήνεικα Il.5.885:—carry away under, esp. bear out of danger, ἀλλά μ' ὑπήνεικαν ταχέες πόδες Il. l.c.:—Pass., to be taken from under, ἐὰν [τὸ ὑποκείμενον] ὑποφέρηται Arist.IA705a9.    2 bring close together, τὰ ὀπίσθια σκέλη (sc. ἐπὶ τὰ ἔμπροσθεν) Id.HA604b1.    II bear or carry by being under, bear a burden, τὰ ὅπλα, of an armour-bearer, X.Cyr.4.5.57; τῶν τὰ σημεῖα δοράτων ὑποφερόντων Plu.Sull.7:—Pass., to be supported, τοῖς σκέλεσι Arist.Pr. 882b29.    2 metaph., endure, submit to, πόνους καὶ κινδύνους Isoc. 3.64, cf. X.Eq.Mag.1.3; κινδύνους καὶ φόβους Pl.Tht.173a; ῥαθύμως ὀργήν Id.Lg.879c; τὸν τῶν ὁμιλητικῶν τρόπον Isoc.1.30; γῆρας καὶ πενίαν Aeschin.1.88 (v.l. ἀμύνεσθαι) ; εἰσφοράς X.Oec.2.6; ἀναλώματα D.59.42; πόλεμον ὑπενεγκεῖν Arist.Pol.1267a27; ὑ. παρρησίαν Phld. Lib.p.62 O.; ἀδικίας Sammelb.5238.22 (i A. D.); τὰ φυτὰ . . ἀνέμων ἐμβολὰς ὑ. Sor.1.96; οὐ γὰρ αὐτὸς ὑποφέρω κίνησιν I do not trouble to move, PFlor.362.10 (ii A. D.).    III bear or carry behind, δίφρους τινί Ael.VH4.22.    2 subjoin, add in speaking, D.H.7.16, Longin. 16.4.    IV hold out, present, δᾷδα Plu.Publ.23; τὰ σεσιδηρωμένα μέρη ταῖς πληγαῖς Id.Cam.41; πληγὰς ὑ. inflict them, Id.Eum.7; οὐκ ὀλίγην βλάβην ὑποφέρει με( = μοι) inflicts, POxy.488.19 (ii/iii A. D.).    2 metaph., hold out, suggest, proffer, εἰ τῶν . . οἰχομένων . . ἐλπίδ' ὑποίσεις S.El.834 (lyr.); ὑπέφερον τοὺς μῆνας proposed the (holy) months, i.e. a truce, X.HG4.7.2; σπονδὰς ἀδίκως ὑποφερομένας ibid.    b ὑποφέρονται γραμμαί τινες αἱματώδεις there are suggestions of lines (in the foetus), Ath.Med. ap. Orib.22.9.1.    V carry down, of a river, Plu.2.325a, Poll.1.111; κοιλίη ὑποφέρει χολώδεα Aret.SA2.4; cause to slip or fall, Plu.2.459b, Poll.1.187:—Pass., to be borne down, τοῖς ποταμοῖς Plu.Alex.63; slip down, κατὰ κρημνῶν Id.Mar.23; of the legs, give way under a person, Hp. Int.36.    2 metaph., bring down in numbers, App.BC5.6; in Pass., decline gradually, of consumptive people, Hp.Epid.1.2; ὀρθοστάδην ὑ. ib.3.13, 17.ιγ; εἰς πενίαν App.BC2.2; πόλις ὑποφερομένη πταίσμασι Plu.Comp.Per.Fab.1; στάσιν ὑποφερομένην ἀνακαλεῖσθαι to revive an expiring faction, Id.Sert.4, cf. Lyc.2; of festivals, fall after their due time, Id.Caes.59.    VI bring to a certain point, ὑ. τινὰ εἰς διόρθωσιν Id.Lyc.25:—Pass., to be carried away, ὑ. εἰς ὕβριν Id.Alc.18; πρὸς τὸ κομπῶδες Id.Alex.23.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφέρω: μέλλ. ὑποίσω· ἀόρ. ὑπήνεγκα (Ἰων. ὑπήνεικα) ἢ ὑπήνεγκον. Φέρω τινὰ ἐκτὸς κινδύνου, ἀλλά μ’ ὑπήνεικαν ταχέες πόδες, «ἐξήνεγκον, ἐξήγαγον» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 885. ― Παθ., λαμβάνομαι ἢ ἀφαιροῦμαι ὑποκάτωθεν, ἐὰν ὑποφέρηται τοῦτο (δηλ. τὸ ὑποκείμενον τῷ κινουμένῳ) θᾶττον ἢ ὥστ’ ἔχειν ἀπερείσασθαι Ἀριστοτέλ. περὶ Ζῴων Πορ. 3. 2. 2) φέρω ὑποκάτω, (οἱ ἵπποι ἀρρωστοῦντες) τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ ἐμπρόσθια καὶ ὑποφέρουσιν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 2. ΙΙ. φέρω, δεήσει ὅπλα ὑποφέρειν ἃ ἂν αὐτοῖς διδῶσι, ἐπὶ ὁπλοφόρου, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 5, 57, πρβλ. Πλουτ. Σύλλ. 7. ― Παθ., ὑποβαστάζομαι, ὑποστηρίζομαι, τοῖς σκέλεσι Ἀριστ. Προβλ. 5. 19. 2) μεταφορ., φέρω, ὑποφέρω, ὑπομένω, πόνους καὶ κινδύνους Ἰσοκρ. 40Α, πρβλ. Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 3· κινδύνους καὶ φόβους Πλάτ. Θεαίτ. 173Α· ὀργήν τινος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 879C· τὸν τρόπον τινὸς Ἰσοκρ. 8D· γῆρας καὶ πενίαν Αἰσχίν. 12. 37· εἰσφορὰς Ξεν. Οἰκ. 2, 6· ἀναλώματα Δημ. 1359. 7· πόλεμον Ἀριστ. Πολιτ. 2. 7, 15. ΙΙΙ. φέρω ὄπισθεν ἑπόμενος, δίφρους τινὶ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 22. 2) ἐπισυνάπτω, προστίθημι ὁμιλῶν, Διονύσ. Ἁλ. 7. 16 (Βατικ. Κῶδ.), Λογγῖν. 16. 4. IV. παρουσιάζω κάτωθεν, προτείνω, προσφέρω, δᾷδα Πλουτ. Ποπλικ. 23· τὰ σεσιδηρωμένα μέρη ταῖς πληγαῖς ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 41· ἐπιφέρω κάτωθεν, ὁ δὲ Νεοπτόλεμος εἰς θάτερον ἐρεισάμενος τὸ γόνυ..., ἠμύνετο μὲν εὐρώστως κάτωθεν, οὐ θανασίμους δὲ πληγὰς ὑποφέρων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμέν. 7. 2) μεταφορ., ὑποδηλῶ τι, εἰ τῶν... οἰχομένων... ἐλπίδ’ ὑποίσεις Σοφ. Ἠλ. 834· προσποιοῦμαι, προφασίζομαι, ἰσχυρίζομαι, ὡς τὸ προφέρω, Ξεν. Ἑλλ. 4. 7, 2. V. παραφέρω, παρασύρω πρὸς τὰ κάτω, ἐπὶ ποταμοῦ, Πλούτ. 2. 325Α, Πολυδ. Α΄, 111, κλπ.· ― κάμνω νὰ ὀλισθήσῃ πρὸς τὰ κάτω καὶ νὰ πέσῃ, Πλούτ. 2. 459Β, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 187· ― Παθ., φέρομαι, παρασύρομαι πρὸς τὰ κάτω, τῷ ποταμῷ Πλουτ. Ἀλέξ. 63· φέρομαι πρὸς τὰ κάτω, κατὰ κρημνῶν ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 23. 2) μεταφορ., ἐν τῷ παθ., πίπτω κατὰ μικρόν, ὀλισθαίνω πρὸς τὰ κάτω ἢ καταβυθίζομαι, εἰς πενίαν Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 2· κατὰ μικρὸν φθείρομαι. κατ’ ὀλίγον καταπίπτω καὶ ἐξασθενοῦμαι, ἐπὶ τῶν φθισικῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄, 939 (ἀλλ. ὑποφθείρομαι)· οὕτω δὲ ἴσως ἑρμηνευτέον τὸ ὀρθοστάδην ὑπ., αὐτόθι τὸ γ΄, 1089, 1111 (εἰ καὶ ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ ἀντέχω, «βαστῶ»)· πόλις πταίσμασιν ὑποφερομένη Πλουτ. Περικλέους καὶ Φαβ. Μαξ. Σύγκρισις 1· ὑποφερομένην ἀνανεωτερίζειν, ἀναζωογονεῖν στάσιν περὶ τὸ τέλος εὑρισκομένην, ὁ αὐτ. ἐν Σερτωρ. 4, πρβλ. Λυκοῦργ. 2· ― ἐπὶ ἑορτῆς ἢ πανηγύρεως, γενομένης μετὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 59. VI. καταβιβάζω εἴς τι σημεῖον, ἐς τοσοῦτον Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 6· ὑπ. τινὰ εἰς διόρθωσιν Πλουτ. Λυκοῦργ. 25. ― Παθ., ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπ. εἰς ὕβριν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 18· πρὸς τὸ κομπῶδες ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 23. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 453.

French (Bailly abrégé)

f. ὑποίσω, ao. ὑπήνεγκα, ao.2 ὑπήνεγκον, pf. ὑπενήνοχα, etc.
I. être dessous et transporter : πόδες μ’ ὑπήνεικαν (p. ὑπήνεγκαν) IL mes pieds m’arrachèrent au danger ; en parl. du courant d’un fleuve ναῦν PLUT porter un navire ; Pass. ὑποφέρεσθαι τῷ ποταμῷ PLUT ou ἐν ποταμῷ LUC descendre un fleuve en bateau en se laissant porter par le courant ; fig. ὑποφέρεσθαι εἴς τι PLUT ou πρός τι PLUT se laisser emporter à qqe excès;
II. être dessous et porter, d’où
1 au propre ὑπ. ὅπλα XÉN porter des armes;
2 fig. supporter, acc.;
3 porter au-dessus de soi, mettre en avant, prétexter, acc.;
III. porter de dessous, d’où
1 lever, élever : δᾷδα PLUT un flambeau ; fig. faire naître, exciter : ἐλπίδα SOPH une espérance;
2 proposer : σπονδάς XÉN un traité;
IV. porter en dessous, d’où
1 porter sens dessus dessous ; déplacer (l’époque d’une fête);
2 faire chanceler, faire tomber ; Pass. être précipité ; abs. πόλις ὑποφερομένη PLUT cité en décadence ; au sens mor. se laisser abattre, se décourager ou s’humilier, s’abaisser;
V. porter sous, exposer à, opposer à : τὰ σεσιδηρωμένα μέρη ταῖς πληγαῖς PLUT opposer aux coups les parties garnies de fer;
VI. porter derrière : τινι δίφρους ÉL suivre qqn en portant des sièges;
VII. porter peu à peu : εἰς διόρθωσιν PLUT amener insensiblement à correction;
Moy. ὑποφέρομαι être souffrant.
Étymologie: ὑπό, φέρω.

English (Autenrieth)

only aor., ὑπήνεικαν, bore me away, Il. 5.885†.

English (Strong)

from ὑπό and φέρω; to bear from underneath, i.e. (figuratively) to undergo hardship: bear, endure.

English (Thayer)

1st aorist ὑπήνεγκα; 2nd aorist infinitive ὑπενεγκεῖν; from Homer down; to bear by being under, bear up (a thing placed on one's shoulders); tropically, to bear patiently, to endure (often so from Xenophon, and Plato down): τί, Job 2:10.)

Greek Monolingual

ὑποφέρω ΝΜΑ φέρω
υπομένω, αντέχω, ανέχομαι κάτι ή κάποιον (α. «δεν μπορεί να τον υποφέρει» β. «ὑποφέρειν τὰς ἀδικίας», πάπ.
γ. «γῆρας καὶ πενίαν ὑπενεγκεῑν», Αισχίν.
δ. «κινδύνους καὶ φόβους ὑποφέρειν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. υποβάλλομαι σε στερήσεις ή σε ταλαιπωρίες (α. «υπέφερε για να σπουδάσει τα παιδιά του» β. «υποφέρουμε από την ανομβρία»)
2. (για ασθενή) πάσχω, ταλαιπωρούμαι (α. «υποφέρει χρόνια τώρα» β. «υποφέρει από ιλίγγους»)
μσν.-αρχ.
φέρνω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «ἀνθρώπους εἰς θάνατον ὑποφέρει», Κλήμ. Αλ.
β. «τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ ἐμπρόσθια καὶ ὑποφέρουσιν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. σηκώνω από κάτω και απομακρύνω, οδηγώ εκτός κινδύνου («ἀλλά μ' ὑπήνεικαν ταχέες πόδες», Ομ. Ιλ.)
2. ωθώ, σπρώχνω προς τα εμπρός («δίφρους τινὶ ὑποφέρειν», Αιλ.)
3. επιφέρω, επισυνάπτω, προσθέτω στην ομιλία μου
4. προτείνω, προσφέρω κάτι
5. παρουσιάζω, υποδηλώνω («εἰ τῶν... οἰχομένων... ἐλπίδ' ὑποίσεις», Σοφ.)
6. προφασίζομαι («οπουδὰς ἀδίκως ὑποφερομένας», Ξεν.)
7. (για ποτάμι) φέρω προς τα κάτω, παρασύρω («ὁ ποταμὸς ὑποφέρει τὴν ναῡν εἰς τὴν θάλασσαν», Πλούτ.)
8. κάνω να πέσει κάτι προς τα κάτω, ρίχνω κάτω («χωρία ὑποφέροντα τοὺς πόδας», Πολυδ.)
9. ελαττώνω, μετριάζω («ὁ πόλεμος τὰ τέλη πεζῶν εἰς τοσοῡτον ὑπενηνόχει», Αππ.)
10. (το παθ.) ὑποφέρομαι
εξασθενώ, χειροτερεύω
11. μτφ. καταντώ, ξεπέφτω («ὑποφέρεσθαι εἰς ὕβριν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ὑποφέρω: μέλ. ὑπ-οίσω, αόρ. αʹ ὑπήνεγκα (Ιων. ὑπήνεικα) ή αόρ. βʹ ὑπήνεγκον,
I. φέρω κάποιον εκτός κινδύνου· ιδίως, τον βγάζω από κίνδυνο, σε Ομήρ. Ιλ.
II. υποφέρω ή βαστώ με το να βρίσκομαι από κάτω, ανέχομαι, κουβαλώ ένα φορτίο, βάρος, σε Ξεν.· μεταφ., ανέχομαι, υπομένω, βαστώ, αντέχω, βαστάω, υποκύπτω, παραδίνομαι σε, πόνους καὶ κινδύνους, σε Ισοκρ.· γῆρας καὶ πενίαν, σε Αισχίν. κ.λπ.
III. προσφέρω, προτείνω, παρουσιάζω, σε Σοφ.· προσποιούμαι, προφασίζομαι, σε Ξεν.
IV. φέρω προς τα κάτω — Παθ., παρασύρομαι από το ρεύμα, σε Πλούτ.· μεταφ., γλιστρώ ή (κατα)βυθίζομαι, καταρρέω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφέρω: (fut. ὑποίσω, aor. 1 ὑπήνεγκα - эп. ὑπήνεικα, aor. 2 ὑπήνεγκον)
1) уносить прочь (τὴν ναῦν εἰς τὴν θάλασσαν Plut.): μ᾽ ὑπήνεικαν ταχέες πόδες Hom. меня унесли быстрые ноги;
2) уносить вниз (τοῖς ποταμος ὑποφέρεσθαι Plut.): ὑποφέρεσθαι κατὰ κρημνῶν ὀλισθήματα Plut. скатываться по скользким скалам; τὰ πράγματα μοχθηρῶς ὑποφερόμενα Plut. дела, которые идут все хуже и хуже; ὑποφέρεσθαι πταίσμασί τινος Plut. приходить из-за чьих-л. ошибок в упадок; δι᾽ ἀσθένειαν ὑποφέρεσθαι Plut. уступать по слабости (характера); ὑποφέρεσθαι κατὰ μικρόν Plut. мало-помалу отставать (от истинного календаря); ἡ ὑποφερομένη Μαρίου στάσις Plut. приходящая в упадок партия Мария;
3) выносить снизу: ὑ. τὸ ὑποκείμενον Arst. удалять подпору;
4) подгибать, поджимать (τὰ ὀπίσθια σκέλη Arst.);
5) подставлять (τι ταῖς πληγαῖς Plut.);
6) наносить (θανασίμους πληγάς Plut.);
7) поддерживать, нести на себе (δᾷδα ἡμμένην Plut.): ὅπλα ὑ. Xen. нести оружие (за кем-л.); τὰ τὰ σημεῖα δόρατα ὑποφέροντα Plut. копья с находящимися на них значками;
8) приводить, доводить: ὑ. εἰς νουθεσίαν καὶ διόρθωσιν Plut. наставлять и исправлять; πρὸς τὸ κομπῶδες ὑποφέρεσθαι Plut. впадать в хвастливый тон;
9) выносить, переносить, выдерживать, терпеть (πόνους καὶ κινδύνους Isocr.; τὰς τῆς τύχης μεταβολάς Polyb.);
10) предлагать (σπονδαὶ ὑποφερόμεναι Xen.);
11) выставлять в качестве предлога, приводить в свое оправдание (τι Xen.);
12) подсказывать, внушать (ἐλπίδα τινός Soph.).