στοιχέω: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στοιχέω''': μέλλ. -ήσω, ([[στοῖχος]]) πορεύομαι κατὰ στοῖχον ἢ γραμμήν, ἐπὶ κυμάτων, Ἀλακῖ. 11 Ahr.· μὴ ἐγκαταλιπεῖν τὸν παραστάτην, ᾦ στοιχοίη, παρ’ ᾧ ἔπρεπε νὰ βαδίζῃ ἢ [[ἵσταται]] μαχόμενος, - εἰλημμένον ἐκ τοῦ ὅρκου τοῦ Ἀθηναίου πολίτου, παρὰ Στοβ. 243. 21, [[Πολυδ]]. Η΄ , 105· - [[ἐντεῦθεν]], βαίνω ἐν τάξει μάχης, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34, Ἱππαρχ. 5. 7· - ὀρχοῦμαι κατὰ στοίχους ἢ σειράς, Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 647· εἶμαι διηυθετημένος κατὰ σειράς, ἐπὶ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 5, πρβλ. 3. 5, 3· κατὰ τὸ στοιχοῦν, ἐν συνεπείᾳ, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10, 3. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ., ἀποτελῶ [[στοιχεῖον]] ἢ γραμμήν, [[βαδίζω]] [[παρά]] τινι, ὑποτάσσομαι εἴς τινα, τῇ προθέσει τῆς συγκλήτου Πολύβ. 28. 5, 6· ταῖς πλείεσι γνώμαις Διον. Ἁλ. 6. 65· τῷ νομίσματι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· τοῖς προειρημένοις φιλοσόφοις [[αὐτόθι]] 11. 59· τῷ κανόνι τούτῳ Ἐπιστ. πρ. Γαλ. ε΄ , 25, πρβλ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 16· τοῖς ἴχνεσι Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. δ΄, 12· μιᾷ στ., ἀρκοῦμαι εἰς μίαν σύζυγον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 773. ΙΙΙ. στοιχεῖς φυλάσσων τὸν νόμον, φυλλάττεις αὐτὸν κανονικῶς, τακτικῶς, Πράξ. Ἀποσπ. κα΄, 24.
|lstext='''στοιχέω''': μέλλ. -ήσω, ([[στοῖχος]]) πορεύομαι κατὰ στοῖχον ἢ γραμμήν, ἐπὶ κυμάτων, Ἀλακῖ. 11 Ahr.· μὴ ἐγκαταλιπεῖν τὸν παραστάτην, ᾦ στοιχοίη, παρ’ ᾧ ἔπρεπε νὰ βαδίζῃ ἢ [[ἵσταται]] μαχόμενος, - εἰλημμένον ἐκ τοῦ ὅρκου τοῦ Ἀθηναίου πολίτου, παρὰ Στοβ. 243. 21, Πολυδ. Η΄ , 105· - [[ἐντεῦθεν]], βαίνω ἐν τάξει μάχης, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34, Ἱππαρχ. 5. 7· - ὀρχοῦμαι κατὰ στοίχους ἢ σειράς, Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 647· εἶμαι διηυθετημένος κατὰ σειράς, ἐπὶ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 5, πρβλ. 3. 5, 3· κατὰ τὸ στοιχοῦν, ἐν συνεπείᾳ, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10, 3. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ., ἀποτελῶ [[στοιχεῖον]] ἢ γραμμήν, [[βαδίζω]] [[παρά]] τινι, ὑποτάσσομαι εἴς τινα, τῇ προθέσει τῆς συγκλήτου Πολύβ. 28. 5, 6· ταῖς πλείεσι γνώμαις Διον. Ἁλ. 6. 65· τῷ νομίσματι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· τοῖς προειρημένοις φιλοσόφοις [[αὐτόθι]] 11. 59· τῷ κανόνι τούτῳ Ἐπιστ. πρ. Γαλ. ε΄ , 25, πρβλ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 16· τοῖς ἴχνεσι Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. δ΄, 12· μιᾷ στ., ἀρκοῦμαι εἰς μίαν σύζυγον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 773. ΙΙΙ. στοιχεῖς φυλάσσων τὸν νόμον, φυλλάττεις αὐτὸν κανονικῶς, τακτικῶς, Πράξ. Ἀποσπ. κα΄, 24.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:05, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχέω Medium diacritics: στοιχέω Low diacritics: στοιχέω Capitals: ΣΤΟΙΧΕΩ
Transliteration A: stoichéō Transliteration B: stoicheō Transliteration C: stoicheo Beta Code: stoixe/w

English (LSJ)

   A to be drawn up in a line or row, οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἂν στοιχήσω beside whom I stand in battle,—from the oath of Athenian citizens, ap.Stob.4.1.48, cf. Poll.8.105; move in line, X.Cyr.6.3.34, Eq.Mag.5.7; to be in rows, of leaves or joints, Thphr.HP3.18.5, 3.5.3; κατὰ τὸ στοιχοῦν in sequence, Arist.Int.19b24.    2 correspond, ὅπως ἀεὶ ἡ ἡμέρα στοιχῇ καθ' ἑκάστην πόλιν OGI458.52 (i B.C.).    3 to be satisfactory to one, στοιχεῖ μοι πάντα τὰ προγεγραμμένα BGU 317.14 (vi A.D.), cf. Sammelb.6258 (v/vi A.D.), etc.    II c. dat., fit, [καταστρωτῆρα] στοιχοῦντα τοῖς κειμένοις IG7.3073.153 (Lebad., ii B.C.): metaph., to be in line with, walk by, agree with, submit to, τῇ τῆς συγκλήτου προθέσει Plb.28.5.6; διὰ τῶν ἔργων στοιχεῖν αὐτοσαυτῷ SIG734.6 (Delph., i B.C.); τῇ πρός τινα εὐνοίᾳ BCH55.44 (Odessus, i B.C.); ταῖς πλείοσι γνώμαις D.H.6.65; τῷ νομίσματι S.E.M.1.178; τοῖς προειρημένοις φιλοσόφοις ib. 11.59; Πνεύματι Ep.Gal.5.25, cf. Ep.Phil.3.16; τοῖς ἴχνεσι τῆς πίστεως Ep.Rom.4.12; στοίχεις (Aeol. pres. part.) τοῖς προϋπαργμένοισι IGRom. 4.1302 (Cyme, i B.C./i A.D.); ἠθέλησεν στοιχοῦσαν τοῖς προπεπραγμένοις παρέχεσθαι τοῖς πολίταις τὴν αὑτοῦ διάληψιν OGI764.45 (Pergam., ii B.C.); μιᾷ σ. to be contented with one wife, Sch.Ar.Pl. 773; στοιχῶν πᾶσιν ὑπέγραψα CPR30 ii 41 (vi A.D.): abs., στοιχεῖν βουλόμενος καὶ τοῖς ἐκείνων ἴχνεσιν ἐπιβαίνειν SIG708.5 (Istropolis, ii B.C.); στοιχεῖς τὸν νόμον φυλάσσων observest it regularly, Act.Ap. 21.24.

German (Pape)

[Seite 946] in einer Reihe neben oder hinter einander stehen, ἐφεξῆς εἶναι κατὰ βάθος, Poll. 1, 127; ἡ ἑκατοστὺς στοιχοῦσα ἑπέσθω, in einer langen Reihe, Xen. Cyr. 6, 3, 34. Dah. = folgen, στοιχεῖν τῇ προθέσει τινός, Pol. 28, 5, 6; N. T.; die athenischen Epheben schworen nach Poll. 8, 105 u. Stob. Floril. 43, 48 οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἂν στοιχήσω, neben dem ich in Reihe und Glied stehen werde – Bes. von Tanzenden, beim Reigen neben einander, in einem Gliede stehen, Jac. Philostr. 647. – Uebertr., beitreten, beistimmen, τινί, στοιχεῖν μιᾷ γυναικί, mit einer Frau zufrieden sein, Schol. Ar. Plut. 773.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχέω: μέλλ. -ήσω, (στοῖχος) πορεύομαι κατὰ στοῖχον ἢ γραμμήν, ἐπὶ κυμάτων, Ἀλακῖ. 11 Ahr.· μὴ ἐγκαταλιπεῖν τὸν παραστάτην, ᾦ στοιχοίη, παρ’ ᾧ ἔπρεπε νὰ βαδίζῃ ἢ ἵσταται μαχόμενος, - εἰλημμένον ἐκ τοῦ ὅρκου τοῦ Ἀθηναίου πολίτου, παρὰ Στοβ. 243. 21, Πολυδ. Η΄ , 105· - ἐντεῦθεν, βαίνω ἐν τάξει μάχης, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34, Ἱππαρχ. 5. 7· - ὀρχοῦμαι κατὰ στοίχους ἢ σειράς, Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 647· εἶμαι διηυθετημένος κατὰ σειράς, ἐπὶ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 5, πρβλ. 3. 5, 3· κατὰ τὸ στοιχοῦν, ἐν συνεπείᾳ, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10, 3. ΙΙ. μετὰ δοτ., ἀποτελῶ στοιχεῖον ἢ γραμμήν, βαδίζω παρά τινι, ὑποτάσσομαι εἴς τινα, τῇ προθέσει τῆς συγκλήτου Πολύβ. 28. 5, 6· ταῖς πλείεσι γνώμαις Διον. Ἁλ. 6. 65· τῷ νομίσματι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· τοῖς προειρημένοις φιλοσόφοις αὐτόθι 11. 59· τῷ κανόνι τούτῳ Ἐπιστ. πρ. Γαλ. ε΄ , 25, πρβλ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 16· τοῖς ἴχνεσι Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. δ΄, 12· μιᾷ στ., ἀρκοῦμαι εἰς μίαν σύζυγον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 773. ΙΙΙ. στοιχεῖς φυλάσσων τὸν νόμον, φυλλάττεις αὐτὸν κανονικῶς, τακτικῶς, Πράξ. Ἀποσπ. κα΄, 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être aligné ou marcher en rang;
2 se conformer à, τινι.
Étymologie: στοῖχος.

English (Strong)

from a derivative of steicho (to range in regular line); to march in (military) rank (keep step), i.e. (figuratively) to conform to virtue and piety: walk (orderly).

English (Thayer)

στοίχω; future στοιχήσω; (στοῖχος a row, series);
a. to proceed in a row, go in order: Xenophon, Cyril 6,3,34; metaphorically, to go on prosperously, to turn out well: of things, כָּשֵׁר.
b. to walk: with a locative dative (Winer s Grammar, § 31,1a. cf. p. 219 (205); yet cf. Buttmann, § 133,22b.). τοῖς ἴχνεσι τίνος, in the steps of one, i. e. follow his example, to direct one's life, to live, with a dative of the rule (Buttmann, as above), εἰ πνεύματι ... στοιχῶμεν, if the Holy Spirit animates us (see ζάω, I:3 under the end), let us exhibit that control of the Spirit in our life, τῷ κανόνι, according to the rule, τῷ αὐτῷ (where adds κανόνι, Winer s Grammar, § 43,5d.; cf. Buttmann, § 140,18 at the end), (τῷ παραδειγματι τίνος, Clement, hom. 10,15); with a participle denoting the manner of acting, στοιχεῖς τόν νόμον φυλάσσων, so walkest as to keep the law (A. V. walkest orderly, keeping etc.), Romans , vol. iii., p. 142. Compare:

Greek Monotonic

στοιχέω: μέλ. -ήσω (στοῖχος
I. βαδίζω σε γραμμή, σε σειρά ή παράταξη· βαδίζω σε παράταξη μάχης, σε Ξεν.
II. με δοτ., βρίσκομαι στη γραμμή με, συμπορεύομαι, υποτάσσομαι σε αρχή ή κανόνα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

στοιχέω:
1) воен. выстраиваться или быть выстроенным в походном порядке: ἡ ἑκατοστὺς στοιχοῦσα Xen. выстроенная сотня;
2) следовать: κατὰ τὸ στοιχοῦν Arst. последовательно, по порядку; σ. τινι Polyb., Sext., NT следовать кому(чему)-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στοιχέω [στοῖχος] in een rij lopen, een rij vormen. volgen, m. n. overdr. leven volgens, met dat.; abs.. ( ὅτι ) στοιχεῖς καὶ αὐτὸς φυλάσσων τὸν νόμον dat je ook zelf volgzaam leeft waarbij je de wet in acht neemt (dat je ook zelf in het leven de wet in acht neemt) NT Act. Ap. 21.24.

Middle Liddell

στοῖχος
I. to go in a line or row: to go in battle-order, Xen.
II. c. dat. to be in line with, walk by rule or principle, c. dat., NTest.

Chinese

原文音譯:stoicšw 士胎黑哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:行列 相當於: (טָבַב‎ / טִבָּה‎ / טֹוב‎ / טֹובָה‎)
字義溯源:列隊行進,保持步伐,照(生命的)規範行事,行事,去行,行走,循規蹈矩;源自(στεῖρα)X*=排列)
出現次數:總共(5);徒(1);羅(1);加(2);腓(1)
譯字彙編
1) 行走(1) 腓3:16;
2) 去行的(1) 加6:16;
3) 行事(1) 加5:25;
4) 去行(1) 羅4:12;
5) 循規蹈矩(1) 徒21:24