ρηγνύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ῥηγνύω ΝΜΑ, και [[ῥήγνυμι]] ΜΑ<br /><b>1.</b> [[χαλώ]] τη [[συνοχή]] ενός σώματος, [[σχίζω]], [[σπάζω]], [[κομματιάζω]], [[τέμνω]] (α. «ῥήξειν τὰ [[δεσμά]]», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «πέπλους ῥήγνυσιν», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας [[δάπεδον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ρηγνύω]] [[κραυγή]]» — [[βγάζω]] δυνατή [[φωνή]], [[κραυγάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με τάξεις του εχθρού) [[διασπώ]] («Τρῶων ῥῆξε [[φάλαγγα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκβάλλω]], [[αναδίδω]] («δακρύων ῥήξασα θερμὰ νάματα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με δαιμονισμένο ή επιληπτικό) [[επιφέρω]] [[κρίση]] με σπασμούς, [[συνταράσσω]] («ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ [[δαιμόνιον]] καὶ συνεσπάραξεν», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ξεσπώ]] («τὸ πνεῦμα ῥήγνυσι», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>ῥήγνυμαι</i><br />[[προξενώ]], [[δημιουργώ]] («ἔριδα ῥήγνυτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> α) (για [[πλοίο]]) συντρίβομαι («ναῡν πλέουσαν ῥαγῆναι», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) (για λίθο) χαράζομαι<br />γ) [[ξεσπώ]], [[ξεθυμαίνω]]<br />δ) (για πόλεμο) [[αρχίζω]], [[ξεσπώ]] («τοῦ Περσικοῡ... πολέμου ῥαγέντος», Λιβάν.)<br />ε) (για άνθρωπο φθονερό) [[σκάω]] από τη [[ζήλεια]] μου, από το [[κακό]] μου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ῥήγνυμι]] πέπλους» [[σχίζω]] τα ρούχα μου σε [[ένδειξη]] πένθους<br />β) «[[ῥήγνυμι]] φωνήν»<br />([[ιδίως]] για άτομα που ήταν [[προηγουμένως]] άφωνα ή σιωπηλά) [[βγάζω]] [[ξαφνικά]] [[φωνή]], [[ξεφωνίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ῥήγ</i>-<i>νυ</i>-<i>μι</i> (με [[πρόσφυμα]] -<i>νυ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>πήγ</i>-<i>νυ</i>-<i>μι</i>) ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>wreg</i>- / <i>wrog</i> - «[[σπάω]]» και συνδέεται με τα: λιθουαν. <i>režiu</i> «[[αποσπώ]], [[αρπάζω]]» και αρχ. σλαβ. <i>režọ</i> «[[κόπτω]]». Η [[σύνδεση]] του ρ. με το αρμ. <i>ergicanem</i> «[[σπάω]]» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Παρετυμολογική [[επίσης]] θεωρείται η [[σύνδεση]] του ρ. με το ρ. [[ῥάσσω]] «[[χτυπώ]]» (<b>βλ. λ.</b> [[ῥάσσω]]). Στην απαθή [[βαθμίδα]] του [[ῥήγνυμι]] ανάγονται οι τ. [[ῥηκτός]], [[ῥῆγμα]], [[ῥηγμίν]], [[ῥηγμός]], <i>ῥήξις</i>, [[ῥήκτης]], ενώ στην ετεροιωμένη με φωνηεντισμό -<i>ω</i>- οι τ. <i>ῥώξ</i>, [[ῥωγμή]], [[ῥωχμός]], [[ῥωγάς]] και ο παρακμ. [[ἔρρωγα]]. Ο παθ. αόρ, εξάλλου, <i>ἐρράγην</i>, όπως και αρκετά ονοματικά παράγωγα (<b>πρβλ.</b> [[ῥαγή]], [[ῥαγάς]], [[ῥάγος]], [[ῥακτός]], <i>ῥάγδων</i> και τα σύνθ. σε -<i>ρραγής</i>: <i>αἱμο</i>-<i>ρραγής</i>), που εμφανίζουν τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας με φωνηεντισμό -<i>ᾱ</i>-, θεωρούνται μτγν. τ. σχηματισμένοι πιθ. αναλογικά [[προς]] τους αντίστοιχους τ. του [[πήγνυμι]] (<b>πρβλ.</b> [[ἐπάγων]], [[πάγη]], [[πάγος]]). Ο ενεστ. τ. <i>ῥηγνύω</i> αποτελεί θεματική [[μορφή]] του ενεστ. [[ῥήγνυμι]] (<b>πρβλ.</b> [[πήγνυμι]]: [[πηγνύω]]). Το ρ. [[ῥήγνυμι]] εμφανίζεται [[επίσης]] ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] η <i>ῥηξι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ῥηξικέλευθος]], <i>ῥηξί</i>-[[νους]], <i>ῥηξί</i>-<i>φλοιος</i>) σε [[σύνθετα]] του τύπου [[τερψίμβροτος]]. Το ρ. [[ῥήγνυμι]], [[τέλος]], με αρχική σημ. «[[σπάω]], [[ραγίζω]]», χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και την [[έννοια]] της βιαιότητας, της φθοράς, της καταστροφής (<b>πρβλ.</b> το επίρρ. [[ῥάγδην]] «απότομα, βίαια, ορμητικά», από όπου το επίθ. [[ῥαγδαῖος]] και τα σύνθ. σε -<i>ρραγής</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ραγάς]](-<i>άδα</i>), [[ράγδην]], [[ραγή]], [[ρήγμα]], [[ρήκτης]], [[ρήξη]], [[ρωγμή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ράγα]] (ΙΙΙ), [[ράγος]], [[ρηγμίν]](-<i>ίς</i>), [[ρηγμός]], [[ρωγαλέος]], [[ρωγάς]], [[ρωχμός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ρώξ</i> (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αμφιρρήγνυμι</i>, [[αναρρήγνυμι]](-<i>ύω</i>), [[αντιρρήγνυμι]], <i>απορρήγνυμι</i>(-<i>ύω</i>), [[διαρρήγνυμι]], <i>εκρήγνυμι</i>, <i>εκρήγνυμι</i>, [[επιρρήγνυμι]], [[καταρρήγνυμι]] (-<i>ύω</i>), [[παραρρήγνυμι]](-<i>ύω</i>), [[περιρρήγνυμι]] (-<i>ύω</i>), [[προσρήγνυμι]], [[συρρήγνυμι]], [[υπορρήγνυμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διαρρηγνύω]], [[εκρηγνύω]]].
|mltxt=ῥηγνύω ΝΜΑ, και [[ῥήγνυμι]] ΜΑ<br /><b>1.</b> [[χαλώ]] τη [[συνοχή]] ενός σώματος, [[σχίζω]], [[σπάζω]], [[κομματιάζω]], [[τέμνω]] (α. «ῥήξειν τὰ [[δεσμά]]», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «πέπλους ῥήγνυσιν», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας [[δάπεδον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ρηγνύω]] [[κραυγή]]» — [[βγάζω]] δυνατή [[φωνή]], [[κραυγάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με τάξεις του εχθρού) [[διασπώ]] («Τρῶων ῥῆξε [[φάλαγγα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκβάλλω]], [[αναδίδω]] («δακρύων ῥήξασα θερμὰ νάματα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με δαιμονισμένο ή επιληπτικό) [[επιφέρω]] [[κρίση]] με σπασμούς, [[συνταράσσω]] («ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ [[δαιμόνιον]] καὶ συνεσπάραξεν», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ξεσπώ]] («τὸ πνεῦμα ῥήγνυσι», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>ῥήγνυμαι</i><br />[[προξενώ]], [[δημιουργώ]] («ἔριδα ῥήγνυτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> α) (για [[πλοίο]]) συντρίβομαι («ναῡν πλέουσαν ῥαγῆναι», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) (για λίθο) χαράζομαι<br />γ) [[ξεσπώ]], [[ξεθυμαίνω]]<br />δ) (για πόλεμο) [[αρχίζω]], [[ξεσπώ]] («τοῦ Περσικοῦ... πολέμου ῥαγέντος», Λιβάν.)<br />ε) (για άνθρωπο φθονερό) [[σκάω]] από τη [[ζήλεια]] μου, από το [[κακό]] μου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ῥήγνυμι]] πέπλους» [[σχίζω]] τα ρούχα μου σε [[ένδειξη]] πένθους<br />β) «[[ῥήγνυμι]] φωνήν»<br />([[ιδίως]] για άτομα που ήταν [[προηγουμένως]] άφωνα ή σιωπηλά) [[βγάζω]] [[ξαφνικά]] [[φωνή]], [[ξεφωνίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ῥήγ</i>-<i>νυ</i>-<i>μι</i> (με [[πρόσφυμα]] -<i>νυ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>πήγ</i>-<i>νυ</i>-<i>μι</i>) ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>wreg</i>- / <i>wrog</i> - «[[σπάω]]» και συνδέεται με τα: λιθουαν. <i>režiu</i> «[[αποσπώ]], [[αρπάζω]]» και αρχ. σλαβ. <i>režọ</i> «[[κόπτω]]». Η [[σύνδεση]] του ρ. με το αρμ. <i>ergicanem</i> «[[σπάω]]» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Παρετυμολογική [[επίσης]] θεωρείται η [[σύνδεση]] του ρ. με το ρ. [[ῥάσσω]] «[[χτυπώ]]» (<b>βλ. λ.</b> [[ῥάσσω]]). Στην απαθή [[βαθμίδα]] του [[ῥήγνυμι]] ανάγονται οι τ. [[ῥηκτός]], [[ῥῆγμα]], [[ῥηγμίν]], [[ῥηγμός]], <i>ῥήξις</i>, [[ῥήκτης]], ενώ στην ετεροιωμένη με φωνηεντισμό -<i>ω</i>- οι τ. <i>ῥώξ</i>, [[ῥωγμή]], [[ῥωχμός]], [[ῥωγάς]] και ο παρακμ. [[ἔρρωγα]]. Ο παθ. αόρ, εξάλλου, <i>ἐρράγην</i>, όπως και αρκετά ονοματικά παράγωγα (<b>πρβλ.</b> [[ῥαγή]], [[ῥαγάς]], [[ῥάγος]], [[ῥακτός]], <i>ῥάγδων</i> και τα σύνθ. σε -<i>ρραγής</i>: <i>αἱμο</i>-<i>ρραγής</i>), που εμφανίζουν τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας με φωνηεντισμό -<i>ᾱ</i>-, θεωρούνται μτγν. τ. σχηματισμένοι πιθ. αναλογικά [[προς]] τους αντίστοιχους τ. του [[πήγνυμι]] (<b>πρβλ.</b> [[ἐπάγων]], [[πάγη]], [[πάγος]]). Ο ενεστ. τ. <i>ῥηγνύω</i> αποτελεί θεματική [[μορφή]] του ενεστ. [[ῥήγνυμι]] (<b>πρβλ.</b> [[πήγνυμι]]: [[πηγνύω]]). Το ρ. [[ῥήγνυμι]] εμφανίζεται [[επίσης]] ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] η <i>ῥηξι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ῥηξικέλευθος]], <i>ῥηξί</i>-[[νους]], <i>ῥηξί</i>-<i>φλοιος</i>) σε [[σύνθετα]] του τύπου [[τερψίμβροτος]]. Το ρ. [[ῥήγνυμι]], [[τέλος]], με αρχική σημ. «[[σπάω]], [[ραγίζω]]», χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και την [[έννοια]] της βιαιότητας, της φθοράς, της καταστροφής (<b>πρβλ.</b> το επίρρ. [[ῥάγδην]] «απότομα, βίαια, ορμητικά», από όπου το επίθ. [[ῥαγδαῖος]] και τα σύνθ. σε -<i>ρραγής</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ραγάς]](-<i>άδα</i>), [[ράγδην]], [[ραγή]], [[ρήγμα]], [[ρήκτης]], [[ρήξη]], [[ρωγμή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ράγα]] (ΙΙΙ), [[ράγος]], [[ρηγμίν]](-<i>ίς</i>), [[ρηγμός]], [[ρωγαλέος]], [[ρωγάς]], [[ρωχμός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ρώξ</i> (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αμφιρρήγνυμι</i>, [[αναρρήγνυμι]](-<i>ύω</i>), [[αντιρρήγνυμι]], <i>απορρήγνυμι</i>(-<i>ύω</i>), [[διαρρήγνυμι]], <i>εκρήγνυμι</i>, <i>εκρήγνυμι</i>, [[επιρρήγνυμι]], [[καταρρήγνυμι]] (-<i>ύω</i>), [[παραρρήγνυμι]](-<i>ύω</i>), [[περιρρήγνυμι]] (-<i>ύω</i>), [[προσρήγνυμι]], [[συρρήγνυμι]], [[υπορρήγνυμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διαρρηγνύω]], [[εκρηγνύω]]].
}}
}}