λιμήν: Difference between revisions
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῐμήν:''' ένος ὁ (dat. pl. λιμέσι - эп. λιμένεσσι)<br /><b class="num">1)</b> порт, гавань, пристань (λιμένες - [[νεῶν]] ὄχοι Hom.; λ. ὑπάρχων πρὸς παραχειμασίαν NT);<br /><b class="num">2)</b> убежище, пристанище (ἑταιρείας λ. Soph.; λ. κακῶν Aesch.; χείματος Eur.);<br /><b class="num">3)</b> место сбора, средоточие (παντὸς οἰωνοῦ Soph.; πλούτου Aesch.). | |elrutext='''λῐμήν:''' ένος ὁ (dat. pl. λιμέσι - эп. λιμένεσσι)<br /><b class="num">1)</b> порт, гавань, пристань (λιμένες - [[νεῶν]] ὄχοι Hom.; λ. ὑπάρχων πρὸς παραχειμασίαν NT);<br /><b class="num">2)</b> [[убежище]], [[пристанище]] (ἑταιρείας λ. Soph.; λ. κακῶν Aesch.; χείματος Eur.);<br /><b class="num">3)</b> место сбора, средоточие (παντὸς οἰωνοῦ Soph.; πλούτου Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 10:00, 19 August 2022
English (LSJ)
ένσς, ὁ, A harbour, harbor, Il.1.432 (here distinguished from ὅρμος, mooring place), al., Pl.Ti.25a, etc.; Κανθάρου λιμήν a dockyard in the Piraeus, with a pun on κάνθαρος just above, Ar.Pax145 (ubi v. Sch.): freq. in plural, λιμένες νηῶν ὀχοί Od.5.404; λιμένες δ' ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ 4.846; λιμένες τε πάνορμοι 13.195, cf. S.Ph.936, etc.: c. gen. objecti, λιμένες θαλάσσης havens of refuge from the sea, Od.5.418, cf. Hes.Sc. 207. II metaph., haven, retreat, refuge, Thgn.460; ἑταιρείας λιμήν a haven of friendship, S.Aj.683; οὗτος… λ. πέφανται τῶν ἐμῶν βουλευμάτων E.Med.769: c. gen. objecti, λ. κακῶν from ills, A.Supp.471; ὦ ναυτίλοισι χείματος λ. φανείς E.Andr.891; ὕπνον… τῶν καμάτων λ. Critias 6.20 D.; λ. τῆς πλάνης ἥδε ἡ γῆ μόνη λείπεται D.H.1.58. 2 gathering-place, receptacle, πλούτου λιμήν A.Pers.250; μέγας E.Or.1077; παντὸς οἰωνοῦ λιμήν S.Ant.1000; Ἅιδου λιμήν harbour of death, ib.1284 (lyr.); ξείνων αἰδοῖοι λιμένες Emp.112.3; βοῆς τῆς σῆς ποῖος οὐκ ἔσται λ.; what place shall not harbour (i.e. receive) thy cry? S.OT420. III = ἀγορά in Thessaly and Paphos, IG9(2).517.42 (Larissa), Gal.Thras.32, D.Chr.11.23 (interpol.). IV the source of birth, womb, Emp.98.3, S.OT1208 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 47] ένος, ὁ, Hafen, Bucht, von ὅρμος, der eigentlichen Anfurth im Innern des Hafens, unterschieden, Il. 1, 432 ff., λιμένες, νηῶν ὄχοι, Od. 5, 404, ναύλοχοι, 4, 846, öfter; im plur., λιμένες πάνορμοι, auch 13, 195, wo wie bei Eur. El. 439 Mel. 521, vgl. auch Soph. Phil. 924 u. überall in Prosa, der plur. für den sing. steht; Pol. 10, 1, 1 u. öfter. Übertr., Sammelplatz, wo von allen Seiten Etwas, wie im Hafen die Schiffe, zusammenkommt, πολὺς πλούτου λιμήν, Aesch. Pers. 246, wie Eur. Or. 1077; vgl. Soph. βοῆς δὲ τῆς σῆς ποῖος οὐκ ἔσται λιμήν, O. R. 420; παντὸς οἰωνοῦ λ., Ant. 987, und δυσκάθαρτος Ἅιδου λιμήν, ib. 1270. – Zufluchtsort, wie auch wir Hafen sagen, κοὐδαμοῦ λιμὴν κακῶν, Aesch. Suppl. 466; ἑταιρείας λ., Soph. Ai. 668; οὗτος γὰρ ἁνὴρ λιμὴν πέφανται τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, Eur. Med. 769; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
λῐμήν: -ένος, ὁ, (πιθ. ἐκ τῆς √ΛΙΒ, λείβω, πρβλ. λίμνη)· -λιμήν, «λιμάνι» ἐνῷ ὅρμος εἶναι τὸ ἐσώτατον μέρος τοῦ λιμένος, ἔνθα τὰ πλοῖα προσορμίζονται καὶ ὅπου ἀποβαίνουσιν εἰς τὴν ξηρὰν οἱ ἐπιβάται, Ὅμ., ἴδε πρὸ πάντων Ἰλ. Α. 432, 435· ἀλλὰ μετέπειτα οὐδεμία τοιαύτη διάκρισις ἐτηρεῖτο, Κανθάρου λ., νεώριον καὶ λιμὴν ἐν Πειραιεῖ, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς μικρὸν ἀνωτέρω λέξεως κάνθαρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 145, ἔνθα ἴδε Σχολ.· - συχνάκις ἐν τῷ πληθ., λιμένες νηῶν ὄχοι Ὀδ. Ε. 404· λιμένες δ’ ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ Δ. 846· λιμένες τε πάνορμοι Ν. 195· οὕτω Σοφ. Φ. 936, κτλ.· - ὡσαύτως μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., λιμένες θαλάσσης, ὡς καταφύγια ἀπὸ τῆς θαλάσσης, Ὀδ. Ε. 418, 440, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 207. ΙΙ. μεταφορ., λιμήν, καταφύγιον, Θέογν. 460· ἑταιρείας λ., φιλίας, Σοφ. Αἴ. 683· οὗτος... λ. πέφανται τῶν ἐμῶν βουλευμάτων Εὐρ. Μήδ. 769· μετὰ γεν. ἀντικειμ., λ. κακῶν, ἀπὸ κακῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 471· ὦ ναυτίλοισι χείματος λ. φανεὶς Ἀγαμέμνονος παῖ Εὐρ. Ἀνδρ. 58. 891· λ. τῆς πλάνης ἥδε ἡ γῆ μόνη λείπεται Διον. Ἁλ. 1. 2) μέρος ἔνθα συνάγει τίς τι, ταμεῖον, ὦ Περσὶς αἶα καὶ πολὺς πλούτου λιμὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 250, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1077· παντὸς οἰωνοῦ λ. Σοφ. Ἀντ. 1000· Ἅιδου λ., λιμὴν θανάτου, αὐτόθι 1284· ἐν Ο. Τ. 420, ἡ ἔννοια φαίνεται ὅτι εἶναι: πῶς ὁ Κιθαιρὼν δὲν θὰ πληρωθῇ τῶν φωνῶν σου (λιμὴν ἔσται τῆς σῆς βοῆς); πῶς δὲν θὰ ἀντιχήσῃ ἐκ τῶν φωνῶν; - ἐν Θεσσαλίᾳ καὶ Πάφῳ προσέτι = ἀγορά, Γαλην. 4. 296. 3) ἡ πηγὴ τῆς γεννήσεως, ἡ μήτρα, κτλ., Ἐμπεδ. 331, Σοφ. Ο. Τ. 1208.
French (Bailly abrégé)
ένος (ὁ) :
I. port : λιμένες θαλάσσης OD ports pour s’abriter contre la mer;
II. fig. 1 endroit pour mettre à l’abri, lieu de dépôt : πλούτου ESCHL (la terre de Perse) où sont amassés des trésors ; παντὸς οἰωνοῦ SOPH séjour d’oiseaux de toute sorte;
2 retraite, refuge, asile : ἑταιρίας SOPH de l’amitié ; κακῶν ESCHL contre les maux.
Étymologie: R. Λιβ, > λείβω.
English (Autenrieth)
ένος (cf. λείβω, λίμνη): harbor; pl. also in signif. of inlets, bays, Il. 23.745, Od. 13.96, Od. 4.846.
English (Strong)
apparently a primary word; a harbor: haven. Compare Καλοὶ Λιμένες.
English (Thayer)
λιμένος, ὁ (allied with λίμνη, which see; from Homer down), a harbor, haven: καλοί λιμενες, p. 322{a}.
Greek Monolingual
ο (AM λιμήν, -ένος)
βλ. λιμένας.
Greek Monotonic
λῐμήν: -ένος, ὁ,
I. λιμάνι, ενώ ὅρμος είναι το εσωτερικό μέρος του λιμανιού, όπου τα πλοία προσορμίζονται και οι επιβάτες αποβιβάζονται στην ξηρά, σε Όμηρ., κ.λπ.· στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, με γεν. αντικ., λιμένες θαλάσσης, λιμάνια, ως καταφύγια από τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. μεταφ., λιμάνι, καταφύγιο, σε Θέογν.· ἑταιρείας λιμήν, λιμάνι φιλίας, σε Σοφ.· λιμὴν τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, σε Ευρ.· με γεν. αντικ., χείματος λιμήν, λιμάνι ως καταφύγιο από την καταιγίδα, στον ίδ.
2. μέρος φύλαξης ή συγκέντρωσης, αγγείο, δοχείο, ταμείο, πλούτου λιμήν, σε Αισχύλ.· παντὸς οἰωνοῦ λιμήν, σε Σοφ.· στον Οιδ. Τύρ., στίχ. 420, η σημασία φαίνεται να είναι, πώς ο Κιθαιρώνας δεν θα γεμίσει από τις φωνές σου; (λιμὴν ἔσται τῆς σῆς βοῆς;), πώς δεν θα αντηχήσει από τις φωνές σου;
Russian (Dvoretsky)
λῐμήν: ένος ὁ (dat. pl. λιμέσι - эп. λιμένεσσι)
1) порт, гавань, пристань (λιμένες - νεῶν ὄχοι Hom.; λ. ὑπάρχων πρὸς παραχειμασίαν NT);
2) убежище, пристанище (ἑταιρείας λ. Soph.; λ. κακῶν Aesch.; χείματος Eur.);
3) место сбора, средоточие (παντὸς οἰωνοῦ Soph.; πλούτου Aesch.).
Frisk Etymological English
Meaning: harbour
See also: s. λειμών.
Middle Liddell
λῐμήν, ένος, ὁ,
I. a harbour, haven, creek, whereas ὅρμος is properly the inner part of the harbour, the landing-place, Hom., etc.; in plural, Od., Soph., etc.; —also c. gen. objecti, λιμένες θαλάσσης havens of refuge from the sea, Od.
II. metaph. a haven, retreat, refuge, Theogn.; ἑταιρείας λ. a haven of friendship, Soph.; λ. τῶν ἐμῶν βουλευμάτων Eur.; c. gen. objecti, χείματος λ. a harbour of refuge from the storm, Eur.
2. a place of resort, receptacle, πλούτου λ. Aesch.; παντὸς οἰωνοῦ λ. Soph.; in O. T. 420, the sense seems to be—how will Cithaeron not be filled with thy cries (λιμὴν ἔσται τῆς σῆς βοῆσ)? how will it not reecho them?
Frisk Etymology German
λιμήν: {limḗn}
Grammar: m.
Meaning: Hafen
See also: s. λειμών.
Page 2,124
Chinese
原文音譯:lim»n 利門
詞類次數:名詞(2)
原文字根:湖
字義溯源:港*,安全的地方,港口,海口,澳;參看 (Καλοὶ λιμένες)=美港,佳澳
出現次數:總共(3);徒(3)
譯字彙編:
1) 一個海口(1) 徒27:12;
2) 海口(1) 徒27:12;
3) 澳(1) 徒27:8
Translations
Afrikaans: hawe; Albanian: port, liman; Arabic: مَرْفَأ, مَرْسَى, مِينَاء; Armenian: նավահանգիստ; Asturian: puertu; Azerbaijani: liman, havan, port; Belarusian: га́вань, порт; Bengali: বন্দর; Bulgarian: приста́нище, пристан; Burmese: ဆိပ်ကမ်း; Catalan: port; Chinese Mandarin: 海港, 港, 港口; Corsican: portu; Czech: přístav; Danish: havn; Dutch: haven; Elfdalian: ammen; Esperanto: haveno; Estonian: sadam; Faroese: havn, høvn; Finnish: satama; French: port, quai; Friulian: puart; Galician: porto, abra; Georgian: ნავსადგური, პორტი; German: Hafen; Greek: λιμάνι; Ancient Greek: λιμήν; Greenlandic: umiarsuarlivik; Hawaiian: hono; Hebrew: נָמֵל; Hindi: बंदरगाह, पोर्ट; Hungarian: kikötő; Icelandic: höfn; Ido: portuo; Indonesian: pelabuhan; Italian: porto; Japanese: 港, ハーバー; Kazakh: гавань, порт, кемежай; Khmer: កំពង់ផែ; Korean: 항구(港口); Kyrgyz: порт, гавань; Ladin: port; Lao: ທ່າເຮືອ; Latin: portus; Latvian: osta; Lithuanian: uostas; Macedonian: пристаниште; Malay: pelabuhan; Malayalam: തുറമുഖം; Maltese: port; Maori: whanga, wahapū; Mongolian: боомт; Norman: caûchie, hâvre, port; Norwegian Bokmål: havn; Occitan: pòrt; Persian: لنگرگاه, بندرگاه; Polish: port, przystań; Portuguese: porto, cais; Romanian: port; Romansch: port; Russian: га́вань, порт; Sardinian: poltu, portu; Scots: harbery, harbory, hairbour; Scottish Gaelic: port, cala, acarsaid; Serbo-Croatian Cyrillic: пристаниште, лука; Roman: pristanište, luka; Sicilian: portu; Slovak: prístav; Slovene: pristanišče, pristan; Spanish: puerto; Swahili: bandari; Swedish: hamn; Tajik: бандаргоҳ, порт; Tamil: துறைமுகம்; Tatar: лиман; Thai: ท่าเรือ; Turkish: liman; Turkmen: port; Ukrainian: га́вань, порт; Urdu: بندرگاہ, پورٹ; Uyghur: پورت; Uzbek: bandargoh, port, gavan, liman; Venetian: porto; Vietnamese: hải cảng, cảng; Welsh: harbwr; Yiddish: האַוון; Zazaki: hebur