ἅρμα: Difference between revisions
τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arma | |Transliteration C=arma | ||
|Beta Code=a(/rma | |Beta Code=a(/rma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[chariot]], esp. [[war chariot]], [[chariot of war]], Il.5.231, etc.; freq. in plural for sg., ἑσταότ' ἐν θ' ἵπποισι καὶ ἅρμασι 4.366, etc.; τὰ Λυδῶν ἄρματα Sapph.''Supp.''5.19; ἵππους ὑφ' ἅρμασι ζευγνύναι A.''Pers.''190, E.''Hipp.''111; ἵππους ὑφ' ἅρματα ἄγειν A.''Pr.''465; πῶλον . . ζυγέντ' ἐν ἅρμασιν Id.''Ch.''795 (lyr.); opp. [[ἁρμάμαξα]] ([[quod vide|q.v.]]); also, [[racing chariot]] drawn by horses, opp. [[ὄχημα]] (a [[mule]] [[car]]), Pi.''Fr.''106.5; ἅ. τέλειον ''IG''2.967.45; ἁρμάτων ὀχήματα E.''Supp.''662, cf. ''Ph.''1190; [[travelling chariot]], Act.Ap.8.28.<br><span class="bld">2</span> [[chariot and horses]], [[yoked chariot]], Il.2.384, etc.; ἅρμα [[τέθριππον]] Pi.''I.''1.14; ἅρμα τετράορον, ἅρμα τέτρωρον, Id.''P.''10.65, E.''Alc.''483: metaph., <b class="b3">τρίπωλον ἅρμα δαιμόνων</b> of three [[goddess]]es, E. ''Andr.''277 (lyr.).<br><span class="bld">3</span> [[team]], [[chariot horse]]s, ἅρμασιν ἐνδίδωσι [[κέντρον]] Id.''HF''881 (lyr.); ἅρματα . . φυσῶντα καὶ πνέοντα Ar.''Pax''902; [[ἅρματα τρέφειν]] = [[keep chariot horses for racing]], X.''Hier.''11.5; <b class="b3">ἅρματος τροφεύς</b> Pl.''Lg.''834b.<br><span class="bld">4</span> metaph., [[ἅρμα θαλάσσης]] = a [[ship]], Nonn.''D.''4.230, al., Opp.''H.''1.190.<br><span class="bld">II</span> a [[mountain]] [[district]] in [[Attica]], where omens from [[lightning]] were watched for: hence [[proverb|prov.]], [[ὁπόταν δἰ Ἅρματος ἀστράψη]], i.e. [[seldom]] or [[never]], Str.9.2.11; <b class="b3">δι' Ἅρματος</b> alone, Plu.2.679c.<br><span class="bld">III</span> Pythag. name for [[unity]], Theol.Ar.6. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 17:28, 30 December 2022
English (LSJ)
ατος, τό,
A chariot, esp. war chariot, chariot of war, Il.5.231, etc.; freq. in plural for sg., ἑσταότ' ἐν θ' ἵπποισι καὶ ἅρμασι 4.366, etc.; τὰ Λυδῶν ἄρματα Sapph.Supp.5.19; ἵππους ὑφ' ἅρμασι ζευγνύναι A.Pers.190, E.Hipp.111; ἵππους ὑφ' ἅρματα ἄγειν A.Pr.465; πῶλον . . ζυγέντ' ἐν ἅρμασιν Id.Ch.795 (lyr.); opp. ἁρμάμαξα (q.v.); also, racing chariot drawn by horses, opp. ὄχημα (a mule car), Pi.Fr.106.5; ἅ. τέλειον IG2.967.45; ἁρμάτων ὀχήματα E.Supp.662, cf. Ph.1190; travelling chariot, Act.Ap.8.28.
2 chariot and horses, yoked chariot, Il.2.384, etc.; ἅρμα τέθριππον Pi.I.1.14; ἅρμα τετράορον, ἅρμα τέτρωρον, Id.P.10.65, E.Alc.483: metaph., τρίπωλον ἅρμα δαιμόνων of three goddesses, E. Andr.277 (lyr.).
3 team, chariot horses, ἅρμασιν ἐνδίδωσι κέντρον Id.HF881 (lyr.); ἅρματα . . φυσῶντα καὶ πνέοντα Ar.Pax902; ἅρματα τρέφειν = keep chariot horses for racing, X.Hier.11.5; ἅρματος τροφεύς Pl.Lg.834b.
4 metaph., ἅρμα θαλάσσης = a ship, Nonn.D.4.230, al., Opp.H.1.190.
II a mountain district in Attica, where omens from lightning were watched for: hence prov., ὁπόταν δἰ Ἅρματος ἀστράψη, i.e. seldom or never, Str.9.2.11; δι' Ἅρματος alone, Plu.2.679c.
III Pythag. name for unity, Theol.Ar.6.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): eol. ἄρμα Sapph.1.9, 16.19
I 1carro
a) descubierto, para la guerra, carrera o viaje οἱ ἵπποι ... φέρον ἅρμα Il.23.304, cf. 11.528, 21.38, Sapph.44.17, Alc.283.15, Ar.Nu.69, Th.5.50, 6.16, Pl.Lg.641a, Call.Fr.38.44, LXX Ge.41.43, Ex.14.9, Act.Ap.8.28, POxy.2190.10 (I d.C.), D.C.76.12.3, en época romana, utilizado en el triunfo (lat. quatio) κατάγων θρίαμβον ἀλλ' οὐκ ἐφ' ἅρματος Mon.Anc.Gr.2.9
•c. calif. que lo definen por sus características de ensamblaje, construcción o decoración καμπύλον Il.5.231, Hes.Sc.324, ἅρμασί τε γλαφυροῖς Pi.N.9.12, ἅρμασι κολλητοῖσι Il.4.366, Od.17.117, cf. Hes.Sc.309, εὐποίητα Hes.Sc.64, cf. 63, ποικίλα Il.13.537, Od.3.492, ἅρμασι χρυσεοτεύκτοις Orph.H.55.18, εὔτροχον Hes.Sc.463
•op. a ἁρμάμαξα Hdt.7.41
•ἅρματα δρεπανηφόρα carros falcados X.An.1.7.11, LXX 2Ma.13.2
•c. esp. ref. a su velocidad θοὸν ἅ. Hes.Sc.97, 342, Pi.O.8.49, ἐπὶ ταχυτάτων ἁρμάτων Pi.O.1.77, κροτητῶν ἁρμάτων S.El.714
•c. indicación de su origen ἅ. Θηβαῖον op. a Σικελίας ὄχημα Pi.Fr.106.5, τὰ Λύδων ἄρματα Sapph.16.19, Pi.Fr.206, Σύριον ἅ. A.Pers.84;
b) en relación con partes de su estructura o el tiro determinando a ὄχος u ὄχημα carro ἐν ἁρμάτων ὄχοις E.IT 370, cf. Ph.1190, ἁρμάτων ὀχήματα E.Supp.662
•incluido junto con su tiro ἦλθες ἄρμ' ὑπασδεύξαισα viniste tras uncir el carro Sapph.1.9, y def. por éste κρατήσιππον ἅρμα Pi.N.9.4, ζυγωτῶν ἁρμάτων ἐπιστάται S.El.702, ἅρματι τεθρίππῳ en una cuadriga Pi.I.1.14, cf. E.Heracl.860, IA 230, τρίπωλον E.Andr.277, ἅρματι πωλικῷ IG 22.2313.59 (II a.C.), cf. PGiss.3.1 (II d.C.), ἡμιονικὸν ἅρμα BGU 814.6 (III d.C.), ἐφ' ἅρματος ἐλεφάντων carro de elefantes D.C.74.4.1
•en plu. c. sign. sg. ἑσταότ' ἔν θ' ἵπποισι καὶ ἅρμασι Il.4.366, cf. Od.3.476, 15.47, A.Pers.190;
c) como algo propio de héroes Διομήδεος ἅρματα Il.8.115, de Aquiles Il.10.322, Νεστόρειον Pi.P.6.32, y de dioses Ζηνός E.Fr.312, de Ahuramazda, Hdt.7.40, Ῥείης Nonn.D.43.22, cf. Orph.H.14.2, del diablo, Procl.CP Or.M.65.693A, por lo tanto a veces tirado por animales diferentes de los normales: gorriones en el caso de Afrodita, Sapph.1.19 (cf. l.c.), cisnes en el de Apolo, Nonn.D.8.229, 24.84, πτηνὸν ἅ. carro alado de Zeus, Pl.Phdr.246e
•para explicar el curso del día y la noche carro del Sol, Pl.Ti.22c, Lg.899a, Isidorus 3.25, Plu.2.364c, Orph.H.8.19, de la Noche, A.Ch.660;
d) de ciertos carros ideales que conducen al triunfo νίκης ἀγλαὸν ἅρμα Simon.79.4D., de la poesía Μοισαῖον ἅ. Pi.I.8.61, cf. O.1.110, B.5.177, Choeril.2.5, del conocimiento filosófico, Parm.B 1.5, Emp.B 3.5.
2 caballos del carro, tiro ἅρμασι δ' ἐνδίδωσι κέντρον E.HF 881, ἅρματα ... φυσῶντα καὶ πνέοντα Ar.Pax 902, εἰ ... ἅρματα ... τρέφοις X.Hier.11.5, ἅρματος ... τροφεύς Pl.Lg.834b.
II 1ἅρμα θαλάσσης = barco Opp.H.1.190, Nonn.D.4.230, 14.40, Par.Eu.Io.6.17.
2 astr. El Carro σελασφόρον Ἅρμα Nonn.D.38.426, cf. 388.
• Diccionario Micénico: a-mo, a-mo-i-je-to (?).
• Etimología: De *ar-mn̥ < *H2er- ‘ajustar’, cf. lat. arma, arm. yarmar y numerosos deriv. en gr. Tb. se ha postulado *ar-s-mn̥ para explicar la aspiración, pero cf. mic. a-mo. La aspiración es posterior y analógica.
lat. harma una clase de colirio Scrib.Larg.28, CIL 13.10021.10.
German (Pape)
[Seite 354] (ἄρω), τό, 1) Wagen, bei Hom. Streitwagen, zweirädrig, von Pferden gezogen; oft auch plur. für sing., z. B.ll. 4, 366; pleon. ἁρμάτων ὄχοι Eur. Phoen. 1197. Auch das Gespann, z. B. ἅρματος τροφεύς Plat. Legg. VIII, 834 b; τέθριππον, τέτρωρον Pind.; Eur. ἅρματα τρέφειν, Pferde zum Wagenrennen halten; ἅρμα ἐλαύνειν Ar. Nub. 70; Plat. Phaedr. 246 e; ζευγνύναι Tim. 22 c. Auch bei Xen. ist ἅρμα Streitwagen, Cyr. 3, 3, 60 u. öfter; δρεπανηφόρον, Sichelwagen. – 2) eine Berggegend in Attika, wo man auf weissagende Blitze wartete; dah. δι' ἅρματος, sprichwörtl. von spät, nach langem Warten erfolgenden Dingen, Strab.; καὶ σπανίως, ἑστιᾶν, Plut. Quaest. Symp. 5, 5.
French (Bailly abrégé)
1ατος (τό) :
1 char de guerre;
2 le char et les chevaux, attelage.
Étymologie: R. Σαρ > Ἁρ lier.
2(ἡ) :
union.
Étymologie: mot delphien ; R. Σαρ > Ἁρ lier. Cf. ἁρμή.
English (Autenrieth)
ατος: chariot, esp. the warchariot; very often in plural, and with ἵπποι, Il. 5.199, 23, Il. 4.366; epithets, ἄγκυλον, ἐύξοον, ἐύτροχον, θοόν, καμπύλον, δαιδάλεα, κολλητά, ποικίλα χαλκῷ. For the separate parts of the chariot, see ἄντυξ, ἄξων, ῥῦμός, ἕστωρ, ἴτυς, ἐπίσσωτρα, πλῆμναι, κνήμη, δίφρος, ζυγόν. (See cut No. 10, and tables I. and II.)
English (Slater)
ἅρμα (ἅρμα, ἅρματι, ἅρμα; ἁρμάτων, ἅρμασι(ν), ἅρματα) chariot ἅρμα θοὸν τάνυεν sc. Poseidon (O. 8.49) τίς ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι (O. 10.62) εὔδοξον ἅρματι νίκαν (P. 6.17) Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα (P. 6.32) τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (P. 11.46) ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος (N. 1.7) τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων (N. 9.4) νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (sc. Ἄδραστος) (N. 9.12) ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας (I. 1.14) ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι i. e. Poseidon (I. 1.54) ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν (I. 3.16) (φάμα): ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν (I. 4.25) ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι (I. 5.5) ἅρμα Θηβαῖον (sc. ἐξοχώτατόν ἐστι) fr. 106. 5. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος fr. 234. pl. pro sing., “ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν” (O. 1.77) Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι (P. 1.33) ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον (ἔν τ' ἄρματα v.l.) (P. 2.11) χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων (N. 6.51) ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (ὡς ἐπὶ τῶν ἁρμάτων ὁ ῥυμὸς μέσος ἐστίν, οὕτως ὁ Σωγένους οἶκος ἐξ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν ἔχων τὰ σὰ τεμένη, μέσος ἐστίν. Σ.) (N. 7.93) met., chariot of the Muses, i. e. song, ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι σὺν ἅρματι θοῷ κλείζειν (O. 1.110) Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν, τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον (P. 10.65) ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι (I. 8.61) πο] τανὸν ἅρμα Μοισα[ Πα. 7B. 13.
English (Strong)
probably from αἴρω (perhaps with Α (as a particle of union) prefixed); a chariot (as raised or fitted together (compare ἁρμός)): chariot.
English (Thayer)
ἅρματος, τό (from ἈΡΩ to join, fit; a team), a chariot: ἅρματα ἵππων πολλῶν chariots drawn by many horses, Homer down).
Greek Monotonic
ἅρμα: -ατος, τό (*ἄρω)·
1. άρμα, ιδίως πολεμικό άρμα με δυο τροχούς, σε Όμηρ.· συχνά σε πληθ. αντί ενικ., σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
2. το άρμα και τα άλογα, άρμα, στο ίδ.· επίσης ζευγάρι αλόγων, άλογα, σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
I -ατος τό тж. pl.
1 конная повозка (ὑφ᾽ ἅρμασιν ἵππος, ἐν δ᾽ ἀρότρῳ βοῦς Pind.);
2 боевая колесница Hom., Trag., Xen., Arst., тж. священная (ἅ. ἱρὸν τοῦ Διός Her.) и (у римлян) триумфальная (ἅρματι χρήσασθαι Plut.);
3 конная запряжка (τέθριππον Pind.; τέτρωρον Eur.);
4 упряжная лошадь (ἅρματα τρέφειν Xen.; ἄρματα φυσῶντα καὶ πνέοντα Arph.).
II v.l. ἄρμα, ατος τό дельф. любовь (τὴν Ἀφροδίτην ἅ. καλοῦσιν Plut.).
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: n. (pl.)
Meaning: wagon, car, esp. war chariot (Il.; on the use in Hom. Delebecque Cheval 170f.).
Dialectal forms: Myc. amo /armo/, dat. amotei, pl. amota, but it means wheel; amotejonade /armoteiona-de/ to the wheel workingplace. On traces of the meaning wheel in Homer s. Panagl, Papers...Szemerényi (1992) 137-44. On the development (Myc. armho-, not yet *harmo-) Ruijgh, Études 48 n. 17.
Compounds: ἁρματο-πηγός (Il.) wheel-maker etc. ἁρμάμαξα contains ἄμαξα (Ar.), unless it is an adapted Persian word. On βητάρμων s.v.
Origin: IE [Indo-European] [55] *h₂er- fir
Etymology: From ἀρ- fit in ἀραρίσκω; spiritus asper from original suffix -sm- (Schwyzer 523, Chantr. Form. 175), also in: ἁρμός (s. ἁρμόζω), ἁρμονία, ἁρμαλια (s.s.vv.). - Outside Greek there are several forms with m-suffix, e. g.Lat. arma pl. weapons, armentum herd (independent formation), Arm. y-armar fitting. (Not here Lat. armus m. arm, Goth. arms id., Skt. īrmá- id. etc. (< *h₂(e)rH-mo-).
Middle Liddell
[*ἄρω]
1. a chariot, esp. a war-chariot, with two wheels, Hom.; often in plural for sg., Il., Trag.
2. chariot and horses, the yoked chariot, Trag.: also the team, the horses, Eur., Ar.
Frisk Etymology German
ἅρμα: 1.
{hárma}
Grammar: n. (pl.)
Meaning: Wagen, bes. Streitwagen, Gespann (vorw. poet. seit Il.; zum Gebrauch bei Hom. Delebecque Cheval 170f.).
Derivative: Davon ἁρμάτειος ‘zum (Streit)wagen gehörig’ (E., X. usw.; vgl. Chantraine Formation 52), ἁρματόεις ib. (Kritias), ἁρματίτης im Wagen fahrend (Philostr., Pap., vgl. Redard Les noms grecs en -της 111), Demin. ἁρμάτιον (Gloss.). Zwei okkasionelle Denominativa: ἁρματεύω einen Wagen treiben, fahren (E. Or. 994), ἁρματίζομαι in einen Wagen hinstellen (Lyk.). ? Zu ἅρμα als Hinterglied s. Sommer Nominalkomp. 11ff.
Etymology: Verbalnomen von ἀρ- fügen in ἀραρίσκω; wegen des Spiritus asper ist vielleicht ein ursprüngliches Suffix -σμα anzunehmen (Schwyzer 523, Chantraine Formation 175); der Spiritus asper findet sich indessen auch in den übrigen Bildungen mit μ-Suffix: ἁρμός, ἁρμόζω, ἁρμονία, ἁρμαλιά; vgl. dazu Meillet MSL 10, 140 A. 1, Sommer Lautst. 133ff. — Die außergriechischen zahlreichen Wörter mit m-Suffix von ar- fügen, z. B. lat. arma pl. Waffen, Rüstung, armentum Herde, Großvieh (formal zu ἅρμα stimmend, aber davon unabhängig gebildet), arm. y-armar passend, angemessen; mit anderem Ablaut aind. īrmá- m. Vorderbug, lat. armus m. der oberste Teil des Oberarms, got. arms Arm usw., haben für das Verständnis der griechischen Wörter kein unmittelbares Interesse. — Bănăt̨eanu REIE 3, 138f. hält ohne Grund ἅρμα ebenso wie die meisten anderen gr. Wörter für Wagen für kleinasiatisch.
Page 1,142-143
Chinese
原文音譯:¤rma 哈而馬
詞類次數:名詞(4)
原文字根:連結
字義溯源:馬車*,車;(借喻馬車的完整結構),或源自(αἴρω)=舉起*)。使徒行傳八章所說的車,可能是運輸用的四輪有篷馬車。在啓示錄九章所說的車,應該戰場上使用二輪敞開式打仗用的馬車
同源字:1) (ἅρμα)馬車 2) (ἁρμόζω)接合 3) (ἁρμός)關節 4) (συναρμολογέω)連結一起
出現次數:總共(4);徒(3);啓(1)
譯字彙編:
1) 車(4) 徒8:28; 徒8:29; 徒8:38; 啓9:9
Mantoulidis Etymological
(=δίτροχο ἁμάξι). Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ ἀραρίσκω. Τό ἅρμα παίρνει δασεία, ἐπειδή μετά τό α ὑπάρχουν ρμ καί κατ' ἀναλογία μέ παράγωγα ἀπό τή ρίζα ser(ὅρμος -ἕρμα).
Παράγωγα: ἁρμάτειος, ἁρματεύω, ἁρματηλατῶ (=ὁδηγῶ ἅρμα), ἁρματηλάτης, ἀρματοδρομῶ, ἁρματοπηγός (=αὐτός πού κατασκευάζει ἅρματα), ἁρματοτροφῶ (=τρέφω ἄλογα γιά ἁρματηλασία), ἁρματοτρόφος, ἁρματοτροφία.
Translations
chariot
Arabic: عَرَبَة; Armenian: մարտակառք; Avestan: 𐬭𐬀𐬚𐬀; Azerbaijani: araba; Basque: guda-gurdi; Belarusian: калясні́ца; Bengali: রথ; Bulgarian: колесница; Burmese: ရထား; Catalan: carro; Chinese Mandarin: 雙輪戰車, 双轮战车, 戰車, 战车, 馬戰車, 马战车, 馬車, 马车; Coptic: ⲃⲣϭⲟⲟⲩⲧ, ϩⲁⲣⲙⲁ; Czech: válečný vůz, vůz; Danish: stridsvogn; Dutch: strijdwagen; Esperanto: armea ĉaro; Finnish: sotavaunut; French: char, charriot; Galician: biga; Georgian: ეტლი; German: Streitwagen; Greek: άρμα; Ancient Greek: ἅρμα, δίφρος, λαμπήνη, ὄχος, ὄχεα; Hebrew: מֶרְכָּבָה; Hindi: रथ; Ido: charo; Indonesian: cikar; Irish: carbad; Italian: biga; Japanese: 戦車, チャリオット, 馬車; Kazakh: арба; Khmer: រថ, រទេះ; Korean: 전차, 마차; Kyrgyz: араба; Lao: ສັນທະນະ, ລົດ; Latin: currus, curriculum, essedum, rota, quadrigae; Malay: cikar; Malayalam: രഥം, തേര്; Maori: hāriata; Middle Persian: 𐫡𐫍𐫏; Mon: ရထာပၞာန်,ကွဳပၞာန်; Norwegian Bokmål: stridsvogn; Old Church Slavonic: возъ; Old English: hrædwæġn; Old Norse: reið; Mon: ယုဒ္ဓရထ; Persian: گردونه, ارابه, غرده; Polish: rydwan; Portuguese: biga; Romanian: bigă, car de luptă; Russian: колесница; Sanskrit: रथ; Scottish Gaelic: carbad; Serbo-Croatian Cyrillic: двоколица, кочије; Roman: dvokolica, kočije; Slovak: voz; Slovene: voz; Spanish: quadriga, biga, carro; Swedish: stridsvagn, häststridsvagn; Tagalog: karo; Tajik: ароба; Thai: รถ; Turkish: savaş arabası; Ugaritic: 𐎎𐎗𐎋𐎁𐎚; Ukrainian: колісниця; Urdu: رتھ; Uzbek: jang aravasi, arava; Vietnamese: chiếc xe, xe; Welsh: cerbyd