ἄτακτος: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> not in [[battle]]-[[order]], of [[troops]], Hdt., Thuc., etc.<br /><b class="num">2.</b> [[undisciplined]], [[disorderly]], [[irregular]], [[lawless]], Thuc., etc.<br /><b class="num">II.</b> adv. -τως, in an [[irregular]], [[disorderly]] [[manner]], of [[troops]], Thuc.: comp. ἀτακτότερον, Thuc. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese |
Revision as of 11:51, 3 March 2024
English (LSJ)
ἄτακτον,
A not in battle-order, of troops, Hdt.6.93, Th.8.105 (Comp.).
2 not at one's post, Lycurg.39.
II undisciplined, disorderly, θόρυβος Th.8.10; ποιεῖν τὴν πολιτείαν ἀτακτοτέραν Arist.Pol.1319b15; irregular, πυρετός Hp. Coac.26; οὐδὲν ἄ. τῶν φύσει Arist.Ph.252a11; φθορὰ ἄ. casual, Id.HA 556a12; of sensual excess, irregular, inordinate, ἡδοναί, Ἀφροδίτη, Pl.Lg.660b,840e; in Music, without rhythm, μελῳδίαι Aristid.Quint. 1.13; Medic., irregular, σφυγμός Gal.8.458.
2 uncivilized, lawless, βίος Critias25.1 D.
3 Math., ἄτακτα προβλήματα indeterminate, not admitting of a definite solution, Procl.in Euc.p.220 F.
B Adv. ἀτάκτως = in an irregular manner, in a disorderly manner, of troops, ἀ. καὶ οὐδενὶ κόσμῳ προσπίπτοντες Th.3.108; ἀ. διώκειν Id.2.91; ἀτακτότερον προσπεσόντες Id.6.97, cf. X.Cyr.1.4.22, Hell.Oxy.6.4; ἀ. φέρεσθαι Isoc.1.32; οὐθὲν ἀ. θεῷ πράττεται Epicur.Ep.3p.65U.
2 irregularly, of fevers, Hp.Epid.1.7; ζῆν Isoc.2.31.
3 Comp. ἀτακτοτέρως = somewhat negligently, Demetr.Eloc.53.
Spanish (DGE)
-ον
I 1desordenado de soldados y ejércitos que no guarda la formación, desorganizado Ἀθηναῖοι Hdt.6.93, cf. Th.8.105, Isoc.6.80, Hell.Oxy.21.2, Aen.Tact.16.2, 4, στρατιά X.Oec.8.4, cf. Mem.3.1.7, πολέμιοι X.Cyr.1.6.35, ἱππεῖς Aen.Tact.15.5
•ref. a multitudes, en cont. milit. y no milit. confuso, caótico ὄχλος Isoc.4.150, Charito 7.4.7, πλῆθος Hdn.4.14.7, θόρυβος Th.8.10, κραυγή Plb.10.14.15, βοή Plb.14.5.12, δρόμος LXX 3Ma.1.19, Longus 1.31.4.
2 inorgánico, mezclado, diverso de palabras o escritos Ἄτακτοι Λόγοι tít. de una obra de Simónides, Simon.148, γλῶσσα δ' ἄτακτα λέληκε la lengua habla sin ninguna coherencia de la persona picada por cierto arácnido, Nic.Th.758, τὸ ἄτακτον τῆς φωνῆς Luc.Pseudol.23, προκλήσεις ... ἄκριτοι καὶ ἄτακτοι Plu.2.736e, ὁ ἀφορισμός ref. a uno de los Aforismos de Hp., Gal.17(2).566
•de la materia cósmica ἄτακτος ἄποιος ἄψυχος Ph.1.5, cf. 329.
3 desordenado, desaliñado προκάλυμμα Hld.6.11.3, τὸ ἄτακτον κόμης Hld.6.9.2.
II no sujeto a norma o sistema, desorganizado, irregular de abstr. ἄτακτος καὶ θηριώδης βίος Democr.B 5.1, cf. Critias B 25.1, τὸ τυχόν Pl.Ti.46e, πολιτεία Arist.Pol.1319b15, ὅτι ἐκεῖνα μὲν ἅπαντα νόμῳ τέτακται ... ἐν δὲ τοῖς περὶ τοῦ πολέμου ... ἄτακτα D.4.36
•en sent. moral desordenado, desenfrenado ἡδοναί Pl.Lg.660b, Plu.2.5a, Ἀφροδίτη Pl.Lg.840e, φοραί Ep.Diog.9.1, βίος D.S.1.8, καὶ μηδὲν ἄτακτον ποιήσητε T.Nephth.2.9, cf. 1Ep.Thess.5.14
•que no sigue una regla fija, no sistemático φύσις D.25.15, ἡ ὕλη Numen.4a.5, 6, ἡ φθορὰ (τῶν ᾠῶν) Arist.HA 556a12, ὁ μετεωρισμός Thphr.CP 1.3.5
•medic. que no sigue un curso regular πυρετός Hp.Coac.26, πάθη Anon.Lond.3.11, σφυγμός Gal.8.458, πνεύματος ἄτακτος κίνησις Gal.17(2).649
•mús. sin ritmo μελῳδίαι Aristid.Quint.31.25
•mat. que no admite una solución definida προβλήματα Procl.in Euc.220.12, pero ἄτακτοι ἄλογοι como una categoría específica de los números irracionales, tít. de una obra de Apollon.Perg.Fr.30
•de pers. que no se somete a la norma, rebelde Ἀταρρίου τὸ ἄτακτον Ael.VH 14.47a, de Safo ἄ. οὖσα τὸν τρόπον Vit.Sapph. en POxy.1800.1.17, cf. PFlor.332.4 (II d.C.).
III no registrado ref. a la milicia no alistado ἄτακτον ... ὑπομεῖναι Lycurg.39, πόλεις ἄτακτοι ciudades no inscritas entre aquéllas que deben pagar impuestos IG 13.278.23 (V a.C.).
IV adv. ἀτάκτως
1 desordenadamente de tropas προσπίπτειν Th.3.108, διώκειν Th.2.91, cf. X.Cyr.1.4.22, Plb.3.43.5, 4.12.11, Hell.Oxy.11.4, de letras ἀ. παραλαμβάνεσθαι Gramm.Pap.9.29, gener. de una multitud φεύγειν Ach.Tat.2.18.4
•descontroladamente de un carro φέρεσθαι Isoc.1.32, de un caballo κινεῖσθαι Aristid.Quint.55.1, τὸν οἶνον ... ἀ. χρῆσθαι Mnesith.Ath.41.3
•alocadamente ref. a la juventud φθέγγοιτο δ' ἀεὶ ἀτάκτως καὶ πηδῷ Pl.Lg.664e.
2 sin normas, irregularmente ζῆν Isoc.2.31, Arist.Pol.1.319b32
•en sent. moral desenfrenadamente περιπατεῖν 2Ep.Thess.3.6, τῶν ἀνόμως καὶ ἀτάκτως βιούντων I.Ap.2.151
•medic. ref. a síntomas ἀτάκτως γίνεσθαι = presentarse atípicamente Hp.Epid.1.7, 8, Epid.3.17.9.
German (Pape)
[Seite 383] ungeordnet, eigtl. von Soldaten, die nicht in Reih u. Glied stehen, nicht in Schlachtordnung aufgestellt sind, Her. 6, 93; Thuc. Xen. u. A., ohne Disciplin; ohne Theilnahme am Kampfe, der sich dem Kriegsdienste entzieht, Lycurg. 39. 43; regellos, θόρυβος Thuc. 8, 10; ἡδοναί Plat. Legg. II, 660 b; unmäßig, Ἀφροδίτη VIII, 840 e. – Adv. ἀτάκτως, z. B. ζῆν Isocr. 2, 31; ἔχειν Plat. Phil. 29 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n'est pas en ordre de bataille;
2 qui ne reste pas à son poste ; indiscipliné;
Cp. ἀτακτότερος.
Étymologie: ἀ, τάσσω.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of τάσσω; unarranged, i.e. (by implication) insubordinate (religiously): unruly.
English (Thayer)
ἄτακτον (τάσσω), disorderly, out of the ranks, (often so of soldiers); irregular, inordinate (ἀτακτοι ἡδοναι immoderate pleasures, Plato, legg. 2,660b.; Plutarch, de book educ. c. 7), deviating from the prescribed order or rule: Herodotus and) Thucydides down; often in Plato.)
Greek Monolingual
και άταχτος, -η, -ο (AM ἄτακτος, -ον) τάσσω
1. ακατάστατος, χωρίς τάξη
2. απειθάρχητος
μσν.- νεοελλ.
1. αναιδής, θρασύς
2. απρεπής
νεοελλ.
1. ζωηρός, ανήσυχος
2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοι
αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό
3. φρ. «άτακτη φυγή» ή «... υποχώρηση» — απότομη ή εσπευσμένη αποχώρηση από μάχη ή συζήτηση
αρχ.
1. ο μη παραταγμένος σε θέση μάχης
2. (βίος) αγροίκος, απολίτιστος
3. ο μη τακτικός, ο έκτακτος, ο τυχαίος
4. (για σαρκικές απολαύσεις) άμετρος, άκρατος
5. μαθημ. «άτακτα προβλήματα» — αυτό που δεν επιδέχονται οριστική λύση.
Greek Monotonic
ἄτακτος: -ον,
I. 1. αυτός που δεν βρίσκεται σε θέση, παράταξη μάχης, λέγεται για στράτευμα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. απείθαρχος, άτακτος, ανώμαλος, άμετρος, στον ίδ. κ.λπ.
II. επίρρ. -τως, με ανώμαλο, ακατάστατο τρόπο, λέγεται για στρατεύματα, στον ίδ.· συγκρ. ἀτακτότερον, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτακτος:
1 не выстроенный в боевом порядке (Ἀθηναῖοι Her.; στρατιῶται Plut.);
2 неблагоустроенный, расстроенный (πολιτεία Arst.);
3 беспорядочный (θόρυβος Thuc.; ἡδοναί Plat.);
4 беспутный (Ἀφροδίτη Plat.).
Middle Liddell
I. not in battle-order, of troops, Hdt., Thuc., etc.
2. undisciplined, disorderly, irregular, lawless, Thuc., etc.
II. adv. -τως, in an irregular, disorderly manner, of troops, Thuc.: comp. ἀτακτότερον, Thuc.
Chinese
原文音譯:¥taktoj 阿-他克拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-規定
字義溯源:不守規矩的,不服從的,不作事的,懶惰的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(τάσσω)*=處理,安排)組成
出現次數:總共(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 不守規矩的人(1) 帖前5:14
English (Woodhouse)
disorderly, undisciplined, out of order, without order
Translations
disorderly
Bulgarian: безпорядъчен; Catalan: desordenat; Chinese Mandarin: 亂的, 乱的; French: désordonné; Georgian: უწესრიგო, მოუწესრიგებელი; German: unordentlich; Ancient Greek: ἀδιάθετος, ἀδιάστολος, ἀδιευκρίνητος, ἀελλόθριξ, ἀκατάστατος, ἀκατάτακτος, ἀκόσμητος, ἄκοσμος, ἀλήμων, ἄμετρος, ἀνεπίτακτος, ἀνοικονόμητος, ἀνυπότακτος, ἀσύντακτος, ἀξύντακτος, ἄτακτος, δύστακτος, ἔκλυτος, ἐκμελής, ἐμπαθής; Hindi: अव्यवस्थित; Irish: ainrialta, caismirteach, clamprach, mí-iomprach, mí-ordúil, mírialta, trangláilte; Italian: disordinato; Japanese: 無秩序の; Latin: incompositus; Persian: مغشوش; Plautdietsch: onordentlich; Polish: bezładny; Portuguese: desordenado, bagunçado; Romanian: dezordonat; Russian: беспорядочный; Spanish: desordenado; Tagalog: halawhaw; Turkish: karmakarışık, darmadağınık
undisciplined
Bulgarian: недисциплиниран; Danish: udisciplineret; Finnish: kuriton; Ancient Greek: ἀγύμναστος, ἀκόλαστος, ἀσύντακτος, ἀξύντακτος, ἄτακτος, ἐκδιῃτημένος, ἐκεδεδιῃτημένος; Irish: ainrialta; Norwegian Bokmål: udisiplinert; Nynorsk: udisiplinert; Swedish: odisciplinerad