ἴαμβος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iamvos
|Transliteration C=iamvos
|Beta Code=i)/ambos
|Beta Code=i)/ambos
|Definition=[ῐ], ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[iamb]], [[iambus]], the [[metrical]] [[foot]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>400b</span>, etc.; ὁ ἴ. αὐτὴ . . ἡ λέξις ἡ τῶν πολλῶν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1408b33</span>; <b class="b3">δάκτυλος ὁ κατὰ ἴαμβον</b> = iambic type of dactyl (⏑ ‒ ⏑ ‒) <span class="bibl">Anon.Rhythm.<span class="title">Oxy.</span>2.3</span>, <span class="bibl">Aristid.Quint.1.17</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[iambic verse]], <span class="bibl">Archil.22</span> (pl.) <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ion</span>534c</span>, etc.; ἴαμβος τρίμετρος <span class="bibl">Hdt. 1.12</span>; ἴαμβον [[Ἱππῶναξ|Ἱππώνακτος]] <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>661</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1418b29</span>, <span class="bibl"><span class="title">Po.</span>1448b33</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[iambic]] [[poem]], such as those of [[Callimachus]], <span class="bibl">Str.8.3.30</span>; esp. [[lampoon]], mostly in plural, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>935e</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1336b20</span>; ἐφ' ὑβριστῆρας ἰάμβους <span class="title">AP</span>7.352 (Mel.(?)): also in Prose, <b class="b3">οἱ καταλογάδην ἴαμβοι</b> <span class="bibl">Ath.10.445b</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> of the persons lampooned, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pseudol.</span> 2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> a kind of [[extempore]] [[play]] got up by [[αὐτοκάβδαλος|αὐτοκάβδαλοι]], who themselves had the same name, <span class="bibl">Semus 20</span>. (For the termination perhaps cf. [[διθύραμβος]], [[θρίαμβος]].)</span>
|Definition=[ῐ], ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[iamb]], [[iambus]], the [[metrical]] [[foot]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 400b, etc.; ὁ ἴ. αὐτὴ.. ἡ λέξις ἡ τῶν πολλῶν Arist.''Rh.''1408b33; <b class="b3">δάκτυλος ὁ κατὰ ἴαμβον</b> = iambic type of dactyl (⏑ ‒ ⏑ ‒) Anon.Rhythm.''Oxy.''2.3, Aristid.Quint.1.17.<br><span class="bld">II</span> [[iambic verse]], Archil.22 (pl.) Pl.''Ion''534c, etc.; ἴαμβος τρίμετρος [[Herodotus|Hdt.]] 1.12; ἴαμβον [[Ἱππῶναξ|Ἱππώνακτος]] Ar.''Ra.''661, cf. Arist.''Rh.''1418b29, ''Po.''1448b33.<br><span class="bld">III</span> [[iambic]] [[poem]], such as those of [[Callimachus]], Str.8.3.30; esp. [[lampoon]], mostly in plural, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''935e, Arist.''Pol.''1336b20; ἐφ' ὑβριστῆρας ἰάμβους ''AP''7.352 (Mel.(?)): also in Prose, <b class="b3">οἱ καταλογάδην ἴαμβοι</b> Ath.10.445b.<br><span class="bld">b</span> of the persons lampooned, Luc.''Pseudol.'' 2.<br><span class="bld">2</span> a kind of [[extempore]] [[play]] got up by [[αὐτοκάβδαλος|αὐτοκάβδαλοι]], who themselves had the same name, Semus 20. (For the termination perhaps cf. [[διθύραμβος]], [[θρίαμβος]].)
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:39, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴαμβος Medium diacritics: ἴαμβος Low diacritics: ίαμβος Capitals: ΙΑΜΒΟΣ
Transliteration A: íambos Transliteration B: iambos Transliteration C: iamvos Beta Code: i)/ambos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,
A iamb, iambus, the metrical foot, Pl.R. 400b, etc.; ὁ ἴ. αὐτὴ.. ἡ λέξις ἡ τῶν πολλῶν Arist.Rh.1408b33; δάκτυλος ὁ κατὰ ἴαμβον = iambic type of dactyl (⏑ ‒ ⏑ ‒) Anon.Rhythm.Oxy.2.3, Aristid.Quint.1.17.
II iambic verse, Archil.22 (pl.) Pl.Ion534c, etc.; ἴαμβος τρίμετρος Hdt. 1.12; ἴαμβον Ἱππώνακτος Ar.Ra.661, cf. Arist.Rh.1418b29, Po.1448b33.
III iambic poem, such as those of Callimachus, Str.8.3.30; esp. lampoon, mostly in plural, Pl.Lg.935e, Arist.Pol.1336b20; ἐφ' ὑβριστῆρας ἰάμβους AP7.352 (Mel.(?)): also in Prose, οἱ καταλογάδην ἴαμβοι Ath.10.445b.
b of the persons lampooned, Luc.Pseudol. 2.
2 a kind of extempore play got up by αὐτοκάβδαλοι, who themselves had the same name, Semus 20. (For the termination perhaps cf. διθύραμβος, θρίαμβος.)

German (Pape)

[Seite 1233] ὁ (s. ἰάπτω zu Ende; nach den Alten von Ιάμβη, s. Nom. pr.), der Jambus, der bekannte Versfuß ñ –, Plat. Rep. III, 400 b; jambischer Vers, ἴαμβον Ἱππώνακτος ἀνεμιμνησκόμην Ar. Ran. 661, wie Strab. VIII, 354; im plur. jambisches Gedicht, ὁ δ' ἔπη, ὁ δ' ἰάμβους οἷός τε ποιεῖν Plat. Ion 534 c; ὡς ἱστορεῖ Ἀρχέλαος ἐν τοῖς ἰάμβοις Ath. XII, 554 e; οἱ καταλογάδην ἴαμβοι werden erwähnt X, 445 a; von Archilochos bes. zu Schmähgedichten gebraucht, daher auch Schmäh-, Spottgedicht, ἴαμβοι ὑβριστῆρες Mel. 119 (VII, 3521; λυσσῶντες Hsdriän. 5 (ib. 674, vgl. 69. 70). – Auch die Dichter u. Sänger hießen ἴαμβοι, bes. die einer Art improvisirten Drama's, auch αὐτοκάβδαλοι genannt, Ath. XIV, 622 b.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 ïambe, pied composé d'une brève et d'une longue;
2 vers ïambique.
Étymologie: ἰάπτω ; pour la finale, cf. διθύραμβος, θρίαμβος.

Russian (Dvoretsky)

ἴαμβος:
1 ямбическая стопа, ямб (∪‒) Plat., Arst.;
2 ямбический стих (Ἱππώνακτος Arph.): ἴ. τρίμετρος Her. ямбический триметр;
3 pl. ямбы, ямбическая поэма, т. е. сатира в ямбах (ἰάμβους ποιεῖν Plat.; ἴαμβοι ὑβριστῆρες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἴαμβος: ὁ, μετρικὸς ποὺς συνιστάμενος ἐκ βραχείας καὶ μακρᾶς συλλαβ., Πλάτ. Πολ. 400Β, κτλ.· ὁ δ’ ἴαμβος αὐτή ἐστιν ἡ λέξις ἡ τῶν πολλῶν Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4. ΙΙ. ἰαμβικὸς στίχος, ὁ τρίμετρος, ὃν κατὰ πρῶτον μετεχειρίσθησαν οἱ σκωπτικοὶ ποιηταὶ Ἀρχίλοχος καὶ Ἱππῶναξ (ὅθεν ὁ Ὁράτ. criminosi lambi), ἴαμβος τρίμετρος Ἡρόδ. 1. 12· ἴαμβος Ἰππώνακτος Ἀριστοφ. Βάτρ. 661, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 16, Ποιητ. 4. 10. Πολιτικ. 7. 17, 11. ΙΙΙ. ἰαμβικὸν ποίημα, Στράβ. 354· ἰδίως λοίδορον, ὑβριστικὸν ποίημα, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Πλάτ. Ἴων 534C, Νόμ. 935Ε· ἐφ’ ὑβριστῆρας ἰάμβους Ἀνθ. Π. 7. 352, κτλ. 2) εἶδος αὐτοσχεδίων δραματικῶν ῥήσεων ἀπαγγελλομένων ὑπὸ τῶν αὐτοκαβδάλων καλουμένων, οἵτινες ὕστερον καὶ αὐτοὶ ὠνομάσθησαν ἴαμβοι, Σῆμος ὁ Δήλιος παρ’ Ἀθην. 622Β. (Ἐκ τοῦ ἰάπτω, ἐπειδὴ ὑπῆρξεν ὁ ποὺς ἢ τὸ μέτρον ὅπερ κατὰ πρῶτον οἱ σατυρικοὶ ποιηταὶ μετεχειρίσθησαν, ἴδε ἀνωτ.· πρβλ. κορυφή, κόρυμβος. - Οἱ μυθολογοῦντες λέγουσιν ὅτι, ὅτε ἡ Δημήτηρ ἦτο κατατεθλιμμένη διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς θυγατρός της Περσεφόνης, γραῖά τις καλουμένη Ἰάμβη σκώψασα τῆν θεὸν ἐποίησε μειδιᾶσαι Ἀπολλόδωρ. 1. 5, 3. - Ἡ κατάληξις ἀπαντᾷ καὶ ἐν ταῖς λέξεσι διθύραμβος, θρίαμβος, ὧν τὴν ἀρχὴν ἀγνοοῦμεν).

Greek Monolingual

ο (Α ἴαμβος)
ποίημα που αποτελείται από ιάμβους, που έχει σκωπτικό και υβριστικό χαρακτήρα
νεοελλ.
μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο συλλαβές, μία άτονη και μία τονιζόμενη
αρχ.
1. μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά (υ-) («εἰς βραχύ τε καὶ μακρὸν γιγνόμενον, καί,... ἴαμβον... ὠνόμαζε», Πλάτ.)
2. ο ιαμβικός στίχος
3. (για πρόσ.) αυτός που σατιρίζεται
4. είδος αυτοσχέδιων δραματικών ρήσεων οι οποίες απαγγέλλονταν από τους αυτοκαβδάλους, οι οποίοι αργότερα ονομάστηκαν και οι ίδιοι ίαμβοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία στίχου, μετρικού ποδός και λογοτεχνικού είδους. Η λ. είναι πιθ. προελληνικής προελεύσεως, όπως άλλωστε και οι τ. διθύραμβος, θρίαμβος, με τους οποίους ο ίαμβος παρουσιάζει ομοιότητα τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς τη σημ. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από το ἰά «κραυγή, φωνή».
ΠΑΡ. ιαμβείος, ιαμβικός
αρχ.
ιαμβιάζω, ιαμβίζω, ιαμβίς, ιαμβύκη, ιαμβύλος, ιαμβώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ιαμβογράφος, ιαμβοποιός
αρχ.
ιαμβέλεγος, ιαμβοειδής, ιαμβόκροτος, ιαμβοφάγος
μσν.
ιαμβανάπαιστος, ιαμβόπλοκος, ιαμβοπυρρίχιος, ιαμβοτριτεπίτριτος. (Β' συνθετικό) μελίαμβος, χορίαμβος
αρχ.
διίαμβος, ελεγίαμβος, ηρωίαμβος, κλεψίαμβος, μιξίαμβος, μολοσσίαμβος, παρίαμβος, στιχίαμβος, τραγίαμβος, χωλίαμβος.

Greek Monotonic

ἴαμβος: ὁ,
I. ίαμβος, μετρικός πόδας που αποτελείται από μία βραχεία και μία μακρά συλλαβή, όπως το ἐγώ, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. 1. ιαμβικός στίχος, τρίμετρος, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. ιαμβικό ποίημα, σατυρικό, υβριστικό ποίημα, σε Πλάτ. (από το ἰάπτω 2, επειδή οι ίαμβοι ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποιήθηκαν από τους σατυρικούς ποιητές Αρχίλοχο και Ιππώνακτα· απ' όπου criminosi Iambi, σε Ρήτ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of a metrical foot and a verse, iambus, mocking verse (Archil., Hdt., Att.).
Compounds: Compp., e. g. ἰαμβο-ποιός (Arist.), χωλ-ίαμβος choliambus (Demetr. Eloc.; cf. Risch IF 59, 284f.).
Derivatives: ἰαμβικός iambical, mocking (Arist., D. H.), ἰαμβώδης mocking (Philostr.), ἰαμβύλος mocking poet (Hdn.), ἰαμβύκη name of an instrument (Eup., H.; cf. σαμβύκη), ἰαμβεῖος iambic, ἰαμβεῖον n. iambic verse (Att. ). Denominative verbs: ἰαμβίζω, -ιάζω speak, mock in iambi (Gorg., Arist.; cf. v. Wilamowitz Glaube 2, 53) with ἰαμβιστής mocking-poet (Ath.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Cf. διθύραμβος, θρίαμβος (also ἴθυμβος); of Pre-Greek origin. Older attempts to give an explanation from Indo-European in Bq (with Add. et corr.); s. on διθύραμβος. - Acc. to Theander Eranos 20, 1ff. to ἰά; on this Kretschmer Glotta 13, 243ff. (s. also on ἔλεγος). See Hester, Lingia 13 (1965) 354f.

Middle Liddell

ἴαμβος, ὁ,
I. an iambus, a metrical foot consisting of a short and long syllable, as ἐγώ, Plat., etc.
II. an iambic verse, the trimeter or senarius, Hdt., Ar.
2. an iambic poem, lampoon, Plat. [From ἰάπτω 2, because iambics were first used by the satiric poets Archilochus and Hipponax; criminosi iambi, Hor.]

Frisk Etymology German

ἴαμβος: {íambos}
Grammar: m.
Meaning: N. eines Versfußes und eines Verses, Jambus, Spottvers (Archil., Hdt., att.).
Composita : Kompp., z. B. ἰαμβοποιός (Arist. u. a.), χωλίαμβος Hinkiambus (Demetr. Eloc.; vgl. Risch IF 59, 284f.).
Derivative: Ableitungen: ἰαμβικός iambisch, spöttisch (Arist., D. H. u. a.), ἰαμβώδης spöttisch (Philostr.), ἰαμβύλος Spottdichter (Hdn.), ἰαμβύκη N. eines Instruments (Eup., H. u. a.; vgl. σαμβύκη), ἰαμβεῖος iambisch, ἰαμβεῖον n. iambischer Vers (att. usw.). Denominative Verba: ἰαμβίζω, -ιάζω in Jamben reden, spotten (Gorg., Arist. usw.; vgl. v. Wilamowitz Glaube 2, 53) mit ἰαμβιστής Spottdichter (Ath.).
Etymology : Zur Form und Bedeutung vgl. διθύραμβος, θρίαμβος (auch ἴθυμβος); wie diese ist ἴαμβος ohne Zweifel vorgriechischer Herkunft. Die mehrfachen vergeblichen Versuche, das Wort aus dem Idg. herzuleiten, die nunmehr nur wissenschaftsgeschichtliches Interesse beanspruchen können, sind bei Bq (mit Add. et corr.) referiert oder notiert; dazu noch die Lit. zu διθύραμβος. — Nach Theander Eranos 20, 1ff. zu ἰά; dazu Kretschmer Glotta 13, 243ff. (s. auch zu ἔλεγος).
Page 1,704

Wikipedia EN

An iamb (/ˈaɪæm/) or iambus is a metrical foot used in various types of poetry. Originally the term referred to one of the feet of the quantitative meter of classical Greek prosody: a short syllable followed by a long syllable (as in "above"). This terminology was adopted in the description of accentual-syllabic verse in English, where it refers to a foot comprising an unstressed syllable followed by a stressed syllable (as in a-bove).

Mantoulidis Etymological

(=μετρικός πόδας ἀπό μία βραχεία καί μιά μακρά συλλαβή). Πιθανόν ἀπό τό ἰάπτω (=προσβάλλω μέ λόγια), ἐπειδή πρῶτοι οἱ σατυρικοί μεταχειρίστηκαν τόν ἴαμβο. Ἡ κατάληξη -αμβος βρίσκεται καί στίς λέξεις διθύραμβος, θρίαμβος.

Translations

als: jambus; be_x_old: ямб; be: ямб; bg: ямб; ca: iambe; cs: jamb; cv: ямб; da: jambe; de: Jambus; el: ίαμβος; en: iamb; eo: jambo; es: yambo; et: jamb; eu: ianbo; ext: yambu; fi: jambi; fr: iambe; gan: 弱強格; gl: iambo; grc: ἴαμβος; hu: jambus; hy: յամբ; io: iambo; is: rísandi tvíliður; it: giambo; ja: アイアンブ; ka: იამბიკო; ky: ямб; la: iambus; lv: jambs; nl: jambe; nn: jambe; no: jambe; pl: jamb; pt: iambo; ro: iamb; ru: ямб; sh: jamb; sk: jamb; sl: jamb; sr: jamb; sv: jamb; uk: ямб; zh: 抑揚格